«Πιστεύω εις εσένα, ότι το άλλο εμού. Οτι εσύ παράπτωμα και σύμπτωμα και τέρψις και απόλαυσις. Οτι εσύ εις αυτά πίστις. Οτι εκάστου νοήματος νόημα. Οτι γυνή λέγων, εσέ λέγω. Οτι εμαυτού γυνή, και γυναιότητα όλη. Πιστεύω εσέ, ότι εσύ εγώ· εγώ όλος…» («Πίστη και απιστία»).

Αναπτύσσεται εδώ ένας λόγος μεικτός, μιμητικός της θρησκευτικής, της λόγιας, της ποιητικής γλώσσας διάφορων περιόδων. Ομως, ενώ τα κείμενα της συλλογής κειμένων «Αυθάδεια λαγνεύουσα» του Κώστα Βούλγαρη παραπέμπουν σε συγκεκριμένα λογοτεχνικά γένη και εποχές, παρεισφρέουν στοιχεία, λέξεις ή σημασίες λέξεων οι οποίες δημιουργούν ρωγμές στο ειδολογικό και στο χρονολογικό πλαίσιό τους, ώστε προκύπτει εντέλει ένας λόγος προσωπικός. Το τελευταίο επιτυγχάνεται όχι μόνο με τις αποδομιστικές λέξεις και σημασίες, αλλά πρώτιστα με το ύφος, το οποίο στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αυτό ενός πολέμιου της θεσμισμένης θρησκείας, που την υπονομεύει μέσω του ισχυρότερου όπλου της: αναστρέφοντας τον προσανατολισμό της ρητορικής της από τη μεταφυσική σφαίρα προς την εγκόσμια, θέτοντας λοιπόν ως ρητορικό στόχο τής προσομοιάζουσας στη θρησκευτική γλώσσας του την πειθώ για την υπέρτατη ισχύ του ανεξέλεγκτου σαρκικού έρωτα. Η ακατάσχετη, η αυθάδης λαγνεία των σωμάτων καθίσταται το βασικό πεδίο αναφοράς του προσωπικού και επιπλέον τεχνητού ιδιώματος της συλλογής, τεχνητού επειδή αναδεικνύει επιδεικτικά το γεγονός ότι συνιστά κατασκευή, υπογραμμίζοντας και ταυτοχρόνως διαγράφοντας τις ιστορικές τομές από τις οποίες τροφοδοτείται.

Η ρητορική καθιερωνόταν ανέκαθεν μεταξύ των υπόλοιπων κυρίαρχων λόγων, με έναν από τους οποίους, σύμφωνα με τον Μισέλ Φουκό, χρειάζεται κάποιος να συντονίσει την ατομική ομιλία του για να καταφέρει να επιδώσει το μήνυμά του στους ακροατές ενός δεδομένου χώρου. Ομως στην όψιμη αρχαιότητα, στη βυζαντινή περίοδο αλλά και μετέπειτα, στις φάσεις που η ρητορική παρελθοντολογούσε, έχοντας ως επιδίωξη μια αρχαΐζουσα για την εποχή της ιδιόλεκτο, ο λόγος της απογυμνώθηκε από το νόημα, με συνέπεια να αποκαλύπτεται καθαρότερα ο εξουσιαστικός ρόλος της. Γέμισε απροσδιοριστία (Unbestimmtheit) και κενά σημεία (Leerstellen), κατά μια διευρυμένη χρήση της ορολογίας του Ρόμαν Ινγκάρντεν και του Βόλφγκανγκ Ιζερ αντίστοιχα. Στην προκείμενη ποίησή του ο Κώστας Βούλγαρης παρωδεί το προηγούμενο φαινόμενο του διπολισμού, δηλαδή της διάστασης ανάμεσα στην καθομιλουμένη και στην επίσημη, την κυριαρχική εκφορά του λόγου, το οποίο μάστιζε και μαστίζει τα ελληνικά πράγματα, επιλέγοντας ως όργανό του μια υπερθετική έκφανση της λόγιας έκφρασης, ενώ η παρώδησή του απλώνεται ασφαλώς μέχρι την περιοχή της λογοτεχνικής παραγωγής.

Η προηγούμενη όμως πρακτική οδηγεί συγχρόνως σε μια κατάσταση υπερκαθορισμού από την ίδια τη γλώσσα και στην εξάλειψη του ποιητικού ιδιώματος εξαιτίας της πληθωριστικής τάσης της απροσδιοριστίας και των κενών σημείων, εξαιτίας συνεπώς της μεγέθυνσης της καταδυναστευτικής λειτουργίας της γλώσσας. Ο Κώστας Βούλγαρης αντέδρασε απέναντι σε αυτόν τον κίνδυνο αντιμετωπίζοντας τη γλώσσα ως ερωτικό σώμα, με αποτέλεσμα η λαγνεία εδώ να αποδεικνύεται κατ’ αρχήν λεκτική. Ετσι, στη συλλογή αντιπροσωπεύεται μια εξατομικευμένη εκφραστική παρέκκλιση, μια ιδιομορφία, όπου η θρησκευτικότητα αντιστρέφεται σε οργιαστική σωματικότητα, αφού πρώτα ο λόγος μετατρέπεται σε υλικό επιθυμημένο αντικείμενο.

Απόσπασμα

Αγαπάς μοι;

Ομιλούντες στόμα κατά στόμα οι εραστές, όρασιν και λόγον εν ταυτώ βιώνουν.

Διά της οράσεως ακούουν τον λόγο. Οστις, και ως ενόρασις ή ως όραμα δηλώνεται, στην φαντασία εδραζόμενος, αισθητώς δε εις έκαστον σώμα εγκολπώνεται. Διά του λόγου βλέπουν την σάρκα. Ητις, διά μη ορατών κυμάτων, εκ των παλλομένων χειλέων και ώτων, ομιλεί και ακούει, νοητώς αποκρινόμενη στα αισθήματα που ο λόγος φέρει.

Οταν «αστέρα μου» λέγουν οι εραστές, δεν νομίζουν αστέρα τινά, ως εκείνους τους ορατούς, ή τους εκείθεν του στερεώματος αοράτους. Αλλά δύναμη θεία και αγγελική, εις τύπον αστέρος κατά την φαντασίαν περιγραφομένη. Απόδειξη δε, ότι αυτός ο αστήρ καθ’ ημέραν και νύκτα ανελλιπώς υπερλάμπει. Αϋπνία και ατονία και μυρμηγκία και ανίατα έτερα και αφανή επιφέρων.

Οταν «πεθαίνω δι’ εσέ», λέγουν οι εραστές, πυρετόν εννοούν και πάσχουν και φοβούνται, και φαλλού αποκοπή, και όρχεων σύνθλιψη. Και δυσεντερία, και κνησμό, και όγκο ποδών, και σήψη αιδοίου, σκώληκας γεννώντος. Και σχάση μαστών, ράκη γλοιώδη και κόπρους ενζυμάτων εκφραζόντων. Και δύσπνοια, και τρόμο, και σπασμό των μελών, και οφθαλμών έκχυση, και ώτων αποκόλληση, και χειλέων μαρασμό, και μαλλιών λεύκανση ασύστολη, και οστέων φρυγανισμό.

Οτι πορεία επίφοβη είναι ο θάνατος και πένθος σώματος, ουχί φυγή και εις το σκότος ανάπαυση.

Ετσι, σοφά ποιούντες, οι πλείονες των εραστών, τοιαύτες εκφράσεις αποφεύγουν».

Κώστας Βούλγαρης

Αυθάδεια λαγνεύουσα. Ερωτικές ιστορίες και φαντασίες

Εκδ. Κέδρος 2016, σελ. 77

Τιμή: 9,90 ευρώ