Σε γραφεία εταιρειών και διοικητικά συμβούλια σε όλη την Ευρώπη στελέχη προσπαθούν να εκτιμήσουν τις επιπτώσεις της απόφασης του Ντόναλντ Τραμπ να αποσύρει τις ΗΠΑ από την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν και αυτό διότι η συγκεκριμένη κίνηση απειλεί να πνίξει την επενδυτική άνθηση στην Τεχεράνη όταν ξεκίνησε η εφαρμογή της συμφωνίας, πριν από δύο χρόνια.

Από τη στιγμή που χαλάρωσαν οι εξοντωτικές κυρώσεις το 2016, το εμπόριο με την Ευρώπη ξεπέρασε τα 10 δισ. δολάρια. Η Renault ξεκίνησε κοινή επιχείρηση για την κατασκευή 150.000 οχημάτων τον χρόνο στο Ιράν, ενώ η αντίπαλη αυτοκινητοβιομηχανία Peugeot επένδυσε 400 εκατ. ευρώ για τον εκσυγχρονισμό εργοστασίου όπου θα κατασκευάζονται αυτοκινητά της. Η Airbus κέρδισε συμβόλαιο για την κατασκευή 100 αεροσκαφών έναντι 19 δισ. δολαρίων. Η Siemens έκλεισε συμβόλαιο για την πώληση ανεμογεννητριών. Τώρα, όλες αυτές οι συμφωνίες βρίσκονται στον αέρα.

«Είναι ζήτημα πόσο έχει προχωρήσει η υλοποίηση όλων αυτών των συμβολαίων», σχολιάζει στο Bloomberg ο Ραλφ Τόμας, στέλεχος της Siemens. «Εμείς θα προσπαθήσουμε να τηρήσουμε απόλυτα τις υποχρεώσεις μας και να ολοκληρώσουμε τις παραγγελίες, τηρώντας ταυτόχρονα και την νομιμότητα».

Παρότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεσμεύονται να τηρήσουν την ιστορική συμφωνία, η πραγματικότητα αποδεικνύεται πιο περίπλοκη εν μέσω των σχεδίων του Τραμπ να επαναφέρει τις αυστηρότατες οικονομικές κυρώσεις. Για παράδειγμα, μια από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές, η MTN, ανακοίνωσε πως μετά τις νέες εξελίξεις η προσπάθειά της να μεταφέρει 200 εκατ. ευρώ από το παράρτημά της στο Ιράν είναι πλέον πολύ δύσκολη επιχείρηση.

Οι αναλυτές θεωρούν πως η απόφαση του Τραμπ προκαλεί «τεράστια αβεβαιότητα», καθώς δεν είναι σαφές εάν θα πρέπει να τηρηθούν συμβόλαια που υπογράφηκαν πριν από δύο χρόνια, σύμφωνα με τον γερμανικό όμιλο DIHK. Οι εμπορικές σχέσεις της Γερμανίας με το Ιράν αυξήθηκαν κατά 42%, φθάνοντας τα 3,4 δισ. ευρώ μετά την υπογραφή της συμφωνίας το 2015.