Aρχίζουμε το πρώτο τραγούδι. Ηταν πραγματικά μια νύχτα εφιαλτική, φαινόταν ότι θα συνέβαινε κάτι περίεργο. Με γυρισμένη την πλάτη, καθώς παίζουμε την εισαγωγή από το «Μέρα Μαγιού», ένιωθα ότι κάτι θα συμβεί. Δεν προφταίνει λοιπόν να πει το «Μέρα Μαγιού μού μίσεψες» και αρχίζει ένας λιθοβολισμός από τις πλαϊνές ταράτσες και από κάτι δέντρα πολύ ψηλά – είχαν ανέβει εκεί πάνω. Χωροφύλακες και τραμπούκοι, με τεράστιες πέτρες. Ευτυχώς που δεν πήραν κανέναν στο κεφάλι. Δηλαδή έπεσαν πάνω στα τύμπανα, πάνω σε όργανα, περνούσαν οι πέτρες πλάι μας. Ο κόσμος έπεσε κάτω και… δευτερόλεπτα μετά ακούω μια φωνή: «Aρκετά έκανες, Μίκη, σταμάτα, αρκετά!». Και οι ίδιοι οι τραμπούκοι τα έχασαν. Εφυγαν λοιπόν οι τραμπούκοι και έμειναν οι λίγοι αριστεροί που ήταν εκεί. Εκαναν ένα τείχος γύρω μας, μας κατέβασαν από τα σκαλιά και έτσι με αυτή τη διάταξη (στη μέση η ορχήστρα και γύρω γύρω όλοι αυτοί), ούτε για φαγητό, τίποτα, μας πάνε στο ξενοδοχείο και μας κλείνουν μέσα. Λένε «Kλειστείτε και μην ανοίξετε καθόλου». Την άλλη μέρα το πρωί πήρα τηλέφωνο τον τότε υπουργό Εσωτερικών, που ήταν, αν θυμάμαι καλά, κάποιος αξιωματικός της Αστυνομίας, νομίζω ο Pακιντζής, και μου λέει: «Πού είσαι;». «Στη Νάουσα». «Και πού θα πας τώρα;». «Θα πάω στη Φλώρινα». «Μην το σκέφτεσαι καθόλου. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Εκείνο το οποίο μπορώ να κάνω είναι, αν κατεβείς προς τον Νότο, προς την Αθήνα, να πω να σε προστατεύσουν, γιατί είσαι στη ζώνη δικαιοδοσίας μας, αλλά αν πας στον Βορρά, δεν εγγυώμαι για τη ζωή σου»…