Επιτρέψτε μου να προσεγγίσω τον ξυλοδαρμό του Γιάννη Μπουτάρη υιοθετώντας στο ακέραιο τους ισχυρισμούς των αυτουργών του. Απορρίπτοντας τις ενδείξεις –ή και τις αποδείξεις –που διαθέτουμε ότι επρόκειτο για οργανωμένους τραμπούκους, για εγκληματικά ούτως ή άλλως στοιχεία.

Επιτρέψτε μου να δεχθώ –πλήρης καλοπροαίρετης αφέλειας –πως ήταν κάτι αγαθοί άνθρωποι που τους ανέβηκε απλώς το αίμα στο κεφάλι. Που πίστεψαν ειλικρινά ότι ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης είχε οργανώσει στην επέτειο της Γενοκτονίας παρέλαση gay pride με σκοπό να τους χλευάσει. Που για να προσελκύσει τουρίστες από την Τουρκία δεν δίστασε να δώσει συγχωροχάρι στον Κεμάλ Ατατούρκ, τον σφαγέα του Ποντιακού Ελληνισμού. Το να παραβρεθεί συνεπώς ο Μπουτάρης στη γιορτή τους μονάχα ως εμπαιγμός θα μπορούσε να εκληφθεί. Οι ίδιοι δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να του χυμήξουν στη μνήμη των προγόνων τους…

Κατάγομαι κι από τη μάνα κι από τον πατέρα μου από τη Μικρά Ασία. Θυμάμαι τον μουδανιώτη παππού μου, τη σμυρνιά γιαγιά μου να αναπολούν τα ξένοιαστα παιδικά τους χρόνια στην Ιωνική Γη. Να περιγράφουν έναν τόπο ευλογημένο ο οποίος λουλούδιαζε και κάρπιζε στο άγγιγμα του ανθρώπου, που τα ψάρια σχεδόν πηδούσαν έξω από τη θάλασσα κι εσύ τα έπιανες με τα χέρια, που τα κλαδιά λύγιζαν από το βάρος των ζουμερών φρούτων. Που πληθυσμοί κάθε γένους και θρησκείας συμβίωναν αρμονικά. Ο Ρωμιός, ο Τούρκος, ο Αρμένης, ο Εβραίος, ο Λεβαντίνος… Μια Εδέμ πλασμένη για την εργασία, για την προκοπή και την απόλαυση.

Ο παππούς Βασίλης, η γιαγιά Λώρα έκλειναν τις διηγήσεις τους, έβαζαν τελεία και παύλα και επέστρεφαν στο σήμερα. «Πάνε αυτά… Τελείωσαν» το πολύ να έλεγαν, με τη γαλήνη εκείνου που έχει θρηνήσει και πενθήσει όπως και όσο και όταν έπρεπε.

Ετσι έκανε, έτσι πορεύθηκε η μεγάλη πλειονότητα των Μικρασιατών και των Ποντίων. Αφότου λάθη ολέθρια και εγκλήματα αλλότρια τούς στέρησαν τον τόπο τους, τους έριξαν ανέστιους και πένητες στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου, λειτούργησαν σαν φοίνικες που αναγεννιούνται από τη στάχτη τους. Σαν πολυμήχανοι Οδυσσείς που στύβουν την πέτρα. Που κάνουν και το κάρβουνο χρυσάφι. Αναρίθμητα τα παραδείγματα «τουρκόσπορων» και «αούτηδων» οι οποίοι όχι μονάχα πρόκοψαν, μα και ηγήθηκαν στις νέες τους πατρίδες. Η άλλη όψη της Καταστροφής είναι πως η «Παλιά Ελλάδα» μπολιάστηκε με το ανοιχτό πνεύμα, με τη δημιουργικότητα των προσφύγων. «Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο…» λέει το δημοτικό τραγούδι. Οι πρώτοι καινούργιοι ανθοί μπουμπούκιαζαν μέσα σε ελάχιστους μήνες από τον ξεριζωμό, στους καταυλισμούς και στις παραγκουπολείς, που όλες είχαν στην ονομασία τους τη λέξη «νέο». Νέα Σμύρνη, Νέα Πέραμος, Νέα Μενεμένη…

Υπήρξε ωστόσο και μια μερίδα προσφύγων η οποία δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να εγκλιματισθεί στις νέες συνθήκες. Που καθηλώθηκε στο τραύμα. Που ξόδεψε χρόνια και δεκαετίες, ζωές ολόκληρες, νοσταλγώντας. Μηρυκάζοντας τα περασμένα μεγαλεία. Πιτσιρικάς θυμάμαι κάτι θειες μου, γριές, να βγάζουν από τα συρτάρια και να μού δείχνουν γεμάτες καμάρι τους τίτλους ιδιοκτησίας των κτημάτων τους στη Μικρασία, συμβόλαια στα τούρκικα με αραβική γραφή. Πίστευαν –λαχταρούσαν να πιστεύουν –ότι κάποτε θα επέστρεφαν. «Χαρτιά είναι, δίχως κανένα απολύτως αντίκρισμα…» μού ξεκαθάριζε, όταν φεύγαμε, ο παππούς μου.

Αυτό το πνεύμα τού «πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας θα ‘ναι…» μεταφέρθηκε από γενιά σε γενιά, κακοφορμίζοντας. Αυτή η αυθαίρετη πεποίθηση ότι «αν δεν μάς είχαν διώξει οι Τούρκοι, ακόμα σήμερα» –έναν αιώνα μετά –«θα παραμέναμε άρχοντες στην Τραπεζούντα και στο Αϊβαλί…». Μυριάδες παιδιά διαπλάστηκαν έτσι. Το βλέμμα τους καρφώθηκε σε ένα ολοένα και μακρινότερο παρελθόν. Διδάχθηκαν την άρνηση της πραγματικότητας, την εσωστρέφεια, την εμμονική προσήλωση σε χαμένους παραδείσους. Το πένθος ως γιορτή και τη γιορτή ως πένθος.

Αμα ξυπνούσαν οι παππούληδες κι αντίκριζαν τα δισέγγονά τους να κραδαίνουν σαν δόρατα βυζαντινές σημαίες, να κορδώνονται μέσα σε ποντιακές στολές, να καταριούνται και να επιτίθενται σε όποιον τολμάει να τους υπενθυμίσει πόσο νερό έχει κυλήσει στο αυλάκι, αναμφίβολα θα έφριτταν. «Αφήστε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους!» θα τους έλεγαν. «Τιμήστε τη μνήμη μας, μα κόψτε επιτέλους τον ομφάλιο λώρο σας! Πάψτε κυρίως να είστε τα κορόιδα του κάθε μπαγαπόντη, του κάθε τυμβωρύχου, που σάς πουλάει εθνικό και θρησκευτικό φρόνημα και υποκλέπτει τις ψήφους σας! Εάν θέλετε να μας κάνετε υπερήφανους, μη μουμιοποιείτε το παρελθόν. Κερδίστε το μέλλον».