Ο 63χρονος Ταν Κετσιάν εξακολουθεί να κρατά κάποια παλιά έγγραφα, ακόμη και αν έχουν λήξει. «Αποτελούν ένα σύμβολο της ιστορίας» λέει. Μετά τη γέννηση της κόρης του, το 1982, ο Ταν συμπλήρωσε μία αίτηση οτι δεν επιθυμεί να αποκτήσει δεύτερο παιδί και ότι θα τηρήσει την πολιτική του ενός παιδιού και το έστειλε στις αρχές της κομητείας Πινγκλού στη βόρεια επαρχία Σαανσί της Κίνας.

«Αναλογιζόμενος τις δυσκολίες της χώρας υπόσχομαι να έχω μόνο ένα παιδί», έγραψε στην αίτηση.

Η Κίνα ήρε την πολιτική του ενός παιδιού το 2016 επιτρέποντας έτσι σε κάθε οικογένεια να αποκτήσει δύο παιδιά. Ουσιαστικά η αλλαγή αυτή επήλθε γύρω στο 1980 σε μία προσπάθεια των αρχών να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη πίεση του κόσμου που επιθυμούσε να αποκτήσει και δεύτερο παιδί.

Το έτος 2018 σηματοδοτεί την 40ή επέτειο της μεταρρύθμισης και της πολιτικής του ανοίγματος της Κίνας. Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, πολλά χειρόγραφα, έγγραφα, ντοκουμέντα και πιστοποιητικά έχουν ξεθωριάσει και έχουν μετατραπεί σε συλλεκτικά κομμάτια. Με το πιστοποιητικό του ενός παιδιού η οικογένεια του Ταν μπορεί να λαμβάνει επίδομα πέντε γιουάν μηνιαίως, ποσό που ισοδυναμεί με το ένα έκτο του τότε μηνιαίου μισθού του. Όπως λέει, εάν τότε είχαν τη δυνατότητα να αποκτήσουν περισσότερα παιδιά το πενιχρό τους εισόδημα δεν θα τους αρκούσε. Προσθέτει μάλιστα ότι ο πατριός του συχνά αναγκαζόταν να δανείζεται σιτηρά για να τα βγάλει πέρα.

Μέχρι το 2017, το ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα ανά κάτοικο στις πόλεις της Κίνας έφθανε τα 36.396 γιουάν (5.712 δολάρια ΗΠΑ), σε σύγκριση με μόλις 477 γιουάν το 1980. Τα ατομικά κουπόνια τροφίμων συγκαταλέγονται επίσης στα παρωχημένα αποκόμματα που δείχνουν πόσο έχει αλλάξει τα τελευταία 40 χρόνια η χώρα. Τα κουπόνια διέθετε τότε η κυβέρνηση για να καλύψει τις βασικές διατροφικές απαιτήσεις και τις ελλείψεις στα τρόφιμα. Ο 66χρονος Γουάνγκ Τσιαντσιάνγκ διατηρεί μία σειρά από κουπόνια για τρόφιμα τα οποία του θυμίζουν τις ημέρες της πείνας. Τα κουπόνια δίνονταν με βάση την ηλικία και την εργασία του καθενός. Κάποιος έπρεπε να διαθέσει χρήματα αλλά και κουπόνια για να αγοράσει ένα γεύμα.

Ο Γουάνγκ γεννήθηκε σε μια εργατική οικογένεια στο Σανσί. Η συνεχής έλλειψη τροφίμων στην παιδική του ηλικία του τον σημάδεψε, και μόνιμες στομαχικές διαταραχές τον ταλαιπωρούν ακόμη. Τα κουπόνια ήταν απαραίτητα και για πολλά οικιακά αντικείμενα. Ο Γουάνγκ αγόρασε την πρώτη τηλεόραση για την οικογένειά του το 1986, όταν τελικά συμπλήρωσε τα χρειαζούμενα κουπόνια- ποσό που ισοδυναμούσε τότε με έναν ολόκληρο ετήσιο μισθό.

Μετά τη μεταρρύθμιση και την πολιτική του ανοίγματος η οικονομία της αγοράς αντικατέστησε προοδευτικά την κλειστή οικονομία, καταργώντας το 1993 τα κουπόνια έπειτα από 38 χρόνια χρήσης. Σήμερα τα κουπόνια θεωρούνται πολύτιμα από τους συλλέκτες. Ένα σύνολο κουπονιών για τρόφιμα των δεκαετιών του 1950 και του 1960 αξίζει πάνω από 10.000 γιουάν, σύμφωνα με τον Ζενγκ Μπο της Ένωσης Συλλεκτών της Κίνας.

Οι αγρότες ήταν από τους πρώτους που επωφελήθηκαν από τις μεταρρυθμίσεις της Κίνας. Οι αγροτικές εκτάσεις παραχωρήθηκαν στα νοικοκυριά στα τέλη του 1970 και έκτοτε, οι αγρότες στηρίζονται στις περιουσίες και στον κόπο τους. Το 2006 η κυβέρνηση κατήργησε τους φόρους που πλήρωναν οι αγρότες, ακυρώνοντας τα πιστοποιητικά των φορολογικών μητρώων και τερματίζοντας την 2.000 χρόνων πολιτική της επιστροφής ποσότητας σιτηρών στο κράτος. Αντ ‘αυτού, σήμερα οι αγρότες λαμβάνουν ένα επίδομα. Ο Γουάνγκ Ερλούο από την κομητεία Κελάν του Σανσί λέει ότι τη δεκαετία του 1980 έπρεπε να πληρώνει 63 γιουάν σε αγροτικούς φόρους και άλλα τέλη ετησίως, δίνοντας περίπου το ένα τέταρτο του οικογενειακού του εισοδήματος. Σήμερα η οικογένεια επιδοτείται ετησίως με ποσό που κυμαίνεται μεταξύ 900 και 2.000 γιουάν, καθώς η κυβέρνηση ενθαρρύνει την καλλιέργεια προϊόντων υψηλής απόδοσης. Ο Γουάνγκ, φτωχός αγρότης και βετεράνος πολέμου έχει πιστοποιητικό για να μπορεί να λαμβάνει το ελάχιστο επίδομα διαβίωσης, ένα πιστοποιητικό ιατρικής ασφάλισης που δίνεται στους κατοίκους της υπαίθρου, καθώς και ένα πιστοποιητικό παλαίμαχου το οποίο του επιτρέπει να παίρνει σύνταξη.

«Η ζωή έχει αλλάξει πολύ, ειδικά τα τελευταία 10 χρόνια», λέει με αισιοδοξία ο Γουάνγκ.