Υστερα από 25 χρόνια διεθνούς συνεργασίας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής παραμένει ανοιχτό το κρίσιμο ερώτημα περί της αποτελεσματικότητας των διεθνών πρωτοβουλιών. Αρκεί η μείωση των εκπομπών σε εθνικό επίπεδο για να χαρακτηριστεί μια πολιτική αποτελεσματική;

Μάλλον δεν αρκεί, αν ληφθούν υπόψη, μεταξύ άλλων, και οι ενδοκρατικές κοινωνικές ανισότητες. Από την υιοθέτηση του Πρωτοκόλλου του Κιότο μέχρι σήμερα, οι ανισότητες των παγκόσμιων κατά κεφαλήν εκπομπών CO2 μειώθηκαν σημαντικά μεταξύ των κρατών. Παρατηρείται, όμως, αύξηση των ανισοτήτων εισοδήματος και εκπομπών CO2 σε ενδοκρατικό επίπεδο. Από τα περιορισμένα εμπειρικά δεδομένα φαίνεται ότι η περιβαλλοντική ποιότητα κατανέμεται άνισα μεταξύ των κοινωνικοοικονομικών ομάδων σε εθνικό επίπεδο, χωρίς τούτο να συνεπάγεται ότι οι εν λόγω ομάδες συμβάλλουν αναλογικά στην επιδείνωση της κλιματικής αλλαγής. Μπορούμε λοιπόν να συνεχίσουμε να θεωρούμε πρωτοπόρα μια χώρα όταν διαμορφώνει φιλοπεριβαλλοντική πολιτική χωρίς να λαμβάνει υπόψιν τις ήδη υφιστάμενες κοινωνικές ανισότητες και την ενδεχόμενη επιδείνωση της θέσης ήδη ευάλωτων ομάδων;

Τα πιο πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ για τα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης δίνουν τις πρώτες απαντήσεις. Στα κράτη-μέλη της ΕΕ τα εθνικά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης έχουν μειωθεί σημαντικά την περίοδο 2003-2013.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, αν και τα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης παραμένουν πάνω από τα ενδεδειγμένα όρια, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι έχει σημειωθεί σημαντική μείωση. Αξιοσημείωτες είναι, όμως, οι αποκλίσεις μεταξύ των ελληνικών περιφερειών. Στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη τα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης ξεπερνούν κατά πολύ τα ενδεδειγμένα όρια, αγγίζοντας τα 17,4 μικρογραμμάρια το 2013, ενώ στην Αττική δεν ξεπερνούν τα 10,3 μικρογραμμάρια.

Σημειώνεται δε ότι στην περιφέρεια της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης παρατηρούνται ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά ανεργίας καθώς και πρόωρης εγκατάλειψης της εκπαίδευσης, γεγονός που δηλώνει σαφώς την παρουσία ήδη ευάλωτων ομάδων στην περιοχή αυτή. Την περίοδο 2008-2015 κατά μέσο όρο 21,7% των νέων ηλικίας 18-24 ετών εγκατέλειψαν πρόωρα την εκπαίδευση, όταν στην περιφέρεια Αττικής το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνά το 9,2%. Το 2014 σχεδόν ένας στους τρεις νέους (30,3%) στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη βρίσκονταν εκτός εκπαίδευσης, απασχόλησης ή κατάρτισης, ξεπερνώντας τον μέσο όρο στην Ελλάδα (26,5%) και το αντίστοιχο ποσοστό στην Αττική (23%). Υπογραμμίζεται δε ότι η περιφέρεια της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης καταγράφει τα χαμηλότερα επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος. Την περίοδο 2008-2013 το κατά κεφαλήν εισόδημα δεν ξεπερνά κατά μέσο όρο τα €10.634, όταν στην Αττική αντιστοιχεί σε €14.544.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ευρωπαϊκής έρευνας EU-SILC, το ποσοστό του συνολικού πληθυσμού που δηλώνει αδυναμία να θερμάνει επαρκώς το σπίτι του στην Ελλάδα διπλασιάστηκε κατά την περίοδο 2007-2015, αγγίζοντας το 29,2%. Μάλιστα, προκύπτει ότι κυρίως οι ευάλωτες ομάδες πλήττονται από την λεγόμενη ενεργειακή φτώχεια, καθώς το 2015 τα ποσοστά ξεπερνούν το 37% για τους ηλικιωμένους και το 33% για τις μονογονεϊκές οικογένειες. Τα αντίστοιχα ποσοστά στην ΕΕ-28 δεν ξεπερνούν κατά μέσο όρο το 10,9% και 14,6%.

Αγνοώντας τις κοινωνικές διαστάσεις κατά τον σχεδιασμό της περιβαλλοντικής πολιτικής, αναπόφευκτα θα επιδεινώνεται η θέση των πιο ευάλωτων ομάδων, οι οποίες εκτίθενται σε υψηλούς περιβαλλοντικούς κινδύνους και ταυτόχρονα επωμίζονται υψηλότερο βάρος για την εφαρμογή της εν λόγω πολιτικής. Ως εκ τούτου, για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των εθνικών πολιτικών για την κλιματική αλλαγή δεν αρκεί η τυπική συμμόρφωση με την ευρωπαϊκή νομοθεσία και η μέτρηση του επιπέδου των εκπομπών. Αντ’ αυτού, θα πρέπει να συνυπολογίζονται οι κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις των μέτρων που υιοθετούνται για τους τελικούς αποδέκτες που καλούνται να τα εφαρμόσουν, δηλαδή άτομα και επιχειρήσεις.

Η Λυδία Αβράμη είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών