Οι εξονυχιστικοί έλεγχοι στην είσοδο του κτιρίου του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY) γίνονται πλέον αρκετά πιο χαλαρά. Ουρές και αναμονή δεν υπάρχει. Ούτε μεγάλη κίνηση και η αίσθηση της έντασης στο λόμπι, από όπου πέρασα για να συναντήσω τον Σερτζ Μπράμερντς. Στη συνομιλία μας ο γενικός εισαγγελέας του δικαστηρίου επιχειρεί αποκλειστικά για «ΤΑ ΝΕΑ» έναν απολογισμό με αναφορές σε κρίσιμες στιγμές και σκληρές λεπτομέρειες της κληρονομιάς που αφήνει το δικαστήριο, έπειτα από είκοσι τέσσερα χρόνια λειτουργίας. Προειδοποιεί, παράλληλα, ότι οι πληγές και οι εθνικιστικές διαφορές στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων παραμένουν ζωντανές.

Ο απολογισμός του Μπράμερντς άρχισε από μία από τις πιο καθοριστικές στιγμές για τη λειτουργία του δικαστηρίου. «Ηταν εξαιρετικά έντονη και καθοριστική η νύχτα της 21ης Ιουλίου 2008, όταν έλαβα έπειτα από αρκετές ώρες αναμονής τηλεφώνημα από τον τότε πρόεδρο της Σερβίας Τάντιτς, ο οποίος επιβεβαίωσε ότι ο συλληφθείς ως Ντάμπιτς ήταν πράγματι ο Κάρατζιτς» λέει σήμερα ο Μπράμερντς, έχοντας πλέον την ιδιότητα του γενικού εισαγγελέα στο διάδοχο σχήμα του ICTY, τον Μηχανισμό για τα Διεθνή Ποινικά Δικαστήρια (MICT).

Η σύλληψη δύο εκ των σημαντικότερων κατηγορουμένων, του σερβοβόσνιου πολιτικού ηγέτη Ράντοβαν Κάρατζιτς και τρία χρόνια αργότερα του σερβοβόσνιου στρατηγού Ράτκο Μλάντιτς, ήταν «καταλυτική» όχι μόνο για την περαιτέρω λειτουργία του ICTY –στον ΟΗΕ συζητούσαν να «κλείσουν» το 2008 οι πρωτοβάθμιες υποθέσεις και το 2010 οι εφέσεις –αλλά και για την ολοκλήρωση του raison d’ être του δικαστηρίου. «Η αίσθηση ότι το δικαστήριο μπορεί να έκλεινε χωρίς την εκδίκαση των δύο εκ των βασικότερων υπευθύνων του εμφυλίου είχε επιβαρυνθεί καθώς δεν είχε ολοκληρωθεί η δίκη του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς» λέει ο βέλγος εισαγγελέας. Με το προηγούμενο της μακριάς διάρκειας της δίκης του πρώην προέδρου της Σερβίας, ο οποίος πέθανε ενώ εκδικαζόταν, ο Μπράμερντς μείωσε το κατηγορητήριο των Κάρατζιτς και Μλάντιτς κατά το ήμισυ, ώστε να γίνουν οι δίκες συντομότερες και πιο διαχειρίσιμες. Τελικά, κράτησαν σχεδόν δέκα χρόνια, μέχρι πριν από λίγους μήνες, ενώ οι εφέσεις των δύο υποθέσεων εκδικάζονται ακόμη από το διάδοχο σχήμα του ICTY.

«Σε όλο αυτό το διάστημα πέρασα αρκετές ώρες με τα θύματα του εμφυλίου, με τις μητέρες της Σρεμπρένιτσα, που αναζητούσαν απεγνωσμένα να δώσουν ονοματεπώνυμο στα δεινά τους, να εντοπιστούν οι υπεύθυνοι για τη σφαγή στη Σρεμπρένιτσα, τον βομβαρδισμό και το χτύπημα στο Σαράγεβο» λέει ο Μπράμερντς. Ανατρέχει σύντομα σε ανατριχιαστικές περιπτώσεις, όπως μιας γυναίκας η οποία βρέθηκε στη Χάγη ως μάρτυρας στην υπόθεση εκδίκασης των εξαδέλφων Λούκιτς, που αφορούσε 75 θύματα, ηλικιωμένες γυναίκες και παιδιά. Τις μάζεψαν σε ένα κτίριο, έβαλαν φωτιά και εκτελούσαν όσες διέφευγαν. «Η μοναδική επιζήσασα, που είναι σήμερα σοβαρά ακρωτηριασμένη, έχοντας υποβληθεί σε δεκάδες εγχειρήσεις, όταν βγήκε από το κτίριο τους παρακαλούσε να την εκτελέσουν, γιατί δεν υπέφερε τον πόνο. Δεν το έκαναν».

Σημαντική πτυχή για το έργο του δικαστηρίου αποτελεί η τεκμηρίωση ότι οι εγκληματίες στον γιουγκοσλαβικό εμφύλιο δεν ήταν μόνο σερβικής καταγωγής, αλλά προέρχονταν και από το Κόσοβο και τη Βοσνία. Αλλά και στο πεδίο της νομολογίας η κληρονομιά του δικαστηρίου είναι σημαντική, με κυριότερα παραδείγματα τη θεμελίωση της σεξουαλικής βίας ως όπλου πολέμου, αλλά και την απόδοση ευθυνών για «προβλεπτά εγκλήματα», ακόμη και αν δεν μπορεί να αποδειχτεί η εκτέλεσή τους. Η κληρονομιά που αφήνει μέσω της βαθιάς τεχνογνωσίας του το δικαστήριο μπορεί να αποδειχθεί κρίσιμη μελλοντικά για την απόδοση ευθυνών στην περίπτωση του εμφυλίου στη Συρία, λέει ο Μπράμερντς, εφόσον ληφθεί σχετική απόφαση στον ΟΗΕ.

Ομως, παρά τις καταδίκες, την απόδειξη φριχτών εγκλημάτων, της γενοκτονίας και της εθνικής κάθαρσης, «η άρνηση ότι έγιναν τα εγκλήματα είναι υψηλότερη σήμερα από ό,τι παλαιότερα, ενώ οι καταδικασθέντες θεωρούνται ήρωες» δηλώνει ο 56χρονος εισαγγελέας, ο οποίος χαρακτηρίζει ανησυχητική την επιστροφή της εθνικιστικής ρητορικής στην περιοχή εξαιτίας των προβλημάτων Σερβίας – Κοσόβου, του Μεταναστευτικού και των γεωπολιτικών εξελίξεων. «Πρόκειται για παράμετρο που θα πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά στο πλαίσιο της διεύρυνσης της ΕΕ» επισημαίνει. Παράδειγμα; Ο στρατηγός Λαζάρεβιτς, ο οποίος μετά την αποφυλάκισή του επέστρεψε στη Σερβία, όπου θεωρείται ήρωας. «Είναι λυπηρό να εκλαμβάνεται η καταδίκη τους στη Χάγη ως απόδειξη ότι αμύνθηκαν υπέρ της χώρας τους».

Μπορεί το ICTY να άφησε πίσω του 10.800 ημέρες με δίκες, 4.650 μάρτυρες, 161 κατηγορουμένους, 90 καταδίκες, 10 εκατομμύρια σελίδες με έγγραφα, αναρίθμητα εγκλήματα με 9.000 ακόμη αγνοουμένους, αλλά απομένει ακόμη πολλή δουλειά, λέει ο Μπράμερντς. Στη Χάγη εκκρεμούν η επανάληψη της δίκης Στάνισιτς και Σομάτοβιτς και οι εφέσεις Κάρατζιτς, Σέσιλ και Μλάντιτς στο MICT, ενώ στο Σαράγεβο 3.000 δίκες βρίσκονται σε εξέλιξη με 5.000 κατηγορουμένους, αλλά και εκατοντάδες άλλες σε όλο τον κόσμο, επισημαίνει ο Μπράμερντς.