έρυσι είχα εκστασιαστεί από το ρεσιτάλ του Τάκη Ζαχαράτου. Και είχα υποστηρίξει πως δεν είναι ένας απλός μίμος, αφού δεν μιμείται φωνές ή κινήσεις των σατιριζόμενων κυρίως δημόσιων προσώπων, αλλά καταβυθίζεται και στον ψυχισμό τους και από κει ξεκινώντας χτίζει τη γνωστή στο κοινό περσόνα του.

Η τέχνη αυτή είναι πανάρχαια αλλά γιγαντώθηκε και έγινε κάποια στιγμή της ιστορίας κυρίαρχη μετά την αλεξανδρινή επέκταση της ελληνικής τέχνης, γλώσσας και θεατρικής σάτιρας.

Ερχόταν, βέβαια, από τη χαμένη μεγαρική φάρσα, που ήταν λαϊκό, τολμηρό και σεξιστικό δρώμενο, που γνώριζε ο Αριστοφάνης. Το ξεμπρόστιαζε στις κωμωδίες του αλλά κάπου και μέσω της αναφοράς του το εκμεταλλευόταν αποσπώντας το χοντρό γέλιο των θεατών της πολιτικής δικής του κωμωδίας. Το είδος αυτό με παρωδίες των αρχαίων τραγικών μύθων ευδοκίμησε στη Σικελία και συχνά στην Αθήνα σικελοί μίμοι περιοδεύοντας έφερναν στις αυλές των πλούσιων μετοίκων τούς θιάσους τους.

Ενας τέτοιος σικελός θιασάρχης αναφέρεται στο «Συμπόσιον» του Ξενοφώντος όπου περιγράφεται απλοϊκότερα η ίδια συζήτηση περί έρωτος που καταγράφει ο Πλάτων στο αριστουργηματικό δικό του «Συμπόσιον». Ο Ξενοφών τελειώνει τη συζήτηση με την είσοδο στην τράπεζα του συμποσίου δύο μίμων Σικελών που αναπαριστούν ένα ερωτικό ντουέτο Αριάδνης – Απόλλωνος που καταλήγει σε παθιασμένη συνουσία τόσο «ζωντανό» για τους συνδαιτυμόνες ώστε μετά το τέλος της σκηνής «φεύγουν», όπως τονίζει ο Ξενοφών, οι μεν παντρεμένοι για να σμίξουν με τις γυναίκες τους, οι δε ανύπαντροι υποσχόμενοι γρήγορα να βρουν ερωτική σύντροφο!

Αυτό το «Συμπόσιον» διαδραματίζεται ζώντος του Σωκράτη, άρα οι συμποσιαστές που το χαίρονται με τα συμπαρομαρτούντα μιμητικά του «τυχερά» πριν μερικούς μήνες θα είχαν δει στο θέατρο Σοφοκλή και Ευριπίδη και Αριστοφάνη και Αγάθωνα.

Αρα, το θεατρικό φάσμα που είχε την ευκαιρία να απολαμβάνει ο αθηναίος πολίτης γύρω στο 410 π.Χ. ξεκινούσε από τις «Ηλέκτρες» του Ευριπίδη και του Σοφοκλή, τις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη και έφτανε μέχρι τους παντόμιμους και τα τολμηρά ερωτικά δρώμενα των σικελών μίμων.

Αργότερα η τύχη θα διασώσει τους Μιμίαμβους του Ηρώνδα (που ενθουσίαζαν αργότερα και τον Καβάφη) όπου σατιρίζονταν μικροαπατεώνες, ερωτοληπτικές κυρίες που αντάλλασσαν εραστές δούλους με τις φιλενάδες τους και πορνοβοσκούς.

Είχε προηγηθεί η Νέα Κωμωδία κυρίως με τα σωζόμενα σε μας έργα του Μενάνδρου όπου την πολιτική σάτιρα των θεσμών της πόλεως αντικατέστησε η «αστική» σάτιρα των φιλάργυρων, των μισανθρώπων, των νόθων παιδιών και των έκλυτων νέων που συζούν με εταίρες. Ο προθάλαμος του αιώνιου μπουλβάρ!

Τον Μένανδρο και τους συγχρόνους του μιμήθηκε και η ρωμαϊκή κωμωδία του Πλαύτου και του Τερέντιου και από κει μέσω των κυνηγημένων από τους βαρβάρους και τον χριστιανισμό μίμων ξαναγεννήθηκε το θέατρο από τον 8ο αιώνα μ.Χ. για να γιγαντωθεί και μέσα από την Εκκλησία μετά το 1200 μ.Χ.

Σ’ όλη αυτή τη μεταβατική περίοδο θριαμβεύουν οι περιοδεύοντες μίμοι. Σατιρίζουν τα ήθη και τα κοινωνικά ελαττώματα και βέβαια ηγεμόνες, αρχιεπισκόπους και τα νέα επαγγέλματα (δικηγόρους, γιατρούς, εμπόρους, καλογέρους πλούσιων μοναστηριών).

Αυτή την παράδοση των μεσαιωνικών μίμων στα χρόνια μας με νέους ιδεολογικούς και ηθικούς στόχους επανέφερε ο απροσδόκητος νομπελίστας μίμος Ντάριο Φο και η γυναίκα του Φράνκα Ράμε και σε μας εδώ έξοχοι επιθεωρησιακοί ηθοποιοί (ο Κοκκίνης, ο Ζαζάς, ο Μαυρέας, ο Παράβας, ο Εξαρχάκος και από τους νεότερους ο Χάρρυ Κλυνν, ο Γιώργος Μαρίνος και ο Λαζόπουλος).

Η μεγάλη σάτιρα, λογοτεχνική και θεατρική, έχει ως στόχο τα κοινωνικά ελαττώματα είτε ασκήθηκε στο μιμητικό πεδίο από το μιούζικ χολ είτε από την κωμωδία είτε από τον κινηματογράφο (Τσάπλιν, Μπάστερ Κίτον, Γούντι Αλεν, Φερναντέλ, Τοτό, Τζέρι Λιούις, Αδελφοί Μαρξ, Μόντι Πάιθονς κ.τ.λ.).

Τα τελευταία χρόνια δίπλα αλλά σε άλλο κώδικα και άλλους στόχους στον Ζαχαράτο ξεφύτρωσε το εκπληκτικό φαινόμενο Γιώργος Γαλίτης. Εδώ και μερικά χρόνια επαναλαμβάνει με την ίδια πάντα επιτυχία τον σπονδυλωτό μονόλογο «Τα ραδίκια ανάποδα» που γράφει ο ίδιος και σκηνοθετεί ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης με μουσική επιμέλεια – ενορχήστρωση Τόλη Κετσελίδη και σκηνογραφία του ίδιου του δημιουργού.

Τι είναι αυτά τα «Ραδίκια ανάποδα»; Μα μονόλογοι επιτύμβιοι, επικήδειοι λόγοι και επιτάφιες εξομολογήσεις. Αρα κατ’ αρχάς μαύρο χιούμορ. Το μαύρο χιούμορ είναι μια δύσκολη τέχνη της σάτιρας από σκηνές που πρέπει να ισορροπήσουν πάνω σε τεντωμένο σκοινί. Δεν είναι εύκολο να κάνεις πλάκα με τον θάνατο, με τα συναισθήματα των συγγενών και την απώλεια των οικείων.

Το έργο του Γαλίτη είναι δομημένο ως σειρά επικηδείων, δώδεκα των αριθμό, που εκφωνούν καλόγεροι, στρατηγοί, γιατροί, επαγγελματίες, καλλιτέχνες. Ο δαιμόνιος αυτός δημιουργός (δεν είναι μίμος) φορώντας κάθε φορά το κατάλληλο για την περίπτωση κοστούμι, με λόγο έξοχα προσαρμοσμένο στην ιδιότητα, τη γλωσσική περιουσία, την επαγγελματική ρητορική του ομιλούντος προσφέρει μια ανθολογία ύφους και ήθους άκρως διαφωτιστική για την κοινωνική, ηθική, πολιτική και αισθητική διαστρωμάτωση, ταξική και παιδευτική της εποχής μας. Ο Γαλίτης πριν απ’ όλα είναι ένας σπουδαίος συγγραφέας, με ισάξιο, για να μη φύγω από τη θεματολογία του, έργο με τον έξοχο «Επικήδειο» που μας χάρισε ο σημαντικός κρητικός συγγραφέας τού «Οταν ήμουν δάσκαλος» Ιωάννης Κονδυλάκης.

Ενας αριστουργηματικός επίσης «Επικήδειος» είναι ο θεατρικός μονόλογος του Ιάκωβου Καμπανέλλη που πρώτος ερμήνευσε έξοχα ο Θανάσης Παπαγεωργίου. Ο Γαλίτης δεν έχει ως συγγραφέας τίποτε να ζηλέψει από τους δύο θαυμάσιους προγόνους του.

Αλλά δεν φτάνει αυτός ο έπαινος. Ο Γαλίτης ως ηθοποιός φέρνει έναν νέο αέρα στη σατιρική υποκριτική. Χωρίς να διαθέτει κωμική φάτσα, αντίθετα είναι ένας ωραίος μεσήλικος, ο Γαλίτης έχει κατορθώσει να δημιουργήσει μια περσόνα αγέλαστου αφηρημένου μπλαζέ πολύ κοντά στην κωμική περσόνα του Μπάστερ Κίτον του αγέλαστου. Οι διάφοροι ομιλητές των επικηδείων που ερμηνεύει ο Γαλίτης δεν έχουν μόνο το χάρισμα του ιδιότυπου λόγου της συντεχνίας που εκπροσωπούν. Εχουν και μια δική τους τελείως προσωπική χειρονομία, έναν ιδιόρρυθμο τρόπο στη χρήση της παύσης ή της σιωπής και συνήθως και κάποια επαναλαμβανόμενα τικ.

Ο Γαλίτης κάνει στο θέατρο ό,τι έκανε ο Θεόφραστος με τους «Χαρακτήρες» του, ο Λαμπριγιέρ με τους δικούς του «Χαρακτήρες» και ο Λασκαράτος με τη συλλογή κοινωνικών ελαττωματικών τύπων στο «Ιδού ο άνθρωπος».

Αρα ο Γαλίτης προσέρχεται στο κοινό με διπλή (επιτυχή) ιδιότητα: ως κοινωνιολόγος των ελαττωμάτων της ελληνικής πανίδος και ως εικόνα πολύπτυχη της τυπολογίας αυτής της ανθρωπολογικής ανθολογίας.

Και τι τόλμη. Τα δύο αριστουργηματικά κείμενα του Στρατηγού και του Καλόγερου καθώς και του πορτοφολά κ.τ.λ. τροφίμου των φυλακών είναι κείμενα και ερμηνείες που θα τιμούσαν κάθε ευρωπαϊκή δραματουργία και παραστασιολογία.

Είδα τα «Ραδίκια» στο θέατρο Παπάγου. Θα ξαναπαιχτούν και πάλι συνεχίζοντας θριαμβική πορεία ετών σε θέατρο χειμερινό της Αθήνας.

Αξίζει τον κόπο να το δείτε.

INFO

Κείμενο, σκηνογραφία, ερμηνεία: Γιώργος Γαλίτης

Σκηνοθεσία: Βλαδίμηρος Κυριακίδης

Μουσική επιμέλεια: Τόλης Κετσελίδης

Φωτισμοί: Θανάσης Ρουμελιώτης

Πού: Από σήμερα και κάθε Δευτέρα στην «Αθηναΐδα» (Καστοριάς 34, τηλ. 210-348 0.000)