Οταν εισήλθε για πρώτη φορά ως πρόεδρος ο Εμανουέλ Μακρόν στο Ελιζέ, πριν από ακριβώς έναν χρόνο παρά δύο ημέρες, ο πήχης των προσδοκιών είχε τοποθετηθεί ψηλά, πολύ ψηλά: ήταν ένας 39χρονος με ελάχιστη πολιτική εμπειρία, ουδέποτε εκλεγμένος στο παρελθόν, που είχε καταφέρει μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να φέρει τα πάνω κάτω στην πολιτική σκηνή της Γαλλίας, να συντρίψει στην κάλπη το ακροδεξιό τέρας, να συνασπίσει, έστω και από την ανάγκη της συσπείρωσης απέναντι στην εχθρό Μαρίν Λεπέν, την πλειοψηφία των Γάλλων υπό το λάβαρο μιας ενωμένης, μελλοντικά καλύτερης Ευρώπης, κόντρα στον περιρρέοντα ευρωσκεπτικισμό. Ο Μακρόν μπήκε στο γαλλικό προεδρικό μέγαρο με την ουτοπική αίγλη ενός σωτήρα. Δεν θα μπορούσε λοιπόν παρά να απογοητεύσει αυτούς που περίμεναν τα πάντα, αμέσως.

Η δημοτικότητά του έχει πέσει –αν και όχι τόσο όσο των δύο προκατόχων του μέσα στο ίδιο διάστημα. Στην πραγματικότητα, οι δημοσκοπήσεις που δημοσιεύονται αφειδώς αυτές τις ημέρες θυμίζουν (ενδεχομένως και στον Μακρόν) εκείνη τη γαλλική παροιμία: «Οταν με κοιτάζω, θλίβομαι. Οταν με συγκρίνω, παρηγοριέμαι». Το ερώτημα είναι όμως το εξής: πέρα από συναισθηματισμούς, πέρα και από τις προβολές που μπορεί να κάνει ο καθένας, είναι θετικός ή αρνητικός ο απολογισμός της πρώτης χρονιάς του στη γαλλική προεδρία;

Το πρόβλημα είναι πως το ερώτημα αυτό καθαυτό είναι άδικο. Το αποτέλεσμα των μέτρων που έχει ήδη λάβει, της πορείας που έχει χαράξει, της προσπάθειας που έχει αναλάβει ο γάλλος πρόεδρος, δεν είναι ακόμα ορατό στη ζωή ούτε των Γάλλων ούτε των Ευρωπαίων. Και σε κάθε «ναι», υπάρχει και ένα «αλλά». «Ναι», επτά στους 10 Γάλλους κρίνουν ότι ο υποψήφιος του «και Αριστερά και Δεξιά» εφαρμόζει μια δεξιά πολιτική, τόσο στον τομέα της οικονομίας όσο και στον τομέα της ασφάλειας και της μετανάστευσης. «Αλλά» ο ίδιος ο Μακρόν είχε ξεκαθαρίσει πως θα δώσει προτεραιότητα στην ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, την ενίσχυση των επιχειρήσεων, την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, ώστε να μπορεί να μιλάει ως ίσος προς ίσο με την Ανγκελα Μέρκελ –και τα μέτρα κοινωνικής προστασίας, η αναδιανομή του πλούτου, θα ακολουθήσουν.

«Ναι», το όραμά του για την αναγέννηση της Ευρώπης, την ενίσχυση της ευρωζώνης, την υλοποίηση μιας «Ευρώπης που προστατεύει», παραμένει περιορισμένο σε τέσσερις ωραίες ομιλίες, στην Πνύκα, τη Σορβόννη, το Ευρωκοινοβούλιο και πολύ πρόσφατα το Ααχεν της Γερμανίας όπου παρέλαβε, πρόωρα για πολλούς, το Βραβείο Καρλομάγνου. «Αλλά» ένα χελιδόνι, όσο παθιασμένο και είναι, δεν φέρνει την ευρωπαϊκή άνοιξη, οι αντιστάσεις των Γερμανών και των κρατών της Βόρειας Ευρώπης είναι ισχυρές, χρειάζεται χρόνος, χρειάζεται συλλογική προσπάθεια.

«Ναι», ο Εμανουέλ Μακρόν δεν κατάφερε, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του να καλλιεργήσει ένα είδους bromance με έναν άνθρωπο τόσο διαφορετικό από εκείνον, να μεταπείσει τον Ντόναλντ Τραμπ ούτε στο θέμα της πυρηνικής συμφωνίας του Ιράν ούτε στο θέμα της συμφωνίας του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή. Εδωσε όμως μια φωνή στην Ευρώπη. Κατάφερε να επαναφέρει τη Γαλλία στην πρώτη γραμμή των εθνών που βαρύνουν στη διπλωματική σκηνή. Και πόσοι αλήθεια πιστεύουν πως ένας ηγέτης τόσο εμμονικός και τόσο νάρκισσος όσο ο Τραμπ μπορούσε να μεταπειστεί;

«Ναι», για μια ακόμα φορά, ο Εμανουέλ Μακρόν, στην προσπάθειά του να ενδυθεί τον μανδύα του ηγέτη, δίνει κάπου κάπου την εντύπωση του αυταρχισμού, της συγκατάβασης, ακόμα και της μεγαλομανίας. Και αυτό εργαλειοποιείται στον μέγιστο δυνατό βαθμό από τους αντιπάλους του, με πρωτοστάτες τη ριζοσπαστική Αριστερά του Ζαν-Λικ Μελανσόν και την Ακρα Δεξιά της Μαρίν Λεπέν. Το «αλλά» βρίσκεται αυτή τη φορά ακριβώς στο ποιόν των χειρότερων εχθρών του. Για να το πούμε απλά: όποιος ονειρεύεται ακόμα μια ισχυρή, δίκαιη, ενωμένη Ευρώπη, δεν μπορεί παρά να ελπίζει ότι ο δρόμος που έχει πάρει ο Εμανουέλ Μακρόν είναι ο σωστός –και ότι θα έχει την ευφυΐα να τον διορθώσει λίγο, εγκαίρως, στρίβοντας ελαφρώς προς τα αριστερά.