«Την Πέμπτη 21 Ιουνίου, οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ αναμένεται να καθορίσουν τις τελευταίες λεπτομέρειες για την έξοδο της Ελλάδας από το πρόγραμμα διάσωσης, που έχει προγραμματιστεί για τον Αύγουστο», γράφει η γαλλική Le Monde σε άρθρο υπό τον τίτλο «Η Ελλάδα εξέρχεται από το καθαρτήριο». «Η στιγμή είναι ιστορική: κλείνει μια μακρά και τραυματική παρένθεση, ειδικά για τους Έλληνες πολίτες. Κλείνει μια κρίση στην οποία οφείλονται εν μέρει τα δεινά που εξακολουθεί να υφίσταται η ΕΕ: απώλεια της εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών και βαθύ πλήγμα στην εικόνα των κοινοτικών θεσμικών οργάνων», προσθέτει.

Όπως τονίζει η γαλλική εφημερίδα, «πέραν των τεχνικών συζητήσεων, η στιγμή είναι ιστορική για τη χώρα και για την Ευρώπη, οκτώ χρόνια μετά το πρώτο πρόγραμμα. Από το 2010, η Αθήνα έχει λάβει στήριξη ύψους άνω των 300 δισ. ευρώ. Σε αντάλλαγμα, η χώρα έπρεπε να προχωρήσει σε ένα κύμα μεταρρυθμίσεων χωρίς προηγούμενο. Η ανάπτυξη επέστρεψε το 2017, με αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,4%. Ο αριθμός των τουριστών έχει επίσης αυξηθεί»,

Η γαλλική εφημερίδα σημειώνει ότι τις τελευταίες μέρες στην Αθήνα «χύθηκε πολύ περισσότερο μελάνι για τις «διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ελλάδας και της ‘Μακεδονίας’ σχετικά με το όνομα της τελευταίας, που θα μετονομασθεί σε ‘Βόρεια Μακεδονία’», απ’ ό,τι για το προγραμματισμένο τέλος του τρίτου προγράμματος διάσωσης στις 20 Αυγούστου. Πρέπει να σημειωθεί ότι η αγωνία είναι περιορισμένη: η συμφωνία είναι εφικτή», υπογραμμίζει η Le Monde. Και αυτό επειδή ο Έλληνας υπoυργός Οικονομικών, Ευ. Τσακαλώτος, και οι Ευρωπαίοι συνάδελφοί του έχουν συμφέρον να συμφωνήσουν. Ο χρόνος πιέζει. Η επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές πρέπει να γίνει προτού αυτές γίνουν υπερβολικά νευρικές, λόγω της νέας ιταλικής κυβέρνησης.

«Όλα ήταν εκτός ορίων στην περίπτωση της Ελλάδας μετά το 2010. Καμία χώρα της ΕΕ δεν έλαβε τέτοια οικονομική βοήθεια, αλλά και καμια δεν υποχρεώθηκε να υποστεί, σε αντάλλαγμα, ένα τέτοιο πακέτο μεταρρυθμίσεων», σημειώνει η Monde. «Σε άλλη χώρα, για λιγότερα από αυτά, θα είχαμε επανάσταση», δηλώνει μάρτυρας του ελληνικού δράματος στις Βρυξέλλες. Αυτή η καταστροφική κατάσταση είναι αποτέλεσμα συλλογικής ευθύνης. Η Ελλάδα υιοθέτησε το ευρώ χωρίς να είναι έτοιμη: με ένα αδύναμο κράτος, μια εύθραυστη οικονομία, μια αδύναμη φορολογική κουλτούρα, μια κομματικοποιημένη διοίκηση και μια χώρα που ζούσε πολύ πάνω από τις δυνατότητές της τη στιγμή που η χρηματοπιστωτική κρίση έπληξε την Ευρώπη.

Αναφερόμενη στο πρώτο πρόγραμμα διάσωσης, η γαλλική εφημερίδα σημειώνει ότι ήταν η πρώτη φορά που το Eurogroup αποφάσιζε για τη μοίρα μιας χώρας, σε συνθήκες αδιαφάνειας. «Ήταν η πρώτη φορά που οι Βρυξέλλες επέβαλαν μεταρρυθμίσεις σε μια χώρα. Ήταν πιο αυστηρές καθώς έπρεπε να δημιουργηθεί ένα προηγούμενο. Υπήρχαν κράτη μέλη που ήθελαν να τιμωρήσουν την Ελλάδα», ομολογεί πηγή στις Βρυξέλλες. Η Επιτροπή γρήγορα συμπαρατάχθηκε στο πλευρό της Αθήνας, συστήνοντας εσωτερικά μια τεράστια task force για να συνδράμει τους Έλληνες στις μεταρρυθμίσεις τους. Αγωνίστηκε να αποφύγει ένα «Grexit» το καλοκαίρι του 2015 και να εξαγοράσει την καλή εικόνα της στην Ελλάδα. Όμως «η Ένωση θεωρήθηκε δύναμη κατοχής», λέει με παράπονο πηγή των Βρυξελλών. Χειρότερα δε, «δεν υπήρχε συναίνεση μεταξύ των Ελλήνων πολιτικών για την ανάγκη των προγραμμάτων βοήθειας, και η αντιπολίτευση, όταν ερχόταν στην εξουσία, διέγραφε όσα είχαν κάνει οι προηγούμενες κυβερνήσεις», προσθέτει η ίδια πηγή. Και αυτό εξηγεί, λένε στις Βρυξέλλες, το γεγονός ότι η χώρα χρειάστηκε τόσο πολύ χρόνο για να βγει από τα προγράμματα.

Η κυβέρνηση της ριζοσπαστικής αριστεράς του Αλέξη Τσίπρα είναι εκείνη που τελικά επέλεξε να συνεργαστεί, μετά από έξι μήνες συγκρούσεων, αρχές του 2015, διευκολύνοντας τη σημερινή έξοδο από το καθαρτήριο, σημειώνει η Monde. Οι Έλληνες σύντομα θα είναι «ελεύθεροι», λέει ο Χανς Βίλμπριφ, πρόεδρος του Euroworking Group, κάνοντας λόγο όμως για μια ελευθερία υπό όρους. Υπό την προϋπόθεση ότι είναι «προσεκτικοί με τον προϋπολογισμό τους, διατηρούν πολιτική σταθερότητα και δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση τις εγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις ». Ο Αλέξης Τσίπρας έδωσε υποσχέσεις, δεσμευόμενος να μην επανεξετάσει τις περικοπές των συντάξεων. Έχει ίσως την πρόθεση να αυξήσει τον κατώτατο μισθό; «Θα χρειαστεί να μιλήσει με τους πιστωτές γι αυτό», υποστηρίζει ο κ. Βίλμπριφ.