Η ΣΚΗΝΗ είναι εντυπωσιακή και αναπαράγεται σε ένα από τα ντοκιμαντέρ που παίχθηκαν μετά τον πρόσφατο θάνατό του. Είναι καλοκαίρι του 1994 στην Αβάνα ή κι αν δεν είναι καλοκαίρι ο καιρός στο νησί είναι πάντα θερινός. Είναι μέρα στο κέντρο της πόλης, όπου απελπισμένοι πολίτες σπάνε βιτρίνες καταστημάτων. Γιατί; Γιατί πεινάνε. Στερημένη από τις σοβιετικές επιδοτήσεις στις εξαγωγές ζάχαρης, η Κούβα έχει γονατίσει. Η οικονομία έχει διαλυθεί. Ο πληθυσμός, συνηθισμένος έως τότε σε ένα αξιόλογο επίπεδο ζωής, είναι σε απόγνωση. Και εξεγείρεται. Είναι μέρα, γίνεται χάος και ξαφνικά, μέσα σε αυτό το χάος, εμφανίζεται ο Κάστρο. Είναι αναψοκοκκινισμένος και λίγο ταραγμένος μέσα στη στρατιωτική του στολή. Περιστοιχίζεται από άνδρες ασφάλειας –όχι όμως πολλούς. Στέκεται ανάμεσα στον κόσμο και επιβάλλει με την παρουσία και τα λόγια του ηρεμία. Οι ταραχές σταματούν. Χωρίς καταστολή, αλλά με παρουσία του ηγέτη στο πεζοδρόμιο. Φυσικά, τα λουριά θα σφίξουν μετά. Αλλά ο Κάστρο δεν είναι ένας φοβισμένος δικτάτορας, εγκλωβισμένος στο μέγαρό του πίσω από αστυνομικούς. Είναι ένας πρώην επαναστάτης που διατηρεί ακόμη ισχυρό το γονίδιο της ηγετικότητας. Οχι, βέβαια, πως αυτό βοήθησε κανέναν. Αλλά το περιστατικό είναι υπόδειγμα διαχείρισης κρίσης.

Με όρους ηγετικότητας επιχειρεί να κινηθεί και ο μόνος ευρωπαίος πρωθυπουργός που πήγε στην Αβάνα για να παραστεί στην κηδεία του Φιντέλ. Ο Τσίπρας ξέρει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε δημοσκοπική κατάρρευση. Τα νούμερά του είναι κάτω από το 20% –ίσως και κάτω από το 15%. Υπάρχει ρήγμα στη βάση, από όπου ψηφοφόροι περνούν απευθείας στη ΝΔ. Και υπάρχει πλήγμα σοβαρό, αν όχι ανεπανόρθωτο, στην προσωπική του αποτύπωση στην ελληνική κοινωνία. Τα περί εκλογών είναι ανέκδοτο. Τα περί δημοψηφίσματος πιθανή παρωδία και φιάσκο. Το πολιτικό επιτελείο γύρω από τον Πρωθυπουργό δεν στερείται αντίληψης και το ξέρει. Παγίδευση υπάρχει και στη διαπραγμάτευση, όπου η πρόχειρη κίνηση με το «κοινωνικό επίδομα» έδωσε την ευκαιρία στην παρέα των γερακιών –Σόιμπλε, Τόμσεν και μικροί –να ταπεινώσει την Ελλάδα. Τι κάνει λοιπόν ο Τσίπρας; Βγαίνει στον δρόμο. Ξεκινάει από τη Θράκη, συνεχίζει με την Κρήτη. Για να δείξει ότι δεν φοβάται να ξαναβρεθεί μέσα στην κοινωνία. Γιατί αγαπά την πρόκληση. Και για να συμμαζέψει το ηθικό του κόμματος και της Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Εχει μεσολαβήσει μια επίσκεψη στη φωλιά του λύκου, στο Βερολίνο, από έναν Πρωθυπουργό που μπορεί να είναι ο παρίας μιας Ευρώπης που, με τελειωμένο τον Ολάντ και χωρίς τον Ρέντσι, γυρνάει δεξιά, αλλά και που δεν φοβάται να πάει στα κέντρα αποφάσεων. Οπως δεν φοβάται και να μπει στην αίθουσα των κοινοβουλευτικών συντακτών και να εμφανιστεί ενδιαφερόμενος για τις θέσεις εργασίας στα ΜΜΕ –την ίδια ώρα που η κυβέρνησή του μετέρχεται κάθε μέσο για να τα οδηγήσει σε χρεοκοπία και δημιουργεί κλίμα ενοχοποίησής τους ώστε να παρακινήσει τη Δικαιοσύνη να ενεργοποιηθεί.

Αντί να κλειστεί, ο Τσίπρας βγαίνει στο ξέφωτο για να συναντήσει τον αντίκτυπο των γεγονότων που αυτός και η κυβέρνησή του δημιούργησαν. Οχι ότι αυτό βοηθά κανέναν. Ή ότι βοηθά τις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της κυβέρνησής του –ή της χώρας. Δεκαέξι χαμένοι μήνες έχουν περάσει. Ολα στην Ελλάδα –και κυρίως η θέση των πολιτών –είναι χειρότερα. Ο Τσίπρας είναι ο χειρότερος Πρωθυπουργός από το 1974 και μετά μην έχοντας κομίσει τίποτε, μην έχοντας προσφέρει καμία βελτίωση σε κανέναν τομέα. Μόνο την εξουσία στο κόμμα του. Μια εξουσία που είναι πλέον το μόνο που του έχει μείνει και το μόνο που θέλει όσο γίνεται περισσότερο να κρατήσει μετά το μεγάλο ξεφούσκωμα του ιδίου, του ΣΥΡΙΖΑ και, κυρίως, των ελπίδων που ασκόπως δημιουργήθηκαν.