Στο ισχυρό χαρτί των φοροελαφρύνσεων ποντάρουν πάντα τα πολιτικά κόμματα για να κερδίσουν ψηφοφόρους και να πορευθούν στις εκλογές. Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, τα κόμματα που διεκδικούσαν την εξουσία υπόσχονταν τα πάντα στους πάντες. Εταζαν μειώσεις στους φόρους για τα εισοδήματα, την ακίνητη περιουσία, τα αυτοκίνητα, υπόσχονταν κατάργηση τεκμηρίων διαβίωσης, μείωση φορολογικών βαρών για τις επιχειρήσεις, κίνητρα για επενδύσεις και ενίσχυση της απασχόλησης.
Ακόμα και στα χρόνια των Μνημονίων και της αυστηρής επιτήρησης από τους δανειστές μπήκαν σε μια πλειοδοσία υποσχέσεων, που έμελλε να μείνουν στα χαρτιά. Τα τελευταία οκτώ χρόνια νοικοκυριά και επιχειρήσεις βίωσαν έναν φορολογικό Αρμαγεδδώνα. Η μεσαία τάξη εξοντώθηκε χάνοντας πάνω από το 35% των εισοδημάτων της, ενώ οι Ελληνες είδαν την αξία της ακίνητης περιουσίας τους να μειώνεται σχεδόν στο μισό.

Σήμερα ανοίγει και πάλι η κουβέντα για τους φόρους. Αλλά το ερώτημα εξακολουθεί να παραμένει ανοικτό για την επόμενη μέρα: Μπορούν να μειωθούν, πότε και πόσο; Ναι, απαντούν οικονομικοί αναλυτές σε έρευνα που πραγματοποίησαν «ΤΑ ΝΕΑ», αρκεί –όπως λένε –να υπάρχει ισχυρή πολιτική βούληση για κάτι τέτοιο. Με δεδομένο ότι και την «επόμενη μέρα» θα υπάρχει ισχυρή εποπτεία και επιτήρηση από τους δανειστές, οι φοροελαφρύνσεις είναι εφικτές εφόσον θα συνοδεύονται από στοχευμένες μειώσεις στις κρατικές δαπάνες. Το συνολικό όφελος που θα μπορούσε να είχε το Δημόσιο από την εξοικονόμηση δαπανών υπολογίζεται ότι φθάνει τα 2 δισ. ευρώ σε βάθος τετραετίας, γεγονός που θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει σημαντικές μειώσεις στη φορολογία.

Μείωση ΕΝΦΙΑ

Για παράδειγμα, ο ΕΝΦΙΑ, ο οποίος κάθε χρόνο επιβαρύνει με 2,65 δισ. ευρώ τους ιδιοκτήτες ακινήτων, θα μπορούσε –σύμφωνα με την έρευνα –να μειωθεί κατά 30% σταδιακά εντός διετίας με ταυτόχρονη όμως προσαρμογή των αντικειμενικών αξιών στα επίπεδα των τιμών που επικρατούν στην αγορά. Το δημοσιονομικό κόστος του συγκεκριμένου μέτρου υπολογίζεται ότι φθάνει τα 800 εκατ. ευρώ και όπως λένε οι ειδικοί το μεγαλύτερο μέρος θα μπορούσε να καλυφθεί από τη μείωση των καταναλωτικών δαπανών του Δημοσίου κατά 12%, τη βελτίωση των αποτελεσμάτων των ΔΕΚΟ και όλων των ΝΠΔΔ. Μόνο από τις δύο αυτές παρεμβάσεις το Δημόσιο θα κατάφερνε να εξοικονομήσει ποσό της τάξεως των 600 εκατ. ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση η μείωση του ΕΝΦΙΑ εκτιμάται ότι θα συμβάλει στην αναθέρμανση της αγοράς των ακινήτων, η οποία κατέρρευσε την τελευταία δεκαετία, φέρνοντας πρόσθετα έσοδα στα δημόσια ταμεία. Οι τιμές μόνο των διαμερισμάτων έχουν υποχωρήσει πάνω από 42% με τις μεγαλύτερες απώλειες να καταγράφονται στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.

Λιγότερα βάρη για τα φυσικά πρόσωπα

Στο φορολογικό σχέδιο της επόμενης ημέρας εντάσσονται και οι μειώσεις στη φορολογία των φυσικών προσώπων. Εκτιμάται ότι ο πρώτος συντελεστής της φορολογικής κλίμακας θα μπορούσε από 22% που είναι σήμερα και εφαρμόζεται για εισοδήματα έως 20.000 ευρώ να μειωθεί στο 9%.

Με τη μείωση αυτή, ελαφρύνονται σημαντικά τα νοικοκυριά και κυρίως όσοι κληθούν να πληρώσουν έξτρα φόρο έως 600 ευρώ τον χρόνο λόγω της μείωσης κατά 3.000 ευρώ του αφορολογήτου ορίου το 2020 στο «καλό» σενάριο ή από το 2019 στη χειρότερη περίπτωση. Βέβαια, οι ειδικοί θεωρούν ότι για την ενεργοποίηση του μέτρου αυτού θα πρέπει ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος να μειωθεί στο 2% του ΑΕΠ, κάτι που προβλέπεται να γίνει μετά το 2022.

Αλλα μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν είναι τα εξής:

– Εξορθολογισμός της ευθύνης των διοικούντων για φορολογικές και ασφαλιστικές οφειλές.

– Καθιέρωση του θεσμού «lump sum taxation», δηλαδή επιβολή ενός φόρου με ειδικό σταθερό συντελεστή, για πολίτες υψηλού πλούτου που μετοικούν στην Ελλάδα και προέρχονται για παράδειγμα από την Ελβετία, την Ιταλία, τον Ηνωμένο Βασίλειο, την Κύπρο.

– Μείωση του φορολογικού συντελεστή για έσοδα που προκύπτουν από έρευνα και ανάπτυξη και για πνευματική ιδιοκτησία που δημιουργείται στην Ελλάδα.

Περισσότερες επενδύσειςμε χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές

Η φορολογική πολιτική της επόμενης ημέρας θα πρέπει να επικεντρώνεται στη μείωση των φορολογικών βαρών για τις επιχειρήσεις που θα συμβάλει στην επανεκκίνηση της οικονομίας. Στα μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν περιλαμβάνονται:

– Η μείωση του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις από 29% σήμερα στο 20% σταδιακά εντός της διετίας, για να προσεγγίσει η χώρα μας τους εταιρικούς φορολογικούς συντελεστές που εφαρμόζουν η Ισπανία, η Ολλανδία, η Πορτογαλία και η Σλοβακία. Το δημοσιονομικό κόστος της εφαρμογής του συγκεκριμένου μέτρου υπολογίζεται σε 500 εκατ. ευρώ. Κόστος που μπορεί να καλυφθεί από την κατάργηση δομών που δημιουργήθηκαν από τις αρχές του 2015 και από τη στρατηγική εκχωρήσεων (outsourcing) στον ιδιωτικό τομέα. Μέτρα από τα οποία θα μπορούσε το κράτος να εξοικονόμηση 400 εκατ. ευρώ την τετραετία ενώ επιπλέον έσοδα θα προέλθουν από την προσέλκυση επενδύσεων λόγω του σημαντικά ευνοϊκότερου φορολογικού περιβάλλοντος.

– Η μείωση του φόρου στα μερίσματα από 15% που ισχύει σήμερα σε 5%. Το μέτρο αυτό όπως επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές είναι δυνατόν να εφαρμοστεί άμεσα ενώ όσον αφορά το κόστος ανέρχεται σε 400 εκατ. ευρώ.

Το μεγαλύτερο μέρος του κόστους αυτού θα μπορούσε να καλυφθεί από τη διατήρηση της αναλογίας 1 προς 5 στις προσλήψεις – αποχωρήσεις στο Δημόσιο, μέτρο το οποίο θα μπορούσε να εξοικονομήσει 300 εκατ. ευρώ στην τετραετία.

Σύμφωνα με τους οικονομικούς αναλυτές, με τη μείωση των φορολογικών συντελεστών από 29% σε 20% και των μερισμάτων από το 15% σε 5% προκύπτει πραγματικός φορολογικός συντελεστής (effective tax rate) 24% ενώ στο εισόδημα των φυσικών προσώπων προβλέπεται συντελεστής 45% για ποσά άνω των 40.000 ευρώ.

ΦΠΑ

Η μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2% του ΑΕΠ, δηλαδή μετά το 2022, θα επιτρέψει τη μείωση και των συντελεστών του ΦΠΑ. Στην περίπτωση αυτή, θα μπορούσε ο κανονικός συντελεστής ΦΠΑ να μειωθεί από το 24% στο 22%, ο μεσαίος από το 13% στο 11% με παράλληλη κατάργηση του πολύ χαμηλού συντελεστή 6%, ο οποίος επιβάλλεται σήμερα στα φάρμακα και τα βιβλία, τις εφημερίδες και τα θέατρα. Η μείωση του ΦΠΑ εκτιμάται ότι θα τονώσει την κατανάλωση.