Το παρατεταμένο χειροκρότημα και το σύνθημα «είμαστε μαζί σου!» από πολίτες συγκεντρωμένους έξω από τα δικαστήρια σε δύο διαφορετικές περιοχές της χώρας αντηχούσαν με τον ίδιο τρόπο. Ιδια είναι και η (μέχρι στιγμής) κατάληξη των δύο καθ’ ομολογία δραστών: ο 34χρονος που πυροβόλησε τη 13χρονη Γιαννούλα Καραχάλιου στον καταυλισμό Ρομά στην Αμφισσα κρίθηκε χθες προσωρινά κρατούμενος, όπως αποφασίστηκε προ ημερών και για τον 26χρονο που έστρεψε το όπλο στον 70χρονο πατέρα του στις Βολίμες Ζακύνθου. Μετανιωμένος ο 34χρονος κρεοπώλης ρίχνει τη δολοφονία στην «κακιά στιγμή» («το κορίτσι βρέθηκε σε λάθος τόπο και χρόνο στο συγκεκριμένο σημείο της αντιδικίας»), ενώ αποφασισμένος να σκοτώσει τον άνθρωπο που κακοποιούσε για χρόνια τον ίδιο και τα αδέλφια του ήταν ο 26χρονος.

Μιλώντας στα «ΝΕΑ» μια κλινική ψυχολόγος και μια ψυχίατρος ερμηνεύουν τις επιδοκιμασίες πολιτών προς τους δύο κατηγορουμένους.

ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ. Σύμφωνα με την κλινική ψυχολόγο, διδάκτορα Ψυχοπαθολογίας και Ψυχανάλυσης Σίσσυ Ράπτη – Εσκυριέ, τα δύο περιστατικά δεν έχουν, παρά την κοινή φαινομενολογία, τις ίδιες συντεταγμένες. Αναφερόμενη στην πατροκτονία, «παρόλο που δεν προέκυψε από κάποιου είδους ατύχημα, έχουμε να κάνουμε με ένα «αλτρουιστικό» κίνητρο, καθώς ο γιος του θύματος, όπως υποστήριξε, επιδίωξε την προστασία των αδελφών του. Τόσο αυτό που τον ώθησε στην εγκληματική πράξη όσο και τα όσα ο ίδιος υπέφερε τον διαχωρίζουν στη συνείδηση του κόσμου από τη θέση του ενόχου και τον τοποθετούν περισσότερο στη θέση του θύματος ή ενός τραγικού ήρωα».

Η περίπτωση της Αμφισσας, όπως περιγράφει η ίδια, διαφέρει: «Υποθέτουμε, και κυρίως ελπίζουμε, ότι το χειροκρότημα που του απηύθυνε το πλήθος δεν επιδοκίμαζε τη δολοφονία ενός παιδιού. Στο έγκλημα αυτό, και παρά το γεγονός ότι δεν έχουμε ακόμη απόφαση της Δικαιοσύνης, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι ο δράστης έκανε χρήση όπλου σε περιοχή κατοικημένη από πολίτες που ανήκουν στην κοινότητα των Ρομά. Ενδεχομένως λοιπόν το χειροκρότημα να αποτελεί μια προέκταση της διαμαρτυρίας που προκύπτει από τις δυσκολίες «συγκατοίκησης» των κατοίκων της πόλης σχετικά με τις πολιτισμικές και κοινωνικοοικονομικές διαφορές τους». Οπως καταλήγει ωστόσο: «Θεωρούμε ως εξαιρετικά επικίνδυνο, υποκειμενικά, κοινωνικά αλλά και πολιτικά, να επιδοκιμάζεται μια πρακτική αυτοδικίας, που στοίχισε μάλιστα τη ζωή ενός παιδιού. Διότι μεταξύ πολλών άλλων η άνευ ορίων επιθετικότητα, η βία και ο ρατσισμός δεν κάνουν άλλο από το να ενισχύουν το αίσθημα αδικίας, από το οποίο πρωτίστως πηγάζει η παραβατικότητα, την οποία νομίζουν ορισμένοι πως μάχονται. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι πρόκειται για μια ευάλωτη κοινωνική ομάδα, των Ρομά, η οποία υποφέρει ιστορικά, και σε διεθνές επίπεδο, από κοινωνικό αποκλεισμό, του οποίου οι παραβατικές πράξεις είναι μια οδυνηρή συνέπεια και σε καμία περίπτωση η αιτία».

Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ. Από την πλευρά της η ψυχίατρος Αλεξία Κλεισούρα επισημαίνει: «Ας μην προσπερνάμε το γεγονός ότι μπροστά σε αποτρόπαιες πράξεις, όπως είναι η παιδοφιλία και η παιδοκτονία, μερίδα της κοινωνίας φτάνει στο σημείο να ποντάρει σε «απόδοση δικαιοσύνης» μέσα στη φυλακή». Οπως τονίζει η ίδια: «Οσον αφορά περιπτώσεις κατά τις οποίες οι τοπικές κοινωνίες γνώριζαν τι συνέβαινε πίσω από τις κλειστές πόρτες ενός σπιτιού, η αυτοδικία πιθανώς ανακουφίζει και τις ενοχές εκείνου που ήξερε, αλλά δεν μίλησε ποτέ».