Η ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής (Μνημόνιο ΙΙΙ) σηματοδοτεί το πλαίσιο εντός του οποίου θα κινηθεί η ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια. Οι βαριές δεσμεύσεις που ανέλαβε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και το πλαίσιο αυξημένης μετα-προγραμματικής εποπτείας που διαμορφώνεται προδιαγράφουν τα όρια και τις απαιτήσεις μίας περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία κάθε άλλο παρά ενισχύει το ζητούμενο της δυναμικής ανάκαμψης της οικονομίας. Σε κάθε περίπτωση, δεν πρόκειται να «ανοίξουν οι κάνουλες», όπως διατείνονταν ο κ. Φλαμπουράρης αλλά, αντίθετα, το κατ’ ουσία 4ο Μνημόνιο θα μοιάζει μάλλον με το μαρτύριο της σταγόνας. Το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Σταθερότητας 2019-2022, που με σπουδή έσπευσε να υπερψηφίσει η κυβερνητική πλειοψηφία, αποδέχεται τις αντιαναπτυξιακές επιπτώσεις της ακολουθούμενης πολιτικής, καθώς υπολογίζεται ότι το 2023 οι ρυθμοί ανάπτυξης του ΑΕΠ θα υποχωρήσουν στο πενιχρό ποσοστό του 1,2%, αποκαλύπτοντας μία οικονομία που αδυνατεί να απογειωθεί. Αναφορικά λοιπόν με τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ανάπτυξης, παρατηρούμε τα παρακάτω:

Πρώτον, η αποκλιμάκωση της υπέρμετρης φορολογικής επιβάρυνσης, που στρεβλώνει τη δομή των οικονομικών κινήτρων, είναι επιτακτική ανάγκη. Η Ελλάδα κατατάσσεται τα τελευταία χρόνια πρώτη εντός της ΕΕ στην αύξηση της αναλογίας των φόρων ως προς το ΑΕΠ (42,1% το 2016). Η μείωση της φορολογίας θα καταστεί δυνατή με το στοχευμένο περιορισμό των δημοσίων δαπανών, χωρίς να θιγούν οι δαπάνες της κοινωνικής πολιτικής. Παρά τον δραστικό περιορισμό της σπατάλης στα προηγούμενα χρόνια, απέχουμε ακόμη από έναν αποτελεσματικό εξορθολογισμό της λειτουργίας των δομών της δημόσιας διοίκησης. Η ιεράρχηση των δαπανών προς περικοπή, με πρώτες αυτές που λειτουργούν αντιαναπτυξιακά, αποτελεί μια κατ’ εξοχήν πολιτική διαδικασία, συνεπάγεται υψηλό πολιτικό κόστος, κάτι που ενδεχομένως εξηγεί γιατί δεν έγινε στα χρόνια της κρίσης.

Δεύτερον, απαιτούνται θαρραλέες μεταρρυθμίσεις (κύρια στις αγορές προϊόντων) που θα αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Η πολιτική της μείωσης του μισθολογικού κόστους που ακολουθήθηκε τα προηγούμενα χρόνια εξάντλησε τα νοικοκυριά χωρίς να αυξήσει την παραγωγικότητα της εργασίας. Νέες μορφές συλλογικών διαπραγματεύσεων μεταξύ των κοινωνικών εταίρων μπορούν να προστατεύσουν το εισόδημα των εργαζομένων χωρίς να ζημιώνουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Είναι σημαντικό ένα μέρος των πόρων που θα απελευθερωθούν από τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων να επενδυθεί στην ποιοτική αναβάθμιση της εργασίας.

Τρίτον, η συνήθης επίκληση της προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων παραγνωρίζει με ευκολία την πραγματικότητα. Ακόμη κι ένα ιδιαίτερα φιλικό προς τις ξένες επενδύσεις περιβάλλον δεν επαρκεί ώστε να καλύψει το διαχρονικά μεγάλο επενδυτικό κενό της ελληνικής οικονομίας. Αγνοούμε όμως τον κοιμώμενο γίγαντα της εγχώριας οικονομίας. Τους λιμνάζοντες πόρους που παραμένουν ανενεργοί λόγω της υψηλής και διαρκώς μεταβαλλόμενης φορολόγησης, της δαιδαλώδους γραφειοκρατίας και κυρίως της πλήρους πολιτικής αναξιοπιστίας που καθιστά αδύνατη την (αναγκαία για την οικονομική ανάπτυξη) προβλεψιμότητα των κανόνων. Με τον πολιτικό τυχοδιωκτισμό της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να εκδηλώνεται καθημερινά, δεν είναι να απορεί κανείς για την επιλογή των ελλήνων καταναλωτών και επενδυτών να αντιμετωπίζουν την οικονομία μας με μεγαλύτερη καχυποψία από τους ξένους.

Ας μην έχουμε αυταπάτες. Μόνο μία ουσιαστική αλλαγή σε θεσμούς, πολιτικές και νοοτροπίες που θα αποκαταστήσει την αξιοπιστία της κυβερνητικής πολιτικής είναι σε θέση να φέρει και υψηλή και διατηρήσιμη ανάπτυξη.

Ο Δημήτρης Σκάλκος είναι πολιτικός επιστήμονας – διεθνολόγος. Το βιβλίο του «Αλλάζει η Ελλάδα;» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο