«Αν βρισκόμουν στη θέση ενός επενδυτή, φοβάμαι ότι κάτω από τις παρούσες συνθήκες η Ελλάδα δεν θα αποτελούσε την πρώτη μου προτίμηση για επένδυση».

Αν και η άποψη αυτή δεν είναι καινούργια, εντούτοις αποκτά άλλη σημασία όταν ακούγεται από τον άνθρωπο που εκπροσωπεί τον κλάδο της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, και μάλιστα σε μια συγκυρία που η Ελλάδα αναζητά εναγωνίως ξένες επενδύσεις για να σταθεί στα πόδια της.

Ο αυστριακός επιχειρηματίας Γκέρχαρντ Κοχ είναι ο πρόεδρος της Επιτροπής Βιομηχανικών Υποθέσεων της Business Europe, της ευρωπαϊκής οργάνωσης που εκπροσωπεί 40 κύριες βιομηχανικές ομοσπονδίες και ενώσεις από 34 χώρες. Βρέθηκε την Τρίτη στην Αθήνα με αφορμή την ετήσια συνεδρίαση της Business Europe που πραγματοποιήθηκε εδώ, κατόπιν πρόσκλησης του ΣΕΒ, παραχώρησε συνέντευξη Τύπου και μίλησε στα «ΝΕΑ».

Του επισημαίνουμε τη δημόσια συζήτηση που γίνεται στην Ελλάδα για την αναγκαιότητα προσέλκυσης επενδύσεων και τον ρωτάμε τι κοιτάζει τελικά ένας ξένος επενδυτής. Το χαμηλό εργατικό κόστος (το οποίο έχουμε ήδη), τους φορολογικούς συντελεστές στις επιχειρήσεις, την πολιτική σταθερότητα ή κάτι άλλο;

«Ολα τα παραπάνω παίζουν τον ρόλο τους» απαντά, προσθέτοντας «τη γρήγορη και εύκολη πρόσβαση στη χορήγηση αδειών, τις χαμηλές τιμές των ακινήτων, τις καλές υποδομές, το καλά εκπαιδευμένο προσωπικό και τα ζητήματα ασφάλειας».

Οταν του θέτουμε το ερώτημα αν εκείνος προσωπικά, υπό τις παρούσες συνθήκες της ελληνικής οικονομίας, θα επένδυε στην Ελλάδα, παρότι μας διευκρινίζει ότι δεν είναι επενδυτής παρά επιχειρηματίας –η εταιρεία του δραστηριοποιείται στον χώρο των κατασκευών -, μας εξηγεί ότι η Ελλάδα δεν θα ήταν η πρώτη του επιλογή.

«Σήμερα, όχι αύριο»

Του θυμίζουμε όσα υποστήριξε προ ημερών στη συνέντευξη που έδωσε στο ΣΕΒ, δηλαδή ότι την προσέλκυση επενδυτών στην Ελλάδα δυσχεραίνουν τα ακριβά επιτόκια δανεισμού, το υψηλό μη μισθολογικό κόστος και το υψηλό ενεργειακό κόστος, και του επισημαίνουμε ότι άμεσες αλλαγές σε όλα αυτά δεν διαφαίνονται. Επομένως, πόσος χρόνος θα απαιτηθεί για να γίνει η Ελλάδα χώρα ελκυστική για τις ξένες επενδύσεις;

«Το μόνο που μπορώ να επισημάνω για άλλη μία φορά είναι ότι αυτά τα τρία ζητήματα φαίνεται πως αποτελούν πραγματικά τα βασικά εμπόδια για τις επενδύσεις και την ανάπτυξη στην Ελλάδα» απαντά ο Κοχ. Και σημειώνει με νόημα ότι όσο αυτές οι πολύ σοβαρές οριακές συνθήκες δεν παρουσιάζουν σημαντική βελτίωση, οι ξένες επενδύσεις δεν πρόκειται να απογειωθούν. Εχει μάλιστα ενδιαφέρον η παρατήρησή του ότι δεν υπάρχουν περιθώρια καθυστερήσεων. «Προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση, απαιτείται δράση τόσο από την κυβέρνηση (μη μισθολογικό κόστος, φόροι στην ενέργεια) όσο και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης (επιτόκια δανεισμού, μεταρρύθμιση της ενεργειακής αγοράς), και αυτά είναι καλύτερα να συμβούν σήμερα, παρά αύριο» λέει χαρακτηριστικά.

Καλούμε επίσης τον Γκέρχαρντ Κοχ να μας εξηγήσει γιατί οι περισσότερες από τις χώρες της ΝΑ Ευρώπης που γειτνιάζουν με την Ελλάδα αναπτύσσονται με τόσο δυναμικό ρυθμό και γιατί είναι πιο ελκυστικές για επενδύσεις από τη χώρα μας. «Ιδιοι λόγοι με αυτούς που θίξαμε νωρίτερα. Φθηνότερα τραπεζικά δάνεια, χαμηλότερα μη μισθολογικά κόστη, φθηνότερη ενέργεια» είναι η απάντησή του.

Εκείνο πάντως που ο συνομιλητής μας θεωρεί ίσως το χειρότερο όλων, και πολύ αρνητικό για να επιστρέψει η ανάπτυξη, είναι το συνεχιζόμενο «brain drain». Ενημερώθηκε, όπως μας λέει, κατά την παραμονή του στην Αθήνα για αυτό το μαζικό κύμα «φυγής εγκεφάλων» στο εξωτερικό –καλά εκπαιδευμένων νέων ανθρώπων που εγκαταλείπουν την Ελλάδα, επειδή δεν έχουν την ευκαιρία να βρουν τις κατάλληλες θέσεις εργασίας. «Είναι μεγάλο πρόβλημα και πολύ κακό για την οικονομική ανάπτυξη, η Ελλάδα θα χρειαστεί επειγόντως αυτό το νέο δυναμικό στο άμεσο μέλλον. Ως εκ τούτου, είναι επείγουσα ανάγκη να σταματήσει αυτή η τάση και να παραμείνουν οι νέοι άνθρωποι στη χώρα».

Το άλμα της βιομηχανίας

Κλείνοντας τη συζήτησή μας και σε συνέχεια φυσικά των παραπάνω, τον ρωτάμε αν θεωρεί εφικτό τον στόχο που έχει θέσει η ελληνική βιομηχανία να φτάσει το μερίδιό της από το 8,6% του ΑΕΠ, που είναι σήμερα, στο 12% του ΑΕΠ ώς το 2020.

«Εάν τα προαναφερθέντα εμπόδια επιλυθούν, τότε πιστεύω ότι ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί. Το ερώτημα είναι αν αυτό θα συμβεί σε εύλογο χρόνο. Εφόσον δεν υπάρξουν αλλαγές σε αυτές τις οριακές συνθήκες, θα είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να επιτευχθεί ο στόχος» σημειώνει ο Κοχ.

Τα όσα επισημαίνει ο άνθρωπος που εκπροσωπεί τον μεταποιητικό κλάδο της Ευρώπης έχουν διπλή αξία λόγω της ιδιότητάς του.

Στην πράξη, αυτό που μας λέει το στέλεχος των ευρωπαίων βιομηχάνων είναι ότι οι «ποιοτικοί» επενδυτές, σαν εκείνους που η κυβέρνηση οραματίζεται ότι μπορεί να προσελκύσει, δεν έχουν κανένα κίνητρο να εκτεθούν ακόμη στην Ελλάδα. Καθώς επίσης ότι οι στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας την εμποδίζουν να εκμεταλλευτεί την εξαιρετικά θετική συγκυρία διεθνώς, σε αντιδιαστολή με την ευρωπαϊκή που γνωρίζει δυναμική ανάπτυξη.

ΤΟ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Θέλει δουλειά πολλή για να γυρίσουν οι δείκτες

Στην προ ημερών συνέντευξή του στον ΣΕΒ, ο Κοχ είχε φέρει ως παράδειγμα τα επιτόκια δανεισμού, που στη χώρα μας βρίσκονται στο 7%, όταν κατά μέσον όρο στην Ευρώπη είναι 2% και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη χαμηλότερα. Επίσης αναφέρθηκε στους φόρους εισοδήματος στην εργασία, που είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη, και στο ενεργειακό κόστος για τις επιχειρήσεις το οποίο είναι κατά 30% ακριβότερο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Είχε δηλαδή μιλήσει για όλους εκείνους τους λόγους για τους οποίους η επενδυτική άνοιξη που κάποιοι ονειρεύονται αργεί ακόμη, παρότι οι δείκτες ανακάμπτουν. Στην ουσία είχε φωτογραφίσει μια οικονομία, που παρά τους επαίνους των δανειστών και τον «προστατευτικό μανδύα» της μνημονιακής χρηματοδότησης δεν έχει πείσει την επενδυτική κοινότητα. «Χρειάζεται μπόλικη δουλειά ακόμη» ήταν τα λόγια του.