Ηταν εύκολη ή δύσκολη η παιδική σας ηλικία;

Δύσκολη, πολύ δύσκολη. Ηταν ένας διαρκής αγώνας για την καθημερινή επιβίωση και μαζί ήταν πολύ γλυκιά και γεμάτη αγάπη. Ζούσαμε στον Πειραιά και μετά στην Αθήνα, στις γειτονιές της. Κοκκινιά, Χαϊδάρι, Βύρωνας, Δάφνη, Εξάρχεια. Εγώ ζούσα με τη μητέρα μου και τον αδελφό μου. Ο πατέρας μου μας άφησε όταν ήμουν δύο χρονών. Οι τρεις μας δεθήκαμε πάρα πολύ, προστάτευε ο ένας τον άλλο και δημιουργήσαμε μια φαινομενικά εύθραυστη, αλλά κραταιά όπως αποδείχτηκε, ισορροπία. Δεμένοι ο ένας με τον άλλο, έλειπαν σχεδόν όλα, πολλές φορές και τα βασικά, αλλά περίσσευε η αγάπη.
Η πιο δυνατή εικόνα –έστω και επώδυνη –που έρχεται συχνά στο μυαλό σας;

Οταν έφυγε ο αδελφός μου. Εγώ ήμουν περίπου 8 και εκείνος 10. Η μητέρα μου ήταν εαμίτισσα και ο θείος μου στον ΕΛΑΣ. Σύντροφοι και φίλοι, ιδιαίτερα η οικογένεια Καρτάλη, βοήθησαν τη μητέρα μου να στείλει τον Χρήστο μας στο χωριό του Ερρίκου Ντυνάν στην Ελβετία, κοντά στη Ζυρίχη, στο Πεσταλότσι. Ηταν ένα σχολείο που προσέφερε καλή παιδεία σε παιδιά ορφανά ή άπορα. Ενα καλό σχολείο με καλούς δασκάλους και αξιοπρεπή διαβίωση, αλλά στην ουσία ορφανοτροφείο. Τι να κάνει εκεί ένα παιδάκι μόνο του, χωρίς τη μάνα του, χωρίς τον αδελφό του;
Ποια ήταν επίπτωση στο σπίτι σας;

Σωριάστηκε η ισορροπία μας. Μου έλειψε πάρα πολύ ο αδελφός μου. Μου άφησε ένα τεράστιο κενό. Και όταν πέρασε ο καιρός και γύρισε, δεν τον αποχωρίστηκα ποτέ, μέχρι που έφυγε πριν από λίγα χρόνια νέος. Τον θαύμαζα τον αδελφό μου. Στηριζόμουν σε αυτόν και εκείνος σε μένα. Αυτή την ιστορία του αποχωρισμού δεν την ξεπέρασα ποτέ.

Εχετε ξεμπερδέψει με τις μικρές οδύνες αυτής της περιόδου ή χρειάζεται να επιστρέφετε πού και πού;

Πάντα επιστρέφω. Ποτέ δεν ξεχνάω, γιατί αυτή η λύπη μού δίνει ακόμα δύναμη. Επιστρέφω με πόνο και αγάπη.
Αναπολείτε συχνά τον αδελφό σας;

Τον αδελφό μου και τη μητέρα μου. Και τους παιδικούς μου φίλους και τις ιστορίες στις γειτονιές, αλλά η κυρία Τάνια και ο Χρήστος είναι οι πρωταγωνιστές μου. Και ο πατέρας μου με σημάδεψε με την απουσία του. Τα πρώτα χρόνια ήμουν πολύ θυμωμένος μαζί του. Μεγαλώνοντας το ξεπέρασα, ωρίμασα και του χρωστάω ευγνωμοσύνη, που εξαιτίας του είδα το φως της ζωής και πήρα από αυτόν την μεγάλη του αγάπη για το τραγούδι και τη μουσική. Εφυγε και αυτός όμως πολύ νέος. Πάνω που ησύχασε η τρικυμία. Η σχέση μου όμως με τον Χρήστο ήταν άλλο πράγμα. Ο άλλος μου εαυτός. Αυτός που ήθελα να γίνω.
Πότε τον ξαναείδατε;

Οταν γύρισε πρώτη φορά για διακοπές. Προσγειώθηκε μαζί με τ’ άλλα παιδιά του σχολείου στην Ελευσίνα. Ταξίδεψαν με μια Ντακότα του Ερυθρού Σταυρού. Βλέπω να κατεβαίνει από τη σκάλα ένας μελαχρινός πανέμορφος έφηβος, με μακριά μαλλιά, φορούσε ένα κίτρινο πουκάμισο και είχε μια κιθάρα κρεμασμένη στην πλάτη. «Μαμά ο Χρήστος μας»… Η μάνα μου δεν τον καλογνώρισε. Οταν της τον έδειξα, ξέσπασε σε δάκρυα. Εγώ κόντεψα να πάθω αποπληξία, η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, το θυμάμαι σαν τώρα. Είχα ανάμεικτα συναισθήματα θαυμασμού, λατρείας, μαζί με λίγη ντροπαλότητα και μια μικρή, αλλά πολύ τσουχτερή ζήλεια. Γι’ αυτό που αντίκρισα. Για την ομορφιά, το στυλ και κυρίως, κυρίως για την κιθάρα.
Τι ζηλεύατε σε αυτόν;

Αυτό που αντίκρισα. Την εξυπνάδα του, τον αέρα του, τους τρόπους του, την ομορφιά του και κυρίως, κυρίως την κιθάρα. Είχα τελειώσει το Δημοτικό, πήγαινα στην τεχνική σχολή, έκανα διάφορες δουλειές, αλλά η μάνα μου ήταν ανένδοτη, δεν ήθελε ν’ ασχοληθώ με τη μουσική. Μιλούσε γερμανικά άπταιστα και έπαιζε κιθάρα. Πώς να μη θαυμάσω, πώς να μη ζηλέψω;
Του το είπατε ποτέ;

Του το είπα με τον τρόπο μου. Με την αγάπη μου και με τις κόντρες μας. Ξεκολλημό δεν είχα από δίπλα του. Γρατζούνισα λίγο την κιθάρα του, διαφωνήσαμε αρκετά γιατί εκείνος είχε μια πιο κοσμοπολίτικη αντίληψη για τη μουσική. Εγώ άκουγα μόνο λαϊκά και ροκ. Εκείνος άκουγε Ζακ Μπρελ, Φρανσουάζ Αρντί, Σιλβί Βαρτάν, Ζορζ Μπρασένς. Είχε μια απίστευτη φινέτσα και κουλτούρα ο Χρήστος.
Κι όταν έφυγε για να γυρίσει στο σχολείο;

Μέθυσα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Εκανα δυο μέρες να συνέλθω. Εκλαψα πολύ και στο τέλος σκούπισα τα μάτια μου, ανασηκώθηκα και είπα τέρμα, θα γίνω σαν τον Χρήστο. Μέχρι να ξαναγυρίσει θα έχω γίνει μουσικός, κιθαρίστας και τραγουδιστής. Το δήλωσα και κατηγορηματικά στη μητέρα μου, δεν είπε ναι, αλλά και ούτε αυτά τα όχι, τα κατηγορηματικά, τα σμυρναίικα που έλεγε. Και έτσι σιγά σιγά, δειλά στην αρχή, και γύρω στα 16 κανονικά πια, μπήκα οριστικά στη μουσική.
Ηταν αλλιώς η επόμενη συνάντησή σας;

Οταν ο Χρήστος ξαναγύρισε για διακοπές έπαιζα κιθάρα. Και μετά, όταν γύρισε οριστικά στην Ελλάδα με την ελβετίδα γυναίκα του, είχα αρχίσει τη δουλειά και ξανασμίξαμε, όπως γίνεται στην Ελλάδα. Και μέναμε πάνω κάτω στην πολυκατοικία. Και πολύ γρήγορα, σε λίγους μήνες, γεννήθηκε το κοριτσάκι του, η Σάντρα.
Ο πατέρας σας ξαναέκανε οικογένεια; Έχετε άλλα αδέλφια;

Ο πατέρας μου ήταν ρεμπέτης. Ηταν η φιλοσοφία του τέτοια. Ναι, ξαναπαντρεύτηκε και έκανε και άλλα παιδιά εκτός γάμου. Δεν γνωρίζω ακριβώς πόσα, γνωρίζω όμως τα δύο κορίτσια του. Ενα στην Ελλάδα και ένα στις Βρυξέλλες. Για μένα όμως η οικογένεια συνέχισε να είναι η μητέρα μου και ο Χρήστος. Αυτό το τρίγωνο και τα θεμέλιά μου και ο ίσκιος μου.
Από αυτή την απόσταση που βρίσκεται τώρα, η ανάγκη σάς οδήγησε στο τραγούδι ή η βαθιά επιθυμία;

Η επιθυμία, ο έρωτας για το τραγούδι. Γεννήθηκα μέσα σε αυτό. Και η προσπάθεια να του γυρίσω την πλάτη αποδείχθηκε ανώφελη. Μιλούσα μέσα από το τραγούδι, έλεγα για τη χαρά μου, την αγωνία μου και το παράπονό μου. Κι έγινε ανάγκη επιτακτική όταν χωρίστηκα από τον Χρήστο.
Πότε νιώθατε δυνατός και πότε αδύναμος;

Η ζωή που έζησα δεν είχε την πολυτέλεια της αδυναμίας. Αδύναμος νιώθω μόνο όταν αδυνατίζει η φυσική μου υγεία. Η ψυχή μου και το μυαλό μου έχουν πια θωρακιστεί. Δεν έχω όμως χάσει καθόλου την ευαισθησία μου. Δεν το λέω ως προσόν, αλλά με την ακριβή έννοια της λέξης. Ακούω προσεκτικά τα πάντα, μυρίζω τις ωραίες μυρωδιές και αποστρέφομαι τις κακές, παρακολουθώ τι γίνεται δίπλα μου και πιο πέρα και πατάω γερά στη γη. Με νοιάζουν πολύ η ισορροπία και η δικαιοσύνη.
Θα ήσασταν ο ίδιος άνθρωπος αν μένατε μηχανικός αυτοκινήτων;

Νομίζω πως ναι, γιατί αν το αποφάσιζα θα αγαπούσα το αυτοκίνητα το ίδιο με τη μουσική. Οπως αγάπησα τη μητέρα μου και τον Χρήστο αγάπησα και την οικογένεια που έκανα εγώ. Οταν τα σημεία αναφοράς σου είναι ακλόνητα, είναι δύσκολο να πάθεις βέρτιγκο, είτε τραγουδάς και παίζεις μπροστά σε κόσμο, είτε φτιάχνεις με την ομάδα σου μια σύγχρονη μηχανή. Δεν παινεύομαι, αλλά κάτι θα έκανα και εκεί. Το υποσχέθηκα στον Χρήστο σ’ εκείνο το πρώτο ταξίδι.