Δεν υπάρχει κεντροαριστερό στέλεχος που μέσα στο Πάσχα δεν θα κληθεί να απαντήσει στην ερώτηση: «Δηλαδή, θα πάτε με τον ΣΥΡΙΖΑ;». Για τη Φώφη Γεννηματά, η απάντηση είναι ξεκάθαρα αρνητική: στόχος είναι η πολιτική αυτονομία και οποιαδήποτε μετεκλογική συνεργασία θα γίνει στη βάση μιας προγραμματικής συμφωνίας, με στόχο την εθνική συνεννόηση. Αυτό το πλαίσιο αποτελεί, πλέον, εκτός από απόφαση του Πολιτικού Συμβουλίου και απόφαση Συνεδρίου. Αυτό, από την άλλη, δεν σημαίνει πως επιδιώκεται η πολιτική ταύτιση με τη ΝΔ, η οποία –όπως θεωρούν στο Κίνημα Αλλαγής –έχει κάνει στροφή προς τα δεξιά. Παρ’ όλα αυτά, στο θέμα των συνεργασιών, ο πάντα «πολύχρωμος» κεντροαριστερός χώρος φιλοξενεί και άλλες απόψεις.

Για κάποιους, η απάντηση στο πασχαλιάτικο ερώτημα είναι ξεκάθαρα αρνητική –όπως, για παράδειγμα, για τον Βαγγέλη Βενιζέλο, ο οποίος έχει από καιρό τοποθετηθεί υπέρ της διαμόρφωσης ενός «δημοκρατικού μετώπου», το οποίο δεν συμπεριλαμβάνει τη σημερινή κυβέρνηση. «Είδαμε όμως τρία χρόνια τώρα πώς αντιλαμβάνεται το Σύνταγμα, τους θεσμούς, τη δικαιοσύνη, τη λειτουργία του Κοινοβουλίου», ανέφερε για τον Αλέξη Τσίπρα στο πρόσφατο σχόλιό του για τη συνταγματική αναθεώρηση, ενώ η σκληρή στάση του απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ έχει καταγραφεί από την πρώτη στιγμή –και όχι μόνο σε σχέση με την υπόθεση Novartis. Παράλληλα, πολλοί εκ των βουλευτών της ΔΗΣΥ, όπως ο Ανδρέας Λοβέρδος, ιδιωτικά ή δημοσίως αποκλείουν την προσέγγιση με το κυβερνών κόμμα -έχοντας βρεθεί, τα τελευταία χρόνια, πολλές φορές αντιμέτωποι με τις κυβερνητικές πρακτικές.

Από την άλλη πλευρά, μια σαφώς μικρότερη ομάδα στελεχών θα απαντήσει μάλλον διστακτικά, καθώς υποστηρίζει πως δεν μπορεί να αποκλείεται εκ προοιμίου οποιαδήποτε κουβέντα με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Γιάννης Ραγκούσης, για παράδειγμα, στη δική του τοποθέτηση στο Συνέδριο μιλούσε για την ανάγκη το Κίνημα Αλλαγής να προσδιοριστεί «στο προοδευτικό ρεύμα», με σκοπό να συμπορεύεται με τις «προοδευτικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις», ενώ και ο Νίκος Μπίστης πρόσφατα χαρακτήρισε «αυτοκτονική» την ιδέα ενός αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και ο Σπύρος Δανέλλης, ο οποίος θεωρεί πως πρέπει να υπάρχουν δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ Αριστεράς και Κεντροαριστεράς.

Πολλή κουβέντα έχει γίνει και για τη στάση του Κώστα Λαλιώτη. Το ιστορικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, παρά την αντίθετη φημολογία, δεν φαίνεται να προκρίνει μια συνεργασία με τον Αλέξη Τσίπρα –τραβάει, ωστόσο, ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη ΝΔ και τη δημοκρατική παράταξη.

ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Τα μέλη του Πολιτικού Συμβουλίου κρατούν πιο ουδέτερη στάση. Από την πλευρά του Ποταμιού έχει υιοθετηθεί εξαρχής η επιλογή της πολιτικής ψυχραιμίας: κανείς, λένε από τη Σεβαστουπόλεως, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως το «απόλυτο πολιτικό κακό», ενώ ο ίδιος ο Σταύρος Θεοδωράκης έχει ταχθεί εξαρχής υπέρ της πολιτικής αυτονομίας του νέου φορέα. «Δεν είμαστε μωρές παρθένες να μας αποπλανήσει ο ΣΥΡΙΖΑ», δήλωσε πρόσφατα ο Γιώργος Καμίνης (ΘΕΜΑ 104,6), τονίζοντας πως ο «διάλογος για το Σύνταγμα δεν σημαίνει αυτόματα συνεργασία» –ο δήμαρχος Αθηναίων τον τελευταίο καιρό έχει σκληρύνει τη στάση του απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ.

Στην περίπτωση του Γιώργου Παπανδρέου, η άποψή του για τις ευθύνες της διακυβέρνησης Καραμανλή την περίοδο 2004-2009 για την πορεία της χώρας δεν αφήνει περιθώριο να αναρωτηθεί κανείς αν και κατά πόσο προκρίνει μια μετεκλογική συνεργασία με τη ΝΔ. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως εμφανίζεται έτοιμος να πέσει στην αγκαλιά του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς έχει και δημοσίως επισημάνει την «ελαφριά» μεταχείριση της καραμανλικής πτέρυγας από τον Αλέξη Τσίπρα –τα στελέχη, μάλιστα, που έζησαν από κοντά την τελευταία διακυβέρνηση ΠΑΣΟΚ δεν ξεχνούν τον τρόπο με τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ άσκησε αντιπολίτευση, ούτε το γιουχάισμα στους δρόμους.

Με τη φασαρία που δημιουργήθηκε μετά την πρωτοβουλία για τη συνταγματική αναθεώρηση, η συζήτηση για τις μετεκλογικές συνεργασίες θα κοπάσει ξανά –μέχρι την επόμενη φορά, για έναν ακόμη γύρο. Αλλωστε, όπως επισημαίνουν πολύπειρα στελέχη, «το θέμα δεν είναι με ποιον θα πάμε, αλλά το αν θα βρεθούμε στη θέση να πρέπει να αποφασίσουμε».