Κάθε κόμμα της αντιπολίτευσης που σέβεται τον εαυτό του συχνά-πυκνά απευθύνει αίτημα για εκλογές. Η Φώφη Γεννηματά, ωστόσο, είχε αποφασίσει από την αρχή πως αν η ίδια απηύθυνε ένα τέτοιο αίτημα, θα έπρεπε να είναι τεκμηριωμένο και τοποθετημένο σωστά ως προς τον χρόνο και το περιεχόμενο. Τα επιχειρήματα η επικεφαλής του Κινήματος Αλλαγής τα βρήκε εύκολα στις δηλώσεις των ευρωπαίων αξιωματούχων –στον Κλάους Ρέγκλινγκ, για παράδειγμα, που πρόσφατα κατέστησε εκ νέου σαφές πως οι περικοπές στις συντάξεις από τον Ιανουάριο του 2019 αποτελούν ήδη μέρος της συμφωνίας. Η Γεννηματά διαπίστωσε πως, παρά τις αντίθετες διακηρύξεις της κυβέρνησης, το μεταμνημονιακό σχέδιο των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ λειτουργεί ως «νέο, άτυπο Μνημόνιο, με σκληρές δεσμεύσεις και χωρίς πια φθηνό χρήμα για την κάλυψη των δανειακών αναγκών της χώρας».

Ετσι, προέκυψε η χθεσινή πρωτοβουλία, η οποία προετοιμάζεται στη Χαριλάου Τρικούπη εδώ και μία περίπου εβδομάδα καθώς η επικεφαλής συνειδητοποίησε πως οι διαπραγματεύσεις γίνονται κατά κύριο λόγο στα «κρυφά», χωρίς ουσιαστική ενημέρωση του Κοινοβουλίου. Με επιστολή της προς τον Πρόεδρο της Βουλής ζητά τη διενέργεια συζήτησης προ ημερησίας διατάξεως σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων ακριβώς γι’ αυτόν τον σκοπό –την ενημέρωση για τις συζητήσεις με τους κυβερνητικούς εταίρους σχετικά με την οικονομία και την έξοδο της χώρας από το Μνημόνιο. «Μπορεί η κυβέρνηση να προπαγανδίζει «καθαρή έξοδο», αλλά η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική», αναφέρει χαρακτηριστικά στην επιστολή της, σημειώνοντας πως «δεν νοείται «καθαρή έξοδος» με προνομοθετημένα μέτρα, με ταυτόχρονη επιτήρηση και σκληρή εποπτεία από τους εταίρους μας για πολλά χρόνια».

Η Γεννηματά καταλογίζει στην κυβέρνηση την ανυπαρξία ενός «ολοκληρωμένου εθνικού σχεδίου ευρύτερης συναίνεσης για τη μεταμνημονιακή πορεία της χώρας» και κάνει λόγο για μια κυβέρνηση που «αντιμετωπίζει τις εξελίξεις με μοναδικό κριτήριο την πολιτική της επιβίωση». Το αίτημα για συζήτηση στη Βουλή περιείχε ένα ακόμα, πιο σημαντικό στοιχείο: την άμεση προσφυγή στις κάλπες, έτσι ώστε η κυβέρνηση που θα προκύψει να έχει πάρει εντολή να διαχειριστεί το βάρος της μεταμνημονιακής συμφωνίας. Με αυτόν τον τρόπο, η Κεντροαριστερά μπαίνει στο κάδρο των δυνάμεων που ζητούν εκλογές, θέτοντας, ωστόσο, χρονικό όριο πριν το τέλος του προγράμματος, διαχωρίζοντας τη στάση της από το αντίστοιχο αίτημα του Κυριάκου Μητσοτάκη για το φθινόπωρο του 2018, αμέσως μετά την έξοδο.

Επιφυλάξεις. Η επιστολή Γεννηματά περίμενε στο συρτάρι πριν την Πρωτομαγιά –με βάση τα νέα δεδομένα στην Κεντροαριστερά, έπρεπε πρώτα να ενημερωθούν τα μέλη του Πολιτικού Συμβουλίου του Κινήματος Αλλαγής. Αυτό έγινε χθες το πρωί, πριν τη συνεδρίαση του Συντονιστικού της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΔΗΣΥ. Η στάση ήταν αρχικά θετική, παρότι εκφράστηκαν ενστάσεις, κυρίως από την πλευρά του Σταύρου Θεοδωράκη. Στο Ποτάμι, παρότι δεν είναι αντίθετοι με την πρωτοβουλία, διατηρούν επιφυλάξεις καθώς θεωρούν πως με αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται επικοινωνιακά η ΝΔ –στις δημοσκοπήσεις, εξηγούν, ένα σημαντικό ποσοστό των κεντροαριστερών ψηφοφόρων δεν θέλει εκλογές, ενώ παράλληλα θεωρούν πως ο Αλέξης Τσίπρας «δεν πρέπει να αποφύγει την αξιολόγηση».

Η πρωτοβουλία, βέβαια, βρήκε ομόφωνη την Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΔΗΣΥ, που στο πλαίσιο της χθεσινής συνεδρίασης συζήτησε και το αν και κατά πόσο πρέπει από εδώ και πέρα να μην υπερψηφίζεται κανένα νομοσχέδιο που δεν αποτελεί κοινή κυβερνητική πρόταση. Σε κάθε περίπτωση, το αίτημα για εκλογές ανοίγει νέο κεφάλαιο για την Κεντροαριστερά, θέτοντας την ατζέντα για το επόμενο Πολιτικό Συμβούλιο του Κινήματος Αλλαγής, αλλά και μια νέα αντιπολιτευτική προσέγγιση απέναντι στην κυβέρνηση από εδώ και πέρα.

Μια κίνηση που ανακατεύει την πολιτική τράπουλα

Με κεντροαριστερή πρωτοβουλία, η συζήτηση για πρόωρες εκλογές από χθες απέκτησε νέα βάση. Το αίτημα της Φώφης Γεννηματά για άμεση προσφυγή στις κάλπες ανακατεύει την πολιτική τράπουλα, καθώς κόβει απότομα κάθε γέφυρα της κυβέρνησης Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ με την Κεντροαριστερά και καθιστά άκαιρη οποιαδήποτε συζήτηση για «προοδευτικά μέτωπα». Πλέον, το Κίνημα Αλλαγής προβάλλει ξεκάθαρα την ανάγκη για αλλαγή κυβερνητικών συσχετισμών, δηλώνοντας εμμέσως πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα βρει πολιτικό στήριγμα στην προοδευτική δημοκρατική παράταξη.

Παρότι το Κίνημα Αλλαγής δεν μπορεί να προκαλέσει εκλογές, το εκλογικό σύνθημα της Φώφης Γεννηματά απομονώνει πολιτικά τον ΣΥΡΙΖΑ. Η επιμονή των κυβερνητικών στελεχών στην εξάντληση της τετραετίας, σε συνδυασμό με τη σιωπή που ακολούθησε την κεντροαριστερή πρωτοβουλία, είναι ενδεικτικά της νέας κατάστασης. Ειδικά, μάλιστα, από τη στιγμή που το αίτημα για εκλογές «τώρα» γίνεται στη βάση ενός μεταμνημονιακού προγράμματος που προκρίνει η κυβέρνηση και το οποίο για τη Χαριλάου Τρικούπη ενδεχομένως να οδηγήσει τη χώρα σε «αχαρτογράφητα νερά», θέτοντας τους πολίτες προ τετελεσμένων.

Με αυτήν την κίνηση, στόχος της Γεννηματά και των κεντροαριστερών στελεχών ήταν να τονίσουν πως ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ δεν μπορούν να λάβουν την ευθύνη μιας συμφωνίας με τους ευρωπαίους εταίρους που μπορεί να δεσμεύσει τη χώρα για την επόμενη δεκαετία – η κυβέρνηση, κατά την επικεφαλής του Κινήματος Αλλαγής, «δεν έχει καμία λαϊκή νομιμοποίηση για να αναλάβει τέτοιες σοβαρές δεσμεύσεις». Ως εκ τούτου, στη Χαριλάου Τρικούπη θεωρούν τις εκλογές επιβεβλημένες. Από την κριτική τους, ωστόσο, δεν ξεφεύγει ούτε η αξιωματική αντιπολίτευση. Στην Κεντροαριστερά θεωρούν πως από τη ΝΔ παρακολουθούν «εκ του ασφαλούς» τις εξελίξεις, παρά το γεγονός ότι εδώ και δύο χρόνια ζητούν επισταμένως εκλογές – «αν τελικά τις κερδίσουν», εξηγούν, «έχουν πρόθεση να “κρυφτούν” πίσω από τη δεσμευτική υπογραφή του Αλέξη Τσίπρα».

Ζητώντας εκλογές, επομένως, η Γεννηματά καταδεικνύει τη στάση που θα ακολουθήσει το Κίνημα Αλλαγής το αμέσως προσεχές διάστημα. Θέτοντας τον νέο φορέα σε εκλογική ετοιμότητα και ζητώντας προσφυγή στις κάλπες, η Κεντροαριστερά μπαίνει εκ νέου στο κάδρο της αντιπολίτευσης – απαντά στο φλερτ της κυβέρνησης σχετικά με την απλή αναλογική, ξεφεύγοντας από την καθημερινή αντιπολίτευση. Παράλληλα, θέτει εαυτόν ως κύριο πολιτικό παίκτη, επικρίνοντας τη ΝΔ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη για τη στάση που ακολουθεί, η οποία επιτρέπει στον Αλέξη Τσίπρα να αναλάβει το κύριο βάρος της μεταμνημονιακής συμφωνίας, όπως χαρακτηριστικά λένε στη Χαριλάου Τρικούπη.