Μόλις το 43% των ερωτηθέντων που δραστηριοποιούνται στη χώρα, ανέφερε ότι έπεσε θύμα κάποιας μορφής απάτης, σύμφωνα με την έρευνα της PwC για το Οικονομικό Έγκλημα και την Απάτη 2018 (2018 Global Economic Crime and Fraud Survey), στην οποία συμμετέχει και η Ελλάδα.

Σε παρόμοιο ποσοστό κινήθηκαν και οι αναφορές, παγκοσμίως (49% από 36%, το 2016), αποτελώντας το ανώτατο επίπεδο που έχει καταγραφεί στην έρευνα που πραγματοποιεί η PwC για το οικονομικό έγκλημα κάθε δύο χρόνια.

Ο Μιχάλης Πικής, Director στο συμβουλευτικό τμήμα της PwC Ελλάδας και επικεφαλής υπηρεσιών Forensics, αναφέρει: «Παρά την αύξηση στο ποσοστό αναφοράς της απάτης, παγκοσμίως, τα επίπεδα παραμένουν χαμηλά. Σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, αποτελεί σημείο προβληματισμού το κατά πόσο το υπόλοιπο 57% των ερωτηθέντων δεν υπέστη κάποια μορφή απάτης ή το γεγονός ότι η απάτη είναι δυναμική και εξελίσσεται την καθιστά δύσκολο να εντοπιστεί και να καταγραφεί. Επίσης, χρειάζεται να εξεταστεί και η πιθανότητα της μη επαρκούς εγρήγορσης».

Στην έρευνα που πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 2017, συμμετείχαν περισσότεροι από 7.200 συμμετέχοντες από 123 χώρες, με 61 εξ αυτών από την Ελλάδα. Τα αποτελέσματα για την Ελλάδα παρουσιάστηκαν πρόσφατα στο ετήσιο συνέδριο του Ελληνικού Ινστιτούτου κατά της Απάτης (ACFE Greek Chapter).

Οι μορφές απάτης και οι υπαίτιοι

Σε ό,τι αφορά στις μορφές απάτης στην Ελλάδα, η υπεξαίρεση περιουσιακών στοιχείων (50%), η απάτη που διαπράττεται από πελάτες (50%) και το κυβερνοέγκλημα (35%), αποτελούν τις κυριότερες μορφές με τις οποίες ήρθαν αντιμέτωπες οι εγχώριες επιχειρήσεις, με το 45% να έχει διαπραχθεί από εσωτερικούς δράστες. Ωστόσο, ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι το 85% των περιπτώσεων ανιχνεύθηκε ως αποτέλεσμα- είτε εταιρικών ελέγχων, (όπως εσωτερικός έλεγχος, data analytics, σχέδια ανίχνευσης και αντιμετώπισης οικονομικού εγκλήματος) είτε της εταιρικής κουλτούρας (tip-off και whistleblowing).

Οικονομικό κόστος

Ιδιαίτερα υψηλό είναι το οικονομικό κόστος της απάτης, δεδομένου ότι δεν περιορίζεται μόνο στη άμεση ζημία που προέρχεται από το εκάστοτε συμβάν – στο 46% των περιπτώσεων το ύψος της ζημίας ήταν μεταξύ 100.000 και 5 εκατομμυρίων δολαρίων – αλλά επεκτείνεται και σε δευτερεύοντα έξοδα που προκύπτουν από το κόστος της διερεύνησης, με το 34% να επισημαίνει ότι αυτό ήταν ίδιο ή μεγαλύτερο από τη ζημία που προκλήθηκε από το έγκλημα ή την απάτη.

«Στην Ελλάδα, δεν φαίνεται να γίνεται επαρκώς αντιληπτός ο αντίκτυπος που επιφέρει ένα περιστατικό οικονομικού εγκλήματος στη φήμη της επιχείρησης, στο ηθικό των υπαλλήλων, αλλά και στις επιχειρηματικές της σχέσεις» σημειώνει ο Κώστας Περρής, Partner στο συμβουλευτικό τμήμα της PwC Ελλάδας και επικεφαλής των Υπηρεσιών Διασφάλισης Κινδύνων.

Στο σημείο αυτό παρουσιάζεται σημαντική απόκλιση (περισσότερο από 20%) των ευρημάτων της Ελλάδας σε σχέση με τον παγκόσμιο χάρτη.

Η τεχνολογία και ο ανθρώπινος παράγοντας

Όπως τονίζεται την έρευνα, σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, είναι ενθαρρυντικό ότι το 31% των ερωτηθέντων δήλωσε πρόθεση να αυξήσει τους πόρους που δαπανά για την καταπολέμηση των περιπτώσεων απάτης μέσα στα επόμενα δύο χρόνια.

«Οι δαπάνες αυτές θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα μίας νέας αντίληψης και αντιμετώπισης, με έμφαση στην πρόληψη της απάτης, παρά της συμμόρφωσης σε ένα αυστηρότερο κανονιστικό πλαίσιο» συμπληρώνει ο Μιχάλης Πικής.

Ως προς αυτό, η τεχνολογία αναμένεται να αποτελέσει το επίκεντρο, καθώς το 27% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι, στα επόμενα δύο χρόνια, το κυβερνοέγκλημα θα είναι η πιο επιβλαβής μορφή απάτης (έναντι της 5ης θέσης, κοιτώντας πίσω στην τελευταία διετία).

Σύμφωνα με την έρευνα, «οι διάφορες μέθοδοι των κυβερνοεπιθέσεων, τα τελευταία δύο χρόνια, με κυριότερες το phishing (44%) και το malware (41%), χρησιμοποιήθηκαν ως μέσο για την πραγματοποίηση άλλων μορφών απάτης, όπως η υπεξαίρεση περιουσιακών στοιχείων ή η διατάραξη των εργασιών της επιχείρησης. Η τεχνολογία, ωστόσο, μπορεί να παίξει καθοριστικό παράγοντα στην προστασία των επιχειρήσεων, καθώς, σήμερα, υπάρχει μία πληθώρα καινοτόμων τεχνολογιών, όπως predictive analytics και η τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ), τις οποίες μπορούν να χρησιμοποιήσουν, για να αμυνθούν απέναντι στις διάφορες μορφές απάτης».

«Γενικότερα, το οικονομικό έγκλημα είναι προϊόν ενός συνδυασμού προϋποθέσεων και συνθηκών και οι επιχειρήσεις οφείλουν να εστιάσουν στον αστάθμητο ανθρώπινο παράγοντα, τον οποίο θα πρέπει να διαχειριστούν. Με βάση το τρίγωνο της απάτης, οι ακόλουθοι τρεις παράγοντες παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εμφάνιση απάτης, ειδικότερα στις περιπτώσεις που ο δράστης είναι υπάλληλος της εταιρείας: Το κίνητρο που συχνά συνοδεύεται από πιέσεις για καλύτερες επιδόσεις, ακολουθείται από την ύπαρξη ευκαιρίας και καταλήγει με μία διαδικασία εσωτερικής εκλογίκευσης» υπογραμμίζεται στην έρευνα.

Στην Ελλάδα, το 67% δήλωσε ότι η ύπαρξη ευκαιρίας αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα για τη διάπραξη εσωτερικής απάτης. Αυτός είναι και ο λόγος που το 60% κατανάλωσε σημαντικούς πόρους στη βελτίωση των εσωτερικών διαδικασιών για την εξάλειψη της.

Ιδιαίτερη βαρύτητα, όμως, θα πρέπει να δοθεί και στην καταπολέμηση των κινήτρων και της εκλογίκευσης. Με ένα ποσοστό 46% να εστιάζει στην υιοθέτηση πολιτικών για την προάσπιση της λήψης αποφάσεων με βάση την ηθική, οι εταιρείες θα πρέπει να προωθούν τη διαφάνεια, για να καταπολεμήσουν την ύπαρξη κινήτρων. Τέλος, η μικρότερη επένδυση (33%) παρατηρείται στην ανάπτυξη της εταιρικής κουλτούρας, η οποία διαμορφώνει το πλαίσιο της μη αποδεκτής συμπεριφοράς, ώστε να αποτρέπεται η διαδικασία της εκλογίκευσης.

Η έρευνα της PwC καταλήγει με τέσσερα βήματα για την καταπολέμηση της απάτης και του οικονομικού εγκλήματος: Έγκαιρη αναγνώριση της απάτης, υιοθέτηση δυναμικής προσέγγισης, αξιοποίηση της τεχνολογίας ως μέτρο προστασίας και επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό.