Είναι ένας τρόμος που έχουν ήδη βιώσει οι κάτοικοι πολλών δυτικών πόλεων, από τη Νέα Υόρκη έως τη Νίκαια, το Βερολίνο, το Λονδίνο και τη Βαρκελώνη: τουλάχιστον εννέα άνθρωποι έχασαν χθες τη ζωή τους και 16 ακόμη τραυματίστηκαν στο Τορόντο του Καναδά, όταν ένα νοικιασμένο φορτηγάκι ανέβηκε στο πεζοδρόμιο πολύβουης οδικής αρτηρίας και άρχισε να θερίζει με μεγάλη ταχύτητα πεζούς. «Αυτό δεν ήταν ατύχημα», διαβεβαίωνε αυτόπτης μάρτυρας πριν ακόμα προβεί σε ανακοινώσεις για τη φύση της τραγωδίας η αστυνομία, που κατάφερε να ακινητοποιήσει το όχημα και να συλλάβει τον δράστη –έναν λευκό, φαλακρό άνδρα σύμφωνα με τις πρώτες εικόνες -, μερικά τετράγωνα πιο πέρα. «Σκοτώστε με», ακούγεται να φωνάζει ο άνδρας σε βίντεο της σύλληψης που ανέβηκε στα σόσιαλ μίντια.

Ηταν γύρω στις 13.30 τοπική ώρα, μία ηλιόλουστη, ανοιξιάτικη μέρα, και τα πεζοδρόμια της οδού Γιόντζι, κοντά στη διασταύρωση με τη Λεωφόρο Σέπαρντ, μια εμπορική και οικιστική συνοικία στο Βόρειο Τορόντο, ήταν γεμάτα κόσμο. Περίπου 30 χιλιόμετρα πιο πέρα, στο κέντρο της πόλης, οι υπουργοί Εξωτερικών της G7 ετοιμάζονταν να βγάλουν στο ξενοδοχείο Intercontinental όπου και συναντήθηκαν την παραδοσιακή «οικογενειακή» φωτογραφία. «Ημουν στο αυτοκίνητό μου και είδα ένα άσπρο βαν να ανεβαίνει στο πεζοδρόμιο. Ακουσα ένα μεγάλο «μπανγκ» και το βαν χτύπησε μια στάση λεωφορείου, χτύπησε ανθρώπους», δήλωσε ο Χαμ Γιου Τζιν.

«Αυτός ο άνθρωπος το έκανε επίτηδες αυτό, σκότωνε τους πάντες. Συνέχιζε και συνέχιζε. Χτυπούσε τον έναν μετά τον άλλο», δήλωσε ένας άλλος αυτόπτης μάρτυρας. Ο ίδιος ανέφερε ότι πολλά από τα θύματα ήταν μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι –και πως κάποια στιγμή, είδε ένα παιδικό καροτσάκι να πετάγεται στον αέρα. Ο οδηγός «δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για το πού πηγαίνει ή για το τι κάνει», είπε η Τζέιμι Ιοπνι. Για την «απόλυτη σφαγή» έκανε λόγο ένας από τους νοσηλευτές που έσπευσαν στο σημείο. Η αστυνομία απέκλεισε αμέσως την περιοχή, καθώς και έναν γειτονικό σταθμό του μετρό. «Η σκέψη μας βρίσκεται κοντά στα θύματα», δήλωσε από την Οτάβα ο πρωθυπουργός του Καναδά, Τζάστιν Τριντό.

Στο μεταξύ, βελγικό δικαστήριο καταδίκασε χθες τον Σαλάχ Αμπντεσλάμ, κύριο ύποπτο για τις επιθέσεις που είχε πραγματοποιήσει το 2015 η οργάνωση Ισλαμικό Κράτος στο Παρίσι, σε κάθειρξη 20 ετών, τη μέγιστη ποινή που προβλέπει ο βελγικός νόμος. Καταδικάσθηκε για απόπειρα δολοφονίας αστυνομικών στη διάρκεια ανταλλαγής πυρών το 2016 στις Βρυξέλλες. Τότε είχαν τραυματισθεί τέσσερις αστυνομικοί.

Η δικαστής Μαρί-Φρανς Κέουτγκεν διάβασε την απόφαση που ανέφερε ότι ο 28χρονος Αμπντεσλάμ και ο 24χρονος τυνήσιος συγκατηγορούμενός του Σοφιέν Αγιαρί κρίνονται ένοχοι για «απόπειρα τρομοκρατικής δολοφονίας» και επέβαλε την ποινή κάθειρξης 20 ετών και στους δύο. Κανείς από τους δύο κατηγορούμενους δεν βρισκόταν στο δικαστήριο για να ακούσει την απόφαση. Ο Αμπντεσλάμ βρίσκεται σε γαλλική φυλακή υψίστης ασφαλείας περιμένοντας να δικαστεί για τον ρόλο του στην επίθεση που πραγματοποίησε το Ισλαμικό Κράτος τον Νοέμβριο 2015 στο Παρίσι, στη διάρκεια της οποίας δολοφονήθηκαν 130 άτομα. Σύμφωνα με τους εισαγγελείς, είναι ο μοναδικός επιζών από την ομάδα των καμικάζι τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους στην επίθεση εκείνη. Η δίκη του προβλέπεται ότι θα γίνει το 2020 και θα κατηγορηθεί για δολοφονίες και διασύνδεση με τρομοκρατική οργάνωση.

Οταν σημειώθηκε η ανταλλαγή πυροβολισμών στην περιοδική Φορέ των Βρυξελλών στις 15 Μαρτίου 2016, ο Αμπντεσλάμ κρυβόταν ήδη 4 μήνες από το ανθρωποκυνηγητό που είχε εξαπολύσει η γαλλική αστυνομία μετά την επίθεση στο Παρίσι. Ο 28χρονος είχε κατορθώσει να διαφύγει από τη γαλλική πρωτεύουσα εκείνη τη νύχτα κατά την οποία ο αδελφός του πυροδότησε τη ζώνη με τα εκρηκτικά που φορούσε σε ένα καφέ.

Οι εισαγγελείς που κατηγορούν τον Αμπντεσλάμ ότι βοήθησε στην οργάνωση των επιθέσεων και στη μεταφορά πρώην μαχητών από τη Συρία σε πολλές χώρες της Ευρώπης θεωρούν πως και εκείνος θα είχε σκοτωθεί, όμως η ζώνη με τα εκρηκτικά την οποία φορούσε δεν έγινε δυνατόν να πυροδοτηθεί λόγω εμπλοκής.