Ο παππούς μου ο Νικόλαος Κλεάνθους Λανίτης (ο Νικλής, όπως τον λέγαν) έφυγε νωρίς. Είχε προλάβει να φυλακιστεί στην Κύπρο τη δεκαετία του ’30, με την εξέγερση για την Ενωση. Εξορίστηκε από τους Αγγλους για να μην μπορεί να γυρίσει για πολλά χρόνια στην Κύπρο, στη Λεμεσό, στη Λάνια. Εβγαλε πολλούς λόγους, πατριωτικούς, λόγους του Ελληνα που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στην Κύπρο, όπως άλλοι είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Κρήτη ή στη Ρόδο.

Δεν είδε το πραξικόπημα της χούντας, την κερκόπορτα ν’ ανοίγει, δεν είδε την τουρκική εισβολή και τη στρατιωτική ήττα. Δεν είδε την de facto διχοτόμηση, τους πρόσφυγες, δεν του απαγόρεψε κανείς να τριγυρίσει στην Αμμόχωστο, να πιει τον καφέ του στο λιμάνι της Κυρήνειας.

Ισως, αν ζούσε, να προσπαθούσε με φλογερούς λόγους να ξυπνήσει την αντίσταση, την έμπρακτη άρνηση των στρατιωτικών τετελεσμένων. Ισως, αν ήταν νέος, να δήλωνε εθελοντής σε μια τέτοια αντίσταση, όπως είχε δηλώσει εθελοντής και πήγε στους Βαλκανικούς Πολέμους.

Ομως ο παππούς μου ήταν και βαθύτατα πολιτικός. Δίπλα στο συναίσθημα έβαζε και τη σκέψη. Γι’ αυτό πιστεύω ότι σήμερα, δεκαετίες μετά την de facto διχοτόμηση, θα υποστήριζε ότι θα ‘πρεπε η ελληνοκυπριακή και η ελλαδική ηγεσία να προσέλθουν στις συζητήσεις της Γενεύης με στόχο τη συμφωνία, χωρίς μαξιμαλισμούς που κράτησαν ανοιχτή την πληγή 43 χρόνια μετά την εισβολή και την κατοχή. Θα ‘θελε όμως να ‘βαζε και λίγο από το όνειρο, θα ‘θελε να μην υπάρχουν εσαεί απαγορεύσεις, τετελεσμένα. Θα ‘θελε το σχέδιο που θα δεχόταν η Κυπριακή Δημοκρατία να είχε μια προοπτική για τα δισέγγονά του. Για τον χρόνο που θα του επέτρεπε να ονειρεύεται ότι έχουν φύγει τα στρατεύματα, που θα του επέτρεπε να βλέπει την Κύπρο ολόκληρη μέρος της Ευρώπης χωρίς ποσοστώσεις και απαγορεύσεις, με όλες τις ελευθερίες του ευρωπαίου πολίτη. Γι’ αυτά θα μαχόταν.

Κάπως έτσι τον θυμάμαι, κάπως έτσι τον φαντάζομαι από τα γραπτά του και από τις κατοπινές διηγήσεις. Φανατικό Ελληνα, φλογερό αγωνιστή, ολόψυχα Ευρωπαίο. Και σίγουρα όχι «τζάμπα μάγκα». Το δικαίωμα στη «μαγκιά» το ‘χε κατακτήσει, το ‘χε πληρώσει στα δικά του χρόνια. Σήμερα δεν θα το διεκδικούσε από τον καναπέ του. Ούτε θα το μοιραζόταν με ακροδεξιούς, εοκαβητατζήδες, εθνικολαϊκιστές και τυχοδιώκτες, γιατί ο παππούς μου ήταν και σοβαρός και δημοκράτης.

Και αυτό που θα ‘κανε είναι ότι θα συζητούσε για να πείσει και να πειστεί. Για να ‘χει θέσεις, όχι αρνήσεις. Για να βρει ποιος είναι ο καλύτερος δρόμος για τον Κύπριο, για τον Ελληνα, για εμάς.

Εκδοχή αυτού του κειμένου είχε δημοσιευτεί στο «Βήμα» πριν από περίπου δεκατρία χρόνια, την εποχή της συζήτησης του, καταψηφισθέντος τελικώς, σχεδίου Ανάν. Ξαναδημοσιεύεται με αλλαγές μπροστά στις τωρινές κρίσιμες συζητήσεις για το Κυπριακό.

Ο Σπύρος Καβουνίδης είναι δρ πολιτικός μηχανικός, μέλος των Κινήσεων για την Κεντροαριστερά