Στην τελευταία του ομιλία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το 1995, ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Μιτεράν, του οποίου η κακή κατάσταση υγείας ήταν φανερή σε όλους, βρήκε αυτά τα ανεξίτηλα λόγια για να χαρακτηρίσει τη μεγάλη μάστιγα της Ευρώπης: «Εθνικισμός σημαίνει πόλεμος!».

Ο εθνικισμός και ο πόλεμος ήταν οι εμπειρίες που σημάδεψαν την πολιτική καριέρα του Μιτεράν. Αλλά δεν αναφερόταν μόνο στο αιματηρό παρελθόν των δύο Παγκόσμιων Πολέμων, των δικτατοριών και του Ολοκαυτώματος. Ο Μιτεράν έβλεπε τον εθνικισμό ως τη μεγαλύτερη απειλή στο μέλλον για την ειρήνη, τη δημοκρατία και την ασφάλεια στην Ευρώπη.

Παρά το γεγονός ότι ο εθνικισμός έκανε κομμάτια τη Γιουγκοσλαβία εκείνη την εποχή, λίγοι από εκείνους που άκουσαν τον Μιτεράν στο Στρασβούργο εκείνη την ημέρα μπορούσαν να φανταστούν ότι 21 χρόνια μετά ο εθνικισμός θα αναβίωνε στην Ευρώπη. Εθνικιστές πολιτικοί, των οποίων διακηρυγμένος στόχος είναι η καταστροφή της ενωμένης Ευρώπης και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, κερδίζουν εκλογές και δημοψηφίσματα.

Η απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου τον Ιούνιο να εγκαταλείψει την ΕΕ σηματοδότησε μια εφήμερη κλιμάκωση για τον νέο εθνικισμό. Αλλά μπορεί να διαπιστώσει κανείς το ίδιο στην Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Γαλλία, όπου η Μαρίν Λεπέν και το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο του οποίου ηγείται κερδίζουν έδαφος ενόψει των προεδρικών εκλογών που θα πραγματοποιηθούν τον ερχόμενο χρόνο. Πώς συνέβη κάτι τέτοιο, με δεδομένο ότι η Ευρώπη έζησε από πρώτο χέρι την καταστροφική δύναμη του εθνικισμού στον 20ό αιώνα όταν προκλήθηκαν εκατομμύρια θάνατοι και καταστράφηκε ολόκληρη η ήπειρος;

Κατ’ αρχάς, η οικονομική κρίση του 2008 και η ύφεση που ακολούθησε σε παγκόσμιο επίπεδο χρεώθηκαν από πολλούς στο «κατεστημένο». Η οργή κατά των ελίτ εξακολουθεί να διαβρώνει την ενδοευρωπαϊκή αλληλεγγύη και την αμοιβαία εμπιστοσύνη. Σε ολόκληρη τη Δύση κυριαρχεί ένα γενικευμένο αίσθημα παρακμής καθώς ο πλούτος μετακινείται προς την Ασία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες κρατούν αποστάσεις από τα γεωπολιτικά δρώμενα, ενώ στη Ρωσία έχει αναβιώσει η φιλοδοξία της μεγάλης δύναμης αμφισβητώντας την ηγεμονία και τις αξίες της Δύσης. Σε ολόκληρο τον κόσμο παρατηρείται ένα αίσθημα αποξένωσης απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, την ψηφιακή πραγματικότητα και το ελεύθερο εμπόριο. Το αίσθημα αυτό συνοδεύεται από μια στροφή προς τον προστατευτισμό. Ειδικά οι Ευρωπαίοι φαίνεται να έχουν ξεχάσει ότι ο πραστατευτισμός και ο εθνικισμός συνδέονται πολύ στενά –δεν μπορεί να υπάρξει ο ένας χωρίς τον άλλον.

Τέλος, υπάρχει ένας γενικευμένος φόβος για το άγνωστο καθώς πολλές χώρες έρχονται αντιμέτωπες με θέματα που σχετίζονται με τις μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές, ενώ εσωτερικές αλλαγές επιφέρουν η αυξανόμενη οικονομική και πολιτική ισχύς των γυναικών και των μειονοτήτων. Αυτές οι εξελίξεις, οι οποίες συμπίπτουν με τις μεγαλύτερης κλίμακας αλλαγές και ρήξεις στην Ευρώπη αρχής γενομένης από το 1989, πυροδότησαν φόβους τους οποίους τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα και οι δημοκρατικοί θεσμοί απέτυχαν να αντιμετωπίσουν.

Οπως συμβαίνει πάντα, όταν ο φόβος διατρέχει αχαλίνωτος την Ευρώπη ο κόσμος αναζητά σωτηρία στον εθνικισμό, τον απομονωτισμό, την εθνική ομοιογένεια και τη νοσταλγία –τις «παλιές καλές ημέρες» όταν υποτίθεται ότι όλα ήταν μια χαρά στον κόσμο. Κανένας δεν θυμάται ότι το αιματηρό, χαώδες παρελθόν ήταν κάθε άλλο παρά τέλειο. Οι εθνικιστές ηγέτες και οι υποστηρικτές τους σήμερα ζουν σε μια «μετα-εμπειρική» πραγματικότητα, όπου η εμπειρία και η αλήθεια δεν έχουν θέση.

Ολα αυτά αποτυπώνονται στο πόσο πολύ έχει αλλάξει ο τρόπος που βλέπουν οι Ευρωπαίοι τον εαυτό τους. Επειτα από δύο Παγκόσμιους Πολέμους και στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν συζητιόταν. Αλλά η κοινή πεποίθηση ότι ενότητα σημαίνει ειρήνη, ευημερία και δημοκρατία έχει εξασθενήσει από την κρίση. Και μπορεί να χαθεί εντελώς εάν δεν ενισχυθεί από ένα προνοητικό μήνυμα.

Είναι παράλογο να πιστεύουμε ότι τα ιστορικά έθνη – κράτη της Ευρώπης είναι η απάντηση στις παγκοσμιοποιημένες πολιτικές, οικονομικές και τεχνολογικές πραγματικότητες του 21ου αιώνα. Οι γλώσσες και οι πολιτισμοί της Ευρώπης έχουν μακρά ιστορία. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα έθνη – κράτη προέκυψαν πολύ αργότερα και ειδικά έξω από τη Δυτική Ευρώπη. Θα ήταν πολύ μεγάλο λάθος να πιστέψουμε ότι εκπροσωπούν το «τέλος της Ιστορίας» της Ευρώπης. Αντίθετα, εάν το μοντέλο του έθνους – κράτους επικρατήσει της ολοκλήρωσης, οι Ευρωπαίοι θα κληθούν να πληρώσουν υψηλό τίμημα αυτόν τον αιώνα.

Το βασικό ερώτημα επομένως για το μέλλον της Ευρώπης είναι πόσο περισσότερη ισχύ χρειάζεται η ΕΕ για να εγγυηθεί την ειρήνη και την ασφάλεια στους πολίτες της. Είναι ένα ζήτημα που μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο συλλογικά. Γιατί είναι σαφές πια ότι οι Ευρωπαίοι δεν χρειάζονται μόνο περισσότερη Ευρώπη, αλλά και μια διαφορετική και πιο ισχυρή Ευρώπη.

Ο Γιόσκα Φίσερ είναι πρώην αντικαγκελάριος της Γερμανίας και ιστορικός ηγέτης των γερμανών Πρασίνων