Αιφνίδια η αλλαγή σκηνικού μετά την πρόταση Ζάεφ για Δημοκρατία της Μακεδονίας του Ιλιντεν. Η πρώτη αντίδραση αρκετών ήταν ότι παύει το μύθευμα περί συγγένειας των κατοίκων της ΠΓΔΜ με τους αρχαίους Μακεδόνες και, συνεπώς, δεν δημιουργείται πρόβλημα υφαρπαγής της ελληνικής Ιστορίας.

Παράλληλα, η πρόταση φάνηκε να λύνει ένα μεγάλο μέρος του εσωτερικού προβλήματος με την εθνικιστική αντιπολίτευση του VMRO, το οποίο θα ήταν, όπως υποτέθηκε, πιο ελαστικό για την αποδοχή της συγκεκριμένης πρότασης.

Η αναδίφηση όμως στις σελίδες της Ιστορίας θύμισε στην ελληνική πλευρά ότι το Ιλιντεν του 1903 υπήρξε σημείο καμπής για τον «μακεδονισμό» με προφανείς βλέψεις σε εδάφη της Ελληνικής Μακεδονίας. Τροφοδοτούσε βαλκανικές μεγαλοϊδεατικές τάσεις εξυπηρετώντας σαφώς επεκτατικές και άλλες βλέψεις γειτόνων μας.

Ενα άλλο σημείο που έχει κατά νου ο κ. Ζάεφ είναι η θετική αντιμετώπιση της στάσης της χώρας του από τον διεθνή παράγοντα. Ο τελευταίος, έπειτα από δεκαετίες αμηχανίας και αμφίρροπης στάσης, έχει αντιληφθεί την πολιτική ακαμψία των ιθυνόντων της ΠΓΔΜ και της έχει ξεκάθαρα επισημάνει ότι και εκείνη πρέπει να επιδείξει σημεία ευκαμψίας. Με τη νέα αυτή πρόταση ο κ. Ζάεφ ελπίζει να εμφανίσει τη χώρα του ως δεκτική των ξένων παραινέσεων προτείνοντας –πρώτη φορά από καταβολής διαπραγματεύσεων για το όνομα –ελαστικότητα με την αποδοχή της ελληνικής επιθυμίας τόσο για erga omnes όσο και για σύνθετη ονομασία. Και να εμφανιστεί ως άμοιρος ευθυνών στην περίπτωση απόρριψης της πρότασής του από την Αθήνα.

Η αποδοχή της πρότασης αυτής θα ήταν μείζον λάθος της ελληνικής πλευράς. Και είναι ευτύχημα ότι, από τις πρώτες στιγμές, οι αντιδράσεις των πολιτικών κομμάτων και μεμονωμένων πολιτικών υπήρξαν από επιφυλακτικές έως αρνητικές. Ευτύχημα ήταν, ακόμη, ότι δεν υψώθηκαν υστερικές ψηφοθηρικές φωνές που το μόνο που κατορθώνουν σε τέτοιες περιπτώσεις είναι να μετατρέπουν, έναντι τρίτων, το δίκιο σε γραφικότητα.

Με την εξέλιξη που πήραν τα πράγματα απομένει στις δύο πλευρές να επαναφέρουν στο τραπέζι όποιες προτάσεις Νίμιτς έχουν απομείνει. Και να προχωρήσουν προς μια αμοιβαία αποδεκτή λύση. Για δικούς τους λόγους η καθεμία και για να παγιώσουν τη σταθερότητα στη Βαλκανική. Μια περιοχή που ουκ ολίγοι ορέγονται ή βλέπουν ως πρόσφορο πεδίο ανάπτυξης επιρροών. Αρχής γενομένης από τη γειτονική Τουρκία –που αδημονεί να εδραιώσει καθοριστικά την παρουσία της και εκεί –και από την Αυστρία που ενοχλείται από τις απόπειρες της Αγκυρας για ενεργό παρουσία σε μια περιοχή που η Βιέννη θεωρεί δικό της πεδίο δράσης.

Και για να είναι σαφής η θέση της Αθήνας έναντι τρίτων που θα δηλώνουν πάλι ότι δεν αντιλαμβάνονται «τι θέλει πια η Ελλάδα», να ξεκαθαρίσει τα πράγματα με μια ψύχραιμη, λιτή και χωρίς άσκοπους συναισθηματισμούς επίσημη εξήγηση των επιφυλάξεών της.

O Γιώργος Κακλίκης είναι πρέσβης επί τιμή