Στο εστιατόριο του Ντύσελντορφ, μια παρέα νέων ανθρώπων υψώνουν τα ποτήρια τους και κάνουν προπόσεις. Η ομάδα, έλληνες μηχανικοί που βρίσκονται ως οικονομικοί μετανάστες στη Γερμανία, υποδέχεται νεοφερμένους που έφτασαν πρόσφατα από την Ελλάδα. «Η κατάσταση δεν βελτιώνεται» λέει στους «New York Times» ο Κωνσταντίνος Κακογιάννης. «Οταν συνειδητοποιείς ότι η χώρα σου έχει γίνει νεκροταφείο ονείρων, χρειάζεται να βρεις όνειρα αλλού».

Παρότι η Ευρώπη φαίνεται επιτέλους να βγαίνει από την οικονομική κρίση, η Ελλάδα ακόμα αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις, σημειώνει η αμερικανική εφημερίδα, που έκανε μεγάλο αφιέρωμα στους έλληνες μετανάστες του Ντύσελντορφ. Σχεδόν μισό εκατομμύριο Ελληνες έχουν γίνει οικονομικοί μετανάστες από την αρχή της κρίσης, μία από τις μεγαλύτερες εξόδους από όλες τις χώρες της ευρωζώνης. Και φεύγουν ακόμα.

Μεταξύ αυτών, γιατροί, τεχνικοί, αρχιτέκτονες και άλλοι έμπειροι επαγγελματίες, καθώς και άτομα που αποφοίτησαν πρόσφατα. Ο Κακογιάννης κατάφερε να βρει δουλειά ως μηχανικός και η σύντροφός του τον ακολούθησε στο Ντύσελντορφ. «Οταν μια οικονομία έχει καταστραφεί, χρειάζονται πολλά χρόνια για να υπάρξει ανάκαμψη» λέει ο Βασίλης Καπόγλου, που ίδρυσε τον Σύλλογο Ελλήνων Μηχανικών Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας το 2013 όταν έφυγε από την Ελλάδα. «Μπορεί να ολοκληρώνεται το πρόγραμμα διάσωσης, αλλά τα προβλήματα που μας οδήγησαν εκτός της χώρας συνεχίζουν να υπάρχουν». Σήμερα, στη Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία, μια ανθούσα βιομηχανική περιοχή που συμπεριλαμβάνει το Ντύσελντορφ και την Κολωνία, περίπου 130.000 Ελληνες προσφέρουν τα προσόντα τους στη γερμανική τεχνολογία, τις τηλεπικοινωνίες και τις κατασκευαστικές εταιρείες, καθώς και σε τράπεζες, νοσοκομεία και φαρμακεία. Τόσο πολλοί Ελληνες έχουν φθάσει στο Ντύσελντορφ τα τελευταία χρόνια, ώστε είναι σαν να έχει φτιαχθεί μια μίνι Αθήνα. Κοντά στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό οι ελληνικές ταβέρνες και καφέ είναι γεμάτα με νεαρούς Ελληνες που πίνουν φραπέ και καπνίζουν. Μια μπουτίκ, ιδιοκτησίας Ελλήνων που είχαν φθάσει ως εργάτες τη δεκαετία του ’50, προσφέρει λευκά παιδικά ρούχα και κουφέτα για τις βαφτίσεις. Στο καφέ Βυζάντιο, μαζί με τον μπακλαβά μπορεί κάποιος να απολαύσει και μια παρτίδα τάβλι. Στο ελληνικό τουριστικό γραφείο πωλούνται συνέχεια εισιτήρια για τρένα, αεροπλάνα και λεωφορεία σε εκείνους που νοσταλγούν την πατρίδα.

«Οι Γερμανοί μάς καλωσόρισαν» λέει ο Καπόγλου, επικεφαλής του συλλόγου των μηχανικών με τα 900 μέλη –ενώ διαρκώς προστίθενται και άλλα. Μαζί με τη σύζυγό του Κατερίνα, περιβαλλοντική μηχανικό, είναι από τους λίγους που ίσως τολμήσουν να επιστρέψουν στην πόλη τους, τα Ιωάννινα. Δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη στην ελληνική κυβέρνηση, έχουν όμως ιδέες και μαζί με την εμπειρία τους ελπίζουν να φτιάξουν μια εταιρεία που θα προσελκύσει ρωσικά και κινεζικά κεφάλαια για κατασκευές.

Ο Μιχάλης Κακογιάννης αρνούνταν να φύγει από την Ελλάδα έως το 2016. Μέχρι τότε είχε τρεις ερευνητικές δουλειές, που δεν τον κάλυπταν όμως καλά καλά ούτε για το νοίκι. Παρά την αντίθετη γνώμη τής οικογένειάς του, έστειλε βιογραφικά εκτός Ελλάδας και σύντομα του προτάθηκαν δύο θέσεις στη Σίλικον Βάλεϊ. Ομως για να είναι πιο κοντά στην πατρίδα, επέλεξε τη δουλειά στο Ντύσελντορφ, όπου εργάζεται σε μια γερμανική τεχνολογική εταιρεία, σχεδιάζοντας κεραίες για κινητά και άλλες ασύρματες συσκευές. Η σύντροφός του Καλλιόπη Ράπτη είχε μια διαδικτυακή εταιρεία εκμάθησης ξένων γλωσσών στην Ελλάδα –περνούσε, λέει, τον μισό της χρόνο για να ξεπερνάει γραφειοκρατικά εμπόδια. Οταν έφθασε στη Γερμανία και ήθελε να μεταφέρει την έδρα τής εταιρείας της, η διαδικασία έγινε μέσω Ιντερνετ μέσα σε πέντε λεπτά. Σκοπεύει μέσα στον χρόνο να προσλάβει πέντε υπαλλήλους. «Στην Ελλάδα υπάρχει χάος» παρατηρεί. «Στη Γερμανία έχουν την αντίληψη «σε βοηθάμε να κάνεις λεφτά, ώστε να πληρώνεις φόρους»». Στην Ελλάδα ανέβαλλαν διαρκώς να αποκτήσουν παιδί. Τώρα το σχεδιάζουν, αν και όχι στη χώρα τους, όπως ήλπιζαν οι γονείς τους. «Στη Γερμανία έχουμε ελπίδα για το μέλλον» σχολιάζει η Ράπτη. «Και θα έχει και το παιδί μας».