Η ανάδυση της Κίνας σε οικονοµική υπερδύναµη κατά την τελευταία δεκαετία, η ενδυνάµωση του G20, η συγκρότηση της οργάνωσης του Ισλαµικού Κράτους, η άνοδος του εθνικισµού και της ξενοφοβίας, η εξάπλωση του κυβερνοχώρου και των µέσων κοινωνικής δικτύωσης, η ψήφος υπέρ της αποχώρησης του Ηνωµένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ενωση και η εκλογή του Ντόναλντ Τραµπ στις ΗΠΑ έχουν –εκ πρώτης άποψης –λίγα κοινά. Ολα τα ανωτέρω όµως συνιστούν, µε τον έναν ή µε τον άλλον τρόπο, εκφάνσεις µιας νέας πραγµατικότητας, στην οποία σε παγκόσµιο επίπεδο έχει επέλθει µια αναδιαµόρφωση της τάξης πραγµάτων. Νέα δεδοµένα µεταβάλλουν, µε συνεχώς αυξανόµενη ταχύτητα, αυτό που στις διεθνείς σχέσεις αποκαλείται «παγκόσµια τάξη». Μια χαλαρή ερµηνεία που αποδίδεται σε αυτόν τον όρο είναι η διανοµή δύναµης, επιρροής και εξουσίας των µονάδων στα διεθνή δρώµενα.

Μέχρι τις αρχές περίπου του 20ού αιώνα, η διεθνής τάξη αποτελούσε τη συνισταµένη από λαούς και κράτη που συνυπήρχαν ως µονάδες σε διαρκή µεταξύ τους ανταγωνισµό –πολιτικό και οικονοµικό. Το τέλος του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου και η δηµιουργία της Κοινωνίας των Εθνών αποτέλεσαν µια πρώτη προσπάθεια εδραίωσης της συνεργασίας σε παγκόσµιο επίπεδο. Η πραγµατική όµως µεταµόρφωση της διεθνούς τάξης σε ένα σύστηµα θεσµοθετηµένης συνεργασίας επήλθε στα µέσα του 20ού αιώνα µε το τέλος του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου και την υιοθέτηση από τις ΗΠΑ µιας εξωτερικής πολιτικής βασισµένης στον φιλελεύθερο διεθνισµό και στην προώθηση των θεσµών διεθνούς διακυβέρνησης, µεταξύ των οποίων διακρίνονται σήµερα ο ΟΗΕ, ο ΠΟΕ, το ΔΝΤ, η Παγκόσµια Τράπεζα καθώς και περιφερειακά σχήµατα όπως το ΝΑΤΟ, η ΕΕ και οι περιφερειακοί οργανισµοί εµπορίου και ασφάλειας στη Βόρεια και Νότια Αµερική, την Ασία και την Αφρική.

Η πρώτη αυτή σηµαντική αλλαγή της παγκόσµιας τάξης του 20ού αιώνα υπήρξε αποτέλεσµα τριών βασικών παραγόντων. Πρώτον, της µεταβολής στην ισορροπία δυνάµεων, µε την ανάδειξη των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ σε βασικούς πόλους ισχύος του διεθνούς συστήµατος, δεύτερον της αναζήτησης –κυρίως από τις ΗΠΑ και τον ευρύτερο δυτικό κόσµο –της νοµιµοποίησης σε διεθνές επίπεδο ενός συστήµατος αξιών, αυτού της φιλελεύθερης δηµοκρατίας, και τρίτον της επιρροής ισχυρών προσωπικοτήτων που ηγήθηκαν της προσπάθειας διαµόρφωσης της τάξης αυτής, όπως, µεταξύ άλλων, ο Γουίλσον, ο Τσόρτσιλ, ο Σουµάν και ο Αντενάουερ.

Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα και κυρίως η παγκόσµια οικονοµική κρίση –µε τις κοινωνικές, οικονοµικές και πολιτικές της επιπτώσεις –οδήγησαν πολλούς αναλυτές αλλά και πολιτικούς στην αντίληψη ότι πράγµατι βρισκόµαστε προ των πυλών συγκρότησης µιας νέας παγκόσµιας τάξης πραγµάτων. Η επισκόπηση του διεθνούς περιβάλλοντος από τη σκοπιά των τριών ως άνω παραγόντων συµβάλλει στο να κατανοήσουµε γιατί µια τέτοια αντίληψη είναι πράγµατι βάσιµη.

Η οικονοµική άνοδος της Κίνας αλλά και άλλων αναπτυσσόµενων χωρών –των λεγόµενων αναδυόµενων δυνάµεων, µεταξύ των οποίων και οι BRICS –σηµατοδότησε την ανακατανοµή της οικονοµικής αλλά και πολιτικής, στρατιωτικής και διπλωµατικής ισχύος. Η ανάδειξη του Ισλαµικού Κράτους –και άλλων ισλαµιστικών τροµοκρατικών οργανώσεων νωρίτερα –σε µέγιστη παγκόσµια απειλή έχει καταστήσει σαφές ότι πλέον µονάδες που συνδιαµορφώνουν τη νέα τάξη πραγµάτων δεν είναι µόνο τα κράτη και τα έθνη, αλλά και ποικίλα άλλα µορφώµατα µε δράση και επιρροή στο διεθνές γίγνεσθαι. Η ανάληψη της διαχείρισης της παγκόσµιας οικονοµικής κρίσης κατά µεγάλο µέρος από το G20 –την οµάδα των είκοσι ισχυρότερων οικονοµιών του κόσµου –και ο ρόλος που διετέλεσαν οι διεθνείς και περιφερειακοί θεσµοί, όπως το ΔΝΤ και η ΕΕ, δηµιούργησαν περαιτέρω πολύπλοκα ερωτήµατα ως προς τη –για ορισµένους τουλάχιστον αµφισβητούµενη –δηµοκρατική νοµιµοποίηση των εν λόγω φορέων και οργανισµών να αποφασίζουν για ζητήµατα µεγάλου κοινωνικού και οικονοµικού αντικτύπου εντός των κρατών.

Ισως όµως περισσότερο από όλα, η παρούσα µεταβολή της διεθνούς τάξης να συνδέεται µε την απουσία συµφωνίας ως προς τις αξίες που θα πρέπει να διέπουν τη διεθνή διακυβέρνηση. Με άλλα λόγια, την απουσία συλλογικού οράµατος για το τι κόσµο θέλουµε. Εναν κόσµο συνεργασίας ή σύγκρουσης; Διευρυµένης δηµοκρατίας ή αποδοχής της συνύπαρξης µε αυταρχικά καθεστώτα; Και κυρίως, έναν κόσµο που θα θέτει ως προτεραιότητα τις διεθνείς προκλήσεις όπως τις κλιµατικές αλλαγές, τις ανεξέλεγκτες επιδηµίες και την τιθάσευση των ακραίων ανισοτήτων που παρατηρούνται ιδίως στις αναπτυσσόµενες χώρες ή την επιστροφή στην προάσπιση των αµιγώς εθνικών συµφερόντων (εάν βέβαια θεωρηθεί ότι αυτά µπορούν πλέον να αποµονωθούν εντός των εθνικών συνόρων);

Η άνοδος του λαϊκιστικού εθνικισµού έχει ερµηνευτεί, µεταξύ άλλων, ως µια πτυχή της ως άνω κρίσης. Η εκλογή του Ντόναλντ Τραµπ, ο οποίος έχει επανειληµµένα εκφράσει σκεπτικισµό ως προς την αξία των διεθνών οργανισµών και το κατά πόσο οι ΗΠΑ πρέπει να έχουν ηγετική θέση εντός αυτών, γεννά άµεσα ερωτήµατα για το µέλλον της παγκόσµιας διακυβέρνησης. Και εύλογα µπορεί κάποιος να αναρωτηθεί για το ποιοι από τους σύγχρονους ηγέτες διαθέτουν τη δυναµική ή τις χαρισµατικές προσωπικότητες ώστε να αναλάβουν το δύσκολο έργο της καθοδήγησης της παγκόσµιας τάξης προς µια κατεύθυνση που να συµφιλιώνει την ανάγκη των πολιτών για δηµοκρατία, των κρατών –µικρών και µεγάλων –για συµµετοχή στα διεθνή κοινά και των σύγχρονων προκλήσεων για λύσεις που απαιτούν µια πραγµατικά παγκοσµιοποιηµένη κοινωνία συνεργασίας και αξιών. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που η νέα προεδρία του G20 –η πρώτη της Αργεντινής –ξεκινά µε ένα κεντρικό µήνυµα: τη συναίνεση.

Η Ελενα Λαζάρου είναι επίκουρη καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστηµίου Getulio Vargas (Rio de Janeiro) και επιστηµονική συνεργάτρια του ΕΛΙΑΜΕΠ