Η οικονομία στη ζώνη του ευρώ επιτέλους ανακάμπτει. Η ανάκαμψη όμως αυτή αντιμετωπίζει εμπόδια, τα οποία σχετίζονται τόσο με την πολιτική αβεβαιότητα που συνδέεται με την άνοδο του λαϊκισμού και της αντιευρωπαϊκής ρητορικής όσο και με την ενίσχυση του προστατευτισμού.

Επιπλέον, η ανάκαμψη είναι αργή σε σύγκριση με προγενέστερες περιπτώσεις, το παραγωγικό κενό εξακολουθεί να είναι μεγάλο σε ορισμένα κράτη-μέλη, οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ εξακολουθούν να υπολείπονται σημαντικά σε σχέση με τα προ της κρίσης επίπεδα, ενώ το αυξανόμενο πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο αντανακλά ασθενή εγχώρια ζήτηση σε σχέση με την παραγωγή.

Ενόψει των προαναφερθέντων κινδύνων και προκλήσεων και με δεδομένο το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δεν μπορεί να διατηρεί τη νομισματική πολιτική υπερβολικά χαλαρή επ’ άπειρον, τα επόμενα βήματα θα πρέπει να περιλαμβάνουν μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση του ρυθμού ανάπτυξης, τη μείωση της ανεργίας και την αύξηση της ανθεκτικότητας της ζώνης του ευρώ σε μελλοντικές διαταραχές. Επίσης, χρειάζεται ενίσχυση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών, της σύγκλισης και του επιμερισμού των κινδύνων εντός της ζώνης του ευρώ.

Ο μηχανισμός οικονομικής εξισορρόπησης εντός της ευρωζώνης θα πρέπει να λειτουργεί συμμετρικά, δηλαδή τόσο για τις χώρες με ελλείμματα στο εξωτερικό ισοζύγιο όσο και για τις χώρες με πλεονάσματα. Προς τον σκοπό αυτό, η λεγόμενη Διαδικασία Μακροοικονομικών Ανισορροπιών θα πρέπει να ενισχυθεί και να οδηγήσει σε μεταρρυθμίσεις στις χώρες που συσσωρεύουν μεγάλα και συνεχή πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Οι χώρες που επλήγησαν από την κρίση έχουν βελτιώσει σημαντικά την εξωτερική τους θέση αφενός μέσω της αύξησης των εξαγωγών, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων που βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητα, και αφετέρου μέσω της μείωσης των εισαγωγών, λόγω της οικονομικής ύφεσης. Αντίθετα, οι χώρες που είχαν υψηλά πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών πριν από την κρίση δεν συνέβαλαν στην απαιτούμενη εξισορρόπηση, καθώς η εγχώρια ζήτηση παραμένει ανεπαρκής και ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης σχετικά χαμηλός. Αυτή η έλλειψη προόδου στις χώρες με μεγάλα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δυσχεραίνει τις προσπάθειες προσαρμογής των ελλειμματικών χωρών, καθώς καθιστά αναγκαία μια ακόμα μεγαλύτερη εσωτερική υποτίμηση προκειμένου να επιτυγχάνεται διατηρήσιμη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους. Και αυτό είναι ακόμα πιο δύσκολο στο σημερινό περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού.

Ο επιμερισμός των κινδύνων εντός της ευρωζώνης θα πρέπει να ενισχυθεί σύμφωνα με τις προτάσεις της Εκθεσης των Πέντε Προέδρων του 2015, αλλά και άλλες προτάσεις όπως, για παράδειγμα, αυτές που δημοσίευσε το Ινστιτούτο Jacques Delors το φθινόπωρο του 2016. Ο επιμερισμός των κινδύνων του ιδιωτικού τομέα μπορεί να επιτευχθεί μέσω ενεργειών που θα οδηγήσουν σε μια γνήσια χρηματοπιστωτική ένωση με πλήρως ενοποιημένες χρηματοπιστωτικές αγορές, συμπεριλαμβανομένων των αγορών κεφαλαίων. Μεταξύ αυτών των ενεργειών είναι η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ενωσης μέσω της δημιουργίας ενός πανευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων.

Η προώθηση μιας γνήσιας Ενωσης Κεφαλαιαγορών μπορεί να επιτευχθεί μέσω νομοθετικών αλλαγών που θα επιβάλουν την εναρμόνιση με τις βέλτιστες πρακτικές για την τιτλοποίηση, τη λογιστική, τη νομοθεσία περί αφερεγγυότητας και το εταιρικό δίκαιο, τα περιουσιακά δικαιώματα κ.λπ. Οι αλλαγές αυτές θα καταστήσουν δυνατή τη βαθύτερη ενοποίηση των αγορών ομολόγων και μετοχών και θα εξασφαλίσουν ότι οι εταιρείες (και ιδίως οι μικρομεσαίες) θα μπορούν να έχουν πρόσβαση, πέραν της τραπεζικής χρηματοδότησης, και στις αγορές κεφαλαίων. Με τον τρόπο αυτό θα αυξηθούν οι διασυνοριακές επενδύσεις και συνεπώς θα ενισχυθεί ο επιμερισμός των κινδύνων του ιδιωτικού τομέα μεταξύ των χωρών, καθώς θα μειωθεί η συσχέτιση της απόδοσης ενεργητικού και της πρόσβασης σε πιστώσεις, με τις εγχώριες οικονομικές συνθήκες των επιμέρους κρατών-μελών.

Πέρα από την ενίσχυση των διαύλων επιμερισμού των κινδύνων του ιδιωτικού τομέα, επιβάλλεται επίσης η δημιουργία ενός κεντρικού εργαλείου δημοσιονομικής σταθεροποίησης στη ζώνη του ευρώ για την απορρόφηση τυχόν ισχυρών μακροοικονομικών κραδασμών, δηλαδή ενός μηχανισμού επιμερισμού των κινδύνων του δημόσιου τομέα. Ενα τέτοιο εργαλείο θα παρέχει ουσιαστική ασφάλιση κατά των ασύμμετρων διαταραχών που προκαλούν περιφερειακοί κλυδωνισμοί. Ενώ επί του παρόντος δεν υπάρχει προθυμία για τη δημιουργία δημοσιονομικής ένωσης, υπάρχουν ρεαλιστικοί εναλλακτικοί τρόποι για να προχωρήσουμε στη δημιουργία ενός κεντρικού εργαλείου δημοσιονομικής σταθεροποίησης. Για παράδειγμα, αξιοποιώντας την εμπειρία του υπάρχοντος Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων (Σχέδιο Juncker), είναι ενδεχομένως εφικτή μια συμφωνία που θα προωθεί μεταρρυθμίσεις με αντάλλαγμα επενδύσεις που θα χρηματοδοτούνται μέσω ενός κοινού συνόλου ευρωπαϊκών πόρων. Αυτοί οι ευρωπαϊκοί πόροι μπορεί να προέρχονται είτε από κάποιο διακυβερνητικό ταμείο επενδύσεων είτε από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, ενώ θα μπορούσε να εξεταστεί και η έκδοση ευρωομολόγων από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας –υπό τους κατάλληλους όρους –όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες. Εναλλακτικά ή/και συμπληρωματικά, θα μπορούσε να εξεταστεί η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού μηχανισμού ασφάλισης έναντι της ανεργίας.

Στο τελικό στάδιο, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας θα μπορούσε να μετατραπεί σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο. Αυτό το Ταμείο θα λειτουργεί ως δανειστής έσχατης ανάγκης (lender of last resort) για τα κράτη-μέλη. Οι κυβερνήσεις που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες και δυσκολία πρόσβασης στις αγορές θα μπορούν να δανείζονται από το Ταμείο υπό όρους και προϋποθέσεις.

Ενα είναι βέβαιο: περιθώριο για εφησυχασμό δεν υπάρχει, καθώς η Ευρώπη δεν είναι επαρκώς προετοιμασμένη για μια νέα κρίση και η ΕΚΤ δεν μπορεί συνεχώς να αναλαμβάνει μόνη της τον ρόλο του εξισορροπιστή. Επιβάλλεται περαιτέρω δράση. Η ολοκλήρωση της ΟΝΕ σύμφωνα με τις προτάσεις της Εκθεσης των Πέντε Πρόεδρων του 2015 αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητάς της και της μακροπρόθεσμης ευημερίας των κρατών-μελών της. Βέβαια, είναι σαφές ότι αυτό αναπόφευκτα θα απαιτήσει κάποιες αλλαγές στη Συνθήκη, το αργότερο σε δέκα χρόνια από τώρα αν και θα ήταν επιθυμητό αυτό να γίνει νωρίτερα. Ομως, οι Συνθήκες δεν είναι απολιθωμένα κείμενα. Χρειάζονται περιοδικές αναθεωρήσεις ώστε να προσαρμόζονται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες.

Ο Γιάννης Στουρνάρας είναι ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος