Εξι μήνες συμπλήρωσε αυτήν την εβδομάδα το ακροδεξιό AfD στη γερμανική Βουλή. Μαζί του μπήκε στην Μπούντεσταγκ και ο ακροδεξιός αντισυστημικός, αντιευρωπαϊκός λαϊκισμός που μέχρι το τέλος αυτής της περιόδου, για τα επόμενα τριάμισι χρόνια, θα μιλά από τα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Είναι το αποκορύφωμα μιας πορείας επιτυχίας του ακροδεξιού κόμματος που μέσα σε δύο χρόνια από την έκρηξη της προσφυγικής κρίσης κατάφερε να καθιερωθεί στα δεξιά της συντηρητικής Χριστιανικής Ενωσης ως βασική σταθερά στον πολιτικό χάρτη της Γερμανίας με ισχυρή παρουσία στα ανατολικά κρατίδια της Γερμανίας, αλλά και σε πλούσια δυτικά κρατίδια, όπως η Βάδη – Βυρτεμβέργη. Το εξάμηνο που πέρασε δείχνει ότι θα συνεχιστεί η διολίσθηση σε όλο και πιο ακροδεξιά κομματική δραστηριότητα, η οποία όμως θα συμπληρώνεται πλέον με έναν μανδύα κοινοβουλευτικής σοβαροφάνειας.

Καταρχάς οι συνεδριάσεις της Ομοσπονδιακής Βουλής «έγιναν ενδιαφέρουσες και τις παρακολουθούν οι πολίτες», λέει ο Αλεξάντερ Γκάουλαντ, ένας από τους δύο προέδρους του κόμματος και της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του AfD. Αλλά το ενδιαφέρον εστιάζεται στην εμφάνιση του νέου κόμματος, όχι στο περιεχόμενο της πολιτικής του. Διότι κοινοβουλευτικό έργο με τη μορφή προτάσεων και νομοσχεδίων δεν παρουσίασε το νέο κόμμα. Και η μέχρι τώρα κοινοβουλευτική παρουσία έδειξε και την ένδεια των λαϊκιστών σε επεξεργασμένες θέσεις. Σε επιμέρους θέματα, είτε πρόκειται για τις συντάξεις είτε για την αγορά εργασίας, «δεν έχουμε ακόμα πλήρως επεξεργασμένες προτάσεις» λέει ο Γκάουλαντ. Προτιμούν τα πολιτικά πυροτεχνήματα, όπως το αίτημα για εξεταστική επιτροπή της Βουλής για την καγκελάριο Μέρκελ και τη μεταναστευτική κρίση.

Υπαναχώρηση από παλιότερες μαξιμαλιστικές θέσεις φαίνεται και στη θέση για τον αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. «Οχι, δεν είμαστε προνομιακοί εταίροι του Τραμπ» απαντά τώρα ο Γκάουλαντ στην ερώτηση των «ΝΕΩΝ», μολονότι αυτό ακριβώς έλεγε η ηγεσία του AfD στο χαιρετιστήριο τηλεγράφημα με την ανάληψη των καθηκόντων του. Αλλά στη γραμμή του Τραμπ «πρώτα η Αμερική» κινείται και ο Γκάουλαντ για τη Γερμανία. «Εμείς λέμε πρώτα η χώρα μου, όχι η Γερμανία υπεράνω όλων» λέει 77χρονος ιδεολογικός ηγέτης του AfD. Βασική του επιδίωξη είναι να τονίσει στους Γερμανούς τα αισθήματα εθνικοφροσύνης, την οποία θέλει να απενοχοποιήσει από το ναζιστικό της άγος. Η τακτική της διγλωσσίας είναι γνωστή στους λαϊκιστές. Ενώ στην Ανατολική Γερμανία το AfD είναι σταθερά στην επιρροή στελεχών όπως ο Μπερντ Χέκε, για τον οποίο το Μνημείο Ολοκαυτώματος στο κέντρο του Βερολίνου «είναι ντροπή για τη Γερμανία», στα δυτικά κρατίδια στελέχη όπως ο ευρωβουλευτής στο μεταξύ Γεργκ Μόιτεν θα μπορούσαν κάλλιστα να καλύπτουν τη Δεξιά της συντηρητικής Χριστιανικής Ενωσης.

Το κόμμα στήνει δική του «πλατφόρμα ενημέρωσης» για να αντιμετωπίσει τον υποτιθέμενο αποκλεισμό του από τα «συστημικά μέσα» και αξιοποιεί τη θεσμική ευκαιρία της αναβαθμισμένης κοινοβουλευτικής του εκπροσώπησης. Δείχνει ιδιαίτερο ζήλο στην υποβολή επίκαιρων ερωτήσεων, στις οποίες οι αρμόδιοι υπουργοί της υπηρεσιακής κυβέρνησης είναι υποχρεωμένοι να απαντήσουν εντός δέκα εβδομάδων. Στους πέντε μήνες λειτουργίας της νέας Βουλής που προέκυψε από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση απάντησε σε 50 επίκαιρες ερωτήσεις βουλευτών του ΑfD. Το περιεχόμενο και η διατύπωση των ερωτήσεων δείχνουν ότι στόχος του ΑfD δεν είναι ο κοινοβουλευτικός έλεγχος της κυβέρνησης, αλλά η δημιουργία κλίματος με την αποκάλυψη υποτιθέμενων σκανδάλων της Χριστιανικής Ενωσης και του SPD σε ευαίσθητα θέματα, όπως πρόσφυγες, εσωτερική ασφάλεια, Ισλάμ, τρομοκρατία κ.ά. Ακριβώς αυτές οι ερωτήσεις, όπως επισημαίνουν έμπειροι κοινοβουλευτικοί αναλυτές, αποκαλύπτουν την αντίληψη που έχει το ΑfD για τη λειτουργία της δημοκρατίας: μια κυβέρνηση με απεριόριστες δικαιοδοσίες, η οποία καλείται να καταδικάσει καλλιτεχνικές παρεμβάσεις ή να προκαταλάβει αποφάσεις της Δικαιοσύνης.