Υπάρχουν οι πολιτικοί και κοινωνικοί συσχετισμοί για μια ευρύτατη πλειοψηφία στη Βουλή, όταν θα έρθει προς ψήφιση η συμφωνία για το ονοματολογικό, δήλωσε ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, υπογραμμίζοντας πως ακόμη δεν έχει υπάρξει καμία συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών.

Συγκεκριμένα όπως τόνισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, μιλώντας στην τηλεόραση του «Ε» «δεν υπάρχει συμφωνία αυτή τη στιγμή και, όταν θα υπάρξει, θα ενημερώσουμε τις πολιτικές δυνάμεις και τον ελληνικό λαό, για να ακολουθήσει μια ευρεία και διεξοδική συζήτηση».

Ο ίδιος προσέθεσε ότι η διαπραγμάτευση είναι στο επίπεδο των πρωθυπουργών και διευθετούνται τεχνικές λεπτομέρειες, ενώ θα υπάρξει συζήτηση μεταξύ τους ώστε να καταλήξουμε σε μία αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία.

Ο κ.Τζανακόπουλος δήλωσε επίσης, ότι ο κ. Μητσοτάκης θα έπρεπε να έχει τοποθετηθεί με καθαρότητα υπέρ μιας λύσης, με βάση τις προϋποθέσεις που έχει θέσει η χώρα και όχι «να προσπαθεί να ψαρέψει σε θολά νερά», τονίζοντας ότι επέλεξε να συμμαχήσει με το ακροδεξιό τμήμα της ΝΔ, στο οποίο, όπως είπε, είναι εγκλωβισμένος και αναφέρθηκε συγκεκριμένα για το τμήμα που πρόσκειται στον κ. Σαμαρά, τον κ. Γεωργιάδη και τον κ. Βορίδη. «Είναι ένα είδος τάσης μέσα στη ΝΔ και δυστυχώς ο κ. Μητσοτάκης είναι εγκλωβισμένος, είναι δέσμιος αυτής της ακροδεξιάς ομάδας» σημείωσε.

Επέκρινε τη ΝΔ για την συνεχή αλλαγή πολιτικής τοποθέτησης και είπε ότι «μία φορά τοποθετήθηκε υπέρ της εθνικής γραμμής, έτσι όπως διαμορφώθηκε το 2008, επί Κώστα Καραμανλή, ενώ στη συνέχεια προσπάθησε να ταυτιστεί με τα αιτήματα των συλλαλητηρίων που έλεγαν καμία χρήση του όρου Μακεδονία».

«Ο κ. Μητσοτάκης πήγε στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και είπε ότι προϋπόθεση είναι το erga omnes και η συνταγματική αναθεώρηση, δηλαδή, επί της ουσίας αναγνώρισε ότι η θέση της ελληνικής κυβέρνησης είναι η εθνική θέση, στη συνέχεια ήρθε στην Ελλάδα και άρχισε να κάνει κριτική στην ελληνική κυβέρνηση. Περιγράφω μία απόλυτη σύγχυση. Αμφιταλαντεύεται, πηγαίνει μία από δω και μια από ‘κεί» σημείωσε.

Αναφορικά με τις αιτιάσεις της ΝΔ ότι η κυβέρνηση παραχώρησε ό,τι αλυτρωτικό ζητήθηκε από την ΠΓΔΜ, επικαλούμενη δήλωση του Ζόραν Ζάεφ ότι η χώρα του έχει διασφαλίσει τη μακεδονική γλώσσα, είπε ότι η γλώσσα έχει αναγνωριστεί ήδη από το 1977, από τον ΟΗΕ, επί κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή. Το συγκεκριμένο θέμα έχει λήξει εδώ και 41 χρόνια είπε και πρόσθεσε ότι η ΝΔ θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτική όταν κάνει τέτοιου είδους κριτικές κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης. Επανέλαβε δε, σχετικά με τη δήλωση Ζάεφ ότι πριν υπάρξει συμφωνία, θα συζητηθούν όλες οι λεπτομέρειές της και «θα ενημερώσουμε τους πολιτικούς αρχηγούς και τον ελληνικό λαό και τότε θα μπορούμε να κάνουμε μία καθαρή και σαφή συζήτηση».

Ο κ.Τζανακόπουλος επανέλαβε ότι η κυβέρνηση θα επιδιώξει ευρύτατη πολιτική και κοινοβουλευτική συναίνεση και πρόσθεσε ότι, εάν η ΝΔ αποφασίσει να στηρίξει τη συμφωνία, θα δυσκολευτεί πάρα πολύ να βρει επιχείρημα να μην τη στηρίξει -θα είναι ζήτημα της ίδιας. Εξέφρασε δε την εκτίμηση ότι θα υπάρχουν οι πολιτικοί και κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί για μία ευρεία πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο.

Επανέλαβε ότι «μέχρι να συμφωνηθούν όλα δεν έχει συμφωνηθεί τίποτα» και τόνισε για μία ακόμα φορά, ότι οι κυρίαρχες προϋποθέσεις για την εξεύρεση λύσης είναι το erga omnes και η συνταγματική αναθεώρηση, ζητήματα τα οποία αν δεν γίνουν αποδεκτά, «δεν θα γίνει καμία συμφωνία». «Αυτό έχει γίνει σαφές και καθαρό από την πρώτη στιγμή» τόνισε.

Σε ό,τι αφορά την αντίδραση του Προέδρου της ΠΓΔΜ, Γκεόργκι Ιβάνοφ, είπε ότι πρέπει να δούμε την αντίδρασή του και από μία άλλη σκοπιά. «Υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι μιλάνε στη χώρα μας για μία συμφωνία, η οποία σχεδόν, θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι μειοδοτική και διάφορα τέτοια περίεργα. Αναρωτιέμαι λοιπόν, πώς είναι δυνατόν ο Πρόεδρος Ιβάνοφ να έχει μία τόσο έντονη αντίδραση, σε μία συμφωνία που στην Ελλάδα, κάποιοι την θεωρούν ως συμφωνία που βλάπτει τα εθνικά συμφέροντα. Αν το δείτε από μία άλλη σκοπιά, η αντίδραση του Προέδρου Ιβάνοφ σημαίνει ότι η κυβέρνηση έχει διαπραγματευθεί καλά, η ελληνική κυβέρνηση έχει προσπαθήσει να πάρει μία συμφωνία, η οποία εξυπηρετεί τελικά το ελληνικό συμφέρον».

Σχετικά με τις παμμακεδονικές οργανώσεις, εξέφρασε την άποψη ότι «είναι μορφώματα που λειτουργούν με ακραίο τρόπο» και εκτίμησε ότι δεν εκφράζουν την πλειοψηφία του ελληνικού λαού. «Ο τρόπος με τον οποίο τοποθετούνται οι παμμακεδονικές οργανώσεις με αφήνει πλήρως και ολοκληρωτικά αδιάφορο», είπε. Πρόσθεσε δε την εκτίμηση ότι οι συγκεκριμένες οργανώσεις δεν εκφράζουν την ομογένεια.

Όσον αφορά την Εκκλησία της ΠΓΔΜ, είπε ότι από την πρώτη στιγμή των διαπραγματεύσεων, ο πρωθυπουργός είχε λάβει επιστολή από τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο ο οποίος έθετε το ζήτημα της Εκκλησίας της Αχρίδος, και από την πλευρά της η ελληνική κυβέρνηση και το υπουργείο Εξωτερικών, κατάφερε, μέσω διπλωματικών ενεργειών, η Εκκλησία να ονομάζεται «Εκκλησία της Αχρίδος».

Ερωτηθείς για τη στάση του υπουργού Άμυνας, Πάνου Καμμένου, είπε ότι «δεν υπάρχει περίπτωση να θέσει θέμα δεδηλωμένης» και τόνισε ότι η κυβέρνηση είναι αρραγής και συμπαγής. Υπενθύμισε δε, ότι ο κ. Καμμένος είχε δηλώσει την εμπιστοσύνη του στον πρωθυπουργό και τον κ. Κοτζιά. Επανέλαβε τους δυο πυλώνες της πολιτικής συμφωνίας των δύο κομμάτων, δηλαδή την έξοδο από τα μνημόνια και τη θεσμική θωράκιση της χώρας σε θέματα διαφθοράς. Σημείωσε δε ότι η κυβέρνηση θα ολοκληρώσει την εντολή που έλαβε από τον ελληνικό λαό.

Για τον τρόπο που εκφράζεται ο υπουργός Άμυνας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είπε ότι έχει ασκηθεί άδικη κριτική στον κ. Καμμένο και χαρακτήρισε απόλυτα υποκριτές όσους κάνουν κριτική για το ταξίδι του υπουργού στο Μόντε Κάρλο.

Όσον αφορά τον Δημήτρη Καμμένο, είπε ότι κάθε φορά που ασκεί πολιτική κριτική, καλό είναι να το κάνει με κόσμιο τρόπο, «που να δείχνει ότι σέβεται και την πολιτική συνεργασία των δύο κομμάτων και την κυβέρνηση».

Οι φοροελαφρύνσεις είναι απολύτως εφικτές

Εξάλλου, σχετικά με τις φοροελαφρύνσεις στις οποίες αναφέρθηκε χθες ο πρωθυπουργός, είπε ότι ο στόχος είναι απολύτως εφικτός, καθώς υπάρχει διαρκής υπεραπόδοση. Είπε ότι αυτό προκύπτει από τα νούμερα, σημειώνοντας ότι και το 2018 θα έχουμε υπέρβαση του στόχου του 3,5% και «άρα θα έχουμε τη δυνατότητα για να επαναλάβουμε την κίνηση για απόδοση κοινωνικού μερίσματος». Αναφερόμενος στην κριτική του Γκ. Χαρδούβελη, συνέστησε χαμηλότερους τόνους, καθώς ήταν υπουργός σε μία κυβέρνηση «που δεν κατάφερε να πιάσει ούτε έναν από τους δημοσιονομικούς στόχους που είχε υπογράψει».

Για την αύξηση του κατώτατου μισθού, σημείωσε ότι δεν έχει σχέση με το πλεόνασμα και προσέθεσε ότι η βούληση της κυβέρνησης να τον αυξήσει, δεν έχει υποστεί κριτική από τους δανειστές και αντιθέτως «υπάρχει στο στρατηγικό σχέδιο για την ανάπτυξη που έχουμε καταθέσει».

Για την απειλητική επιστολή προς τον πρώην πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νίκο Σακελλαρίου, τόνισε ότι είναι καταδικαστέες τέτοιες ενέργειες και πρόσθεσε ότι η Ελληνική Αστυνομία θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να διαλευκάνει το θέμα.

Τέλος, ερωτηθείς σχετικά με τον χρόνο διενέργειας εκλογών, επανέλαβε ότι η κυβέρνηση θα εξαντλήσει την τετραετία και στο τέλος της τετραετίας «θα μπορούν όλοι οι πολίτες να συγκρίνουν την καταστροφική τετραετία 2010-2014 με τα αποτελέσματα της κυβέρνησης του 2015-2019. Η σύγκριση θα είναι δύσκολα διαχειρίσιμη από την πλευρά της ΝΔ» .