Ο Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ ζει αυτή την περίοδο σε τρεις τουλάχιστον παράλληλους χρόνους. Πρώτα απ’ όλα, ζει στο χωριό Γκλεμίνγκεμπρο της Νότιας Σουηδίας μαζί με τη γυναίκα του, την ποιήτρια Λίντα Μπόστρουμ, και τα τέσσερα παιδιά τους. Οπως αποκαλύπτει στη συνέντευξή μας, ετοιμάζει μια έκδοση για τον Εντβαρντ Μουνκ, αλλά και το επόμενο μυθιστόρημά του, μακριά από τον απόηχο του εξάτομου «Αγώνα», τον οποίο έχει διαβάσει ένας στους δέκα νορβηγούς συμπατριώτες του. Ζει σε απόσταση, δηλαδή, από το έργο που μέσα στο 2015 δημιούργησε μια νέα λογοτεχνική μανία, όπως έγραψε ο Χάρι Κούνζρου στην «Γκάρντιαν». Ο αντίκτυπος που έχει δημιουργήσει αυτό το φαινομενικά δυσπρόσιτο έργο μπορεί να συγκριθεί με τη μανία η οποία είχε δημιουργηθεί προ ετών με τον Ρομπέρτο Μπολάνιο ή, ακόμη παλιότερα, με τον (επίσης Νορβηγό) Γιοστέιν Γκάαρντερ («Ο κόσμος της Σοφίας»), τον Ουμπέρτο Εκο («Το όνομα του ρόδου») και, πλέον, την «αόρατη» συγγραφέα Ελενα Φεράντε.

Οι λογαριασμοί των αναγνωστών με το εξάτομο έργο δεν έχουν τελειώσει ακόμη. Ο δεύτερος παράλληλος χρόνος όπου ζει ο Κνάουσγκορντ είναι η ευρωπαϊκή και αμερικανική αγορά, οι οποίες αναμένουν εντός του 2017 την έκδοση του έκτου τόμου στα αγγλικά, σε μετάφραση πάντα του Νταν Μπέρτλετ. Στην Ελλάδα, πάλι, κυκλοφόρησε πρόσφατα ο τρίτος τόμος («Το νησί της εφηβείας», μτφ. Σωτήρης Σουλιώτης) και αναμένεται μέσα στην επόμενη χρονιά ο τέταρτος. Αξίζει εδώ η υπενθύμιση ότι αυτό που διαβάζει κανείς το 2016 έχει γραφτεί την περίοδο 2009-2011, όταν ο Καρλ Ούβε ζούσε με τη Λίντα και τα τρία τους παιδιά στο Μάλμε της Σουηδίας. Είναι οι αναμνήσεις του οι οποίες εκτείνονται στη νορβηγική επικράτεια της παιδικής και νεανικής του ηλικίας. Από το εφηβικό πάρτι της Πρωτοχρονιάς, για χάρη του οποίου κουβαλούσε «παράνομο» αλκοόλ επί 70 σελίδες (!), ώς την πατρική βία, από την οποία πασχίζει να ξεφύγει σχεδόν και στους έξι τόμους. Το θραύσμα ως ψηφίδα της μεγάλης εικόνας. Το εφήμερο δίπλα στο ποιητικό. Στις σελίδες του Κνάουσγκορντ, η φροντίδα των παιδιών του (η αλλαγή πάνας, αν προτιμάτε) εναλλάσσεται με τις σκέψεις για τον Ντοστογέφσκι. Και πάνω απ’ όλα η απειλητική μνήμη, όπως εξομολογείται ο ίδιος ο συγγραφέας στον τρίτο τόμο (σ. 19): «Η μνήμη δεν είναι κάτι που μπορείς να βασίζεσαι στη ζωή. Και δεν είναι για τον απλούστατο λόγο ότι η μνήμη δεν βάζει την αλήθεια πάνω απ’ όλα. Ποτέ δεν είναι η προϋπόθεση για την αλήθεια αυτό που καθορίζει το αν η μνήμη αποδίδει σωστά ή όχι ένα γεγονός, αλλά η ιδιοτέλεια. Η μνήμη είναι ρεαλιστική, ύπουλη και πονηρή, αλλά όχι με τρόπο εχθρικό ή κακόβουλο. Απεναντίας, κάνει τα πάντα για να ικανοποιήσει τον κύριό της. Μερικά πράγματα τα ωθεί στο μεγάλο κενό της λήθης, άλλα τα αλλάζει έτσι που γίνονται αγνώριστα, άλλα τα παρεξηγεί υπέρ το δέον και άλλα, κι αυτά τα άλλα είναι σχεδόν τίποτα, τα θυμάται πολύ καλά, ξεκάθαρα και σωστά. Το τι θυμάται κανείς καλά, ε, μ’ αυτό δεν θα βγάλεις ποτέ άκρη».

Εχω την εντύπωση ότι μετά την επιτυχία του «Αγώνα» αναφερόμασταν σ’ εσάς ως το φαινόμενο της εποχής και λιγότερο ως συγγραφέα. Νιώθετε απογοήτευση που το φαινόμενο έκλεψε τη δόξα;

Κατάλαβα κι εγώ ότι βρέθηκα ξαφνικά σε μια πολύ περίεργη συνθήκη. Σαν να υπήρχε ένα μεγάλο κενό ανάμεσα στο τι είχα καταφέρει –έγραφα για τον εαυτό μου κι όλο αυτόν τον μικρόκοσμο των καθημερινών εμπειριών –και στην τεράστια εμπορική επιτυχία. Η αλήθεια είναι ότι μέχρι σήμερα δεν έχω κατορθώσει να «απορροφήσω» αυτές τις διαμετρικά αντίθετες εμπειρίες. Νομίζω ότι είναι αδύνατον, εδώ που τα λέμε. Θα έλεγα μάλλον ότι το παλεύω ακόμη για να μη νιώσω φαινόμενο. Η επιτυχία δεν παύει να «διαφθείρει» τη συγγραφική ψυχή –δεν λέω καμιά μεγάλη κουβέντα. Οπότε κάθε φορά που γράφω αποβάλλω την εικόνα ή την ιδέα ανθρώπων που περιμένουν να δουν κάτι μεγαλόπνοο από μένα. Η στιγμή που καταλαβαίνω βέβαια την αποδοχή είναι όταν έρχομαι σε επαφή με τους αναγνώστες κατά την παρουσίαση των βιβλίων και χρειάζεται να υπογράψω αντίτυπα ή να δεχτώ ερωτήσεις. Πράγμα που είναι από μόνο του κάτι μαγικό, ένα όνειρο που ζω στην πραγματικότητα. Και την ίδια στιγμή περιέχει και μια δόση σουρεαλισμού.

Θυμάστε τη στιγμή που γύρισε ο διακόπτης και πήρατε την απόφαση να αφοσιωθείτε στο γράψιμο;

Ηταν η στιγμή που είπα στον εαυτό μου ότι δεν χρειάζεται να γράψω ένα ακόμη μυθιστόρημα και ότι δεν χρειάζεται να υποκρίνομαι ότι μπορώ να πλησιάσω το λογοτεχνικό μεγαλείο άλλων. Η αντίδραση του εκδότη μου, μάλιστα, λειτούργησε αντίστροφα. Είχα γράψει μερικές σελίδες και τις έστειλα, αλλά εκείνος έκανε πίσω ακριβώς λόγω της ωμής ειλικρίνειας που αντίκρισε στα περιστατικά που περιέγραφα. Τότε συνειδητοποίησα κι εγώ ότι βρισκόμουν σε καλό δρόμο. Από την άλλη, πιστεύω ότι το γεγονός που με απελευθέρωσε κατά κάποιον τρόπο ήταν ο θάνατος του πατέρα μου. Ολο το προηγούμενο διάστημα αγωνιζόμουν να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά. Υστερα από αυτό το γεγονός όλα έμοιαζαν να έχουν τακτοποιηθεί.

Εχετε διαβάσει μια δίκαιη κριτική που μέτρησε για εσάς ή έναν αδικαιολόγητο έπαινο; Εχετε πάρει το μάθημά σας ύστερα από τόση επιτυχία;

Ξέρω ότι θα ακουστεί παράξενο, αλλά διάβασα ελάχιστες κριτικές προσπαθώντας να μείνω ανεπηρέαστος. Πρέπει να πω, όμως, ότι μια κριτική μού έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Αναφερόταν στην ερωτική έλξη για την 13χρονη Αντρέα που περιγράφω στον τέταρτο τόμο. Γράφτηκε, λοιπόν, ότι πιθανότατα το περιστατικό θα έπρεπε να έχει ως συνέπεια την ποινική δίωξή μου και η αρθρογράφος (σ.σ. η Σουηδή Ebba Witt-Brattström) αναρωτιόταν αν έπρεπε να πάω αναδρομικά στη φυλακή. Αυτό μου φάνηκε το πιο περίεργο πράγμα που έχω διαβάσει για κριτική ενός βιβλίου! Αν κρατάω πάντως ένα μάθημα, είναι η αυτοπεποίθηση ότι μπόρεσα τελικά να γράψω ένα βιβλίο, επειδή σε όλη την προηγούμενη ζωή μου πίστευα ότι δεν θα έγραφα ποτέ. Ας πούμε ότι η αυτοαναίρεση αυτή είναι και το μεγαλύτερο μάθημα που έχω δώσει στον εαυτό μου.

Σε μια από τις κριτικές, πάντως, διάβασα ότι «δεν πρέπει να θεωρείς τον εαυτό σου καλύτερο από κάποιον άλλο κι αυτό είναι κάτι βαθύ στη σκανδιναβική κουλτούρα». Ισχύει κάτι τέτοιο;

Ναι, είναι εξαιρετικά ακριβές. Τουλάχιστον, την εποχή που εγώ ενηλικιωνόμουν, κανείς δεν πίστευε στην εξαιρετικότητα ή τη μοναδικότητά μας ως Σκανδιναβών ή ως ατόμων. Είναι ο λεγόμενος «νόμος του Jante», τον οποίο κατοχύρωσε ο δανονορβηγός συγγραφέας Ακσελ Σαντεμόσε και περιγράφει με αρνητικούς όρους την προσωπική επιτυχία ως ακατάλληλη. Γι’ αυτό και θυμάμαι ότι υπήρχε μια γενικότερη αποδοχή της ισότητας μέσα στην κοινότητα. Γεγονός που κάποιες φορές ήταν θετικό, αλλά μερικές φορές ήταν καταπιεστικό. Εάν ήσουν γκέι στη Νορβηγία του 1970 ή 1980, αντιμετώπιζες προβλήματα με τη διαφορετικότητα.

Εχετε διαβάσει τα βιβλία της Ελενα Φεράντε;

Ναι, τα βρίσκω καταπληκτικά και γνωρίζω και όλη τη σύγκριση των δυο μας ως εκδοτικών φαινομένων της εποχής –ειδικά στις ΗΠΑ. Νομίζω ότι η συζήτηση ξεκίνησε επειδή τα βιβλία μας κυκλοφόρησαν πάνω – κάτω την ίδια εποχή και επειδή είμαστε και οι δύο ξενόγλωσσοι –γεγονός που φαίνεται «εξωτικό» στην αμερικανική αγορά. Τη Φεράντε σκεφτόμουν να την κλείσω εγώ για τον εκδοτικό οίκο που διατηρώ στη Νορβηγία (σ.σ. ο Pelikanen, τον οποίο ίδρυσε το 2010) όταν τη διάβασα, αλλά ώσπου να τα καταφέρω με τη διαδικασία πέρασαν έξι εβδομάδες και τα δικαιώματά της κατοχυρώθηκαν σε άλλον εκδότη. Η «τετραλογία της Νάπολι» είναι φυσικά Νο 1 στη Νορβηγία, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που μετανιώνω για το ότι δεν ήμουν εγώ που σύστησα τη Φεράντε στο κοινό. Υπάρχει ένα προηγούμενο μυθιστόρημά της, οι «Μέρες εγκατάλειψης» (σ.σ. στα ελληνικά από τις εκδ. Αγρα, 2004) που θεωρώ καταπληκτικό –πέρα από την τετραλογία.

Τι διαβάζετε αυτή την περίοδο;

Το μυθιστόρημα «Outline» της Ρέιτσελ Κασκ, που είναι ιδιοφυές, κι ένα βιβλίο για τον Εντβαρντ Μουνκ, επειδή είμαι επιμελητής στην έκθεση για τον ζωγράφο τον ερχόμενο Μάιο στην Αυστρία. Γράφω μάλιστα κι ένα μικρό βιβλίο γι’ αυτόν τον υπέροχο καλλιτέχνη.

Προτιμάτε να μένετε μόνος στο σπίτι ή να βγαίνετε για ποτό με φίλους;

Συνήθως προτιμώ να μένω με τον εαυτό μου. Αλλά κάθε τόσο έρχεται η λαχτάρα για ένα ποτό, οπότε βγαίνω έξω. Τις περισσότερες φορές μεθάω.

Μεθάτε τόσο εύκολα όπως περιγράφετε στον «Αγώνα»;

Προσπαθώ να κρατήσω αντιστάσεις και να μείνω μακριά, αλλά το μεθύσι μού δίνει μεγάλη ευχαρίστηση επειδή γενικά είμαι άνθρωπος συγκρατημένος. Από την άλλη, το χανγκόβερ που έχω κρατάει για εβδομάδες κι εγώ πέφτω σε κατάθλιψη.

Αν κάναμε αυτή τη συνέντευξη σε ένα νορβηγικό μπαρ, τι ποτό θα με κερνούσατε;

Ξέρετε τι γίνεται; Εχω χάσει κάθε φαντασία με τα ποτά. Δεν ξέρω τίποτε από κοκτέιλ και μάρκες πλέον. Μάλλον θα τη βγάζαμε με τζιν τόνικ ή μπίρα.

Πώς θυμάται κανείς το παρελθόν όταν γράφει;

Τα πάντα παίρνουν μπροστά με το γράψιμο. Προσωπικά δεν έχω δυνατή μνήμη. Θυμάμαι επειδή γράφω. Τότε μόνο έχω πρόσβαση σε αναμνήσεις του παρελθόντος: σαν να ανοίγονται μπροστά μου από την αρχή και σαν να έρχονται καταπάνω μου. Οσο περισσότερο γράφω τόσο πιο γρήγορα έρχονται. Αναμνήσεις, πρόσωπα και στιγμιότυπα μιας ζωής που ποτέ δεν πίστευα ότι θα ξυπνούσαν.

Θυμάστε όντως ή επινοείτε τα επεισόδια που περιλαμβάνονται στα βιβλία; Είστε ο επιμελητής της ζωής σας;

Ναι, με την έννοια ότι όποιος γράφει αναπόφευκτα επιμελείται τις σκέψεις του. Θυμάμαι κάποια περιστατικά όπως έγιναν στην πραγματικότητα, αλλά στη συνέχεια επινοώ εκείνες τις λεπτομέρειες, τις μικρές αποχρώσεις, που δίνουν την αίσθηση της δικής μου παρουσίας στον χρόνο. Οταν πρέπει να περιγράψω τον κόσμο μου στα 17, θυμάμαι φυσικά πώς ήταν τα αυτοκίνητα, αλλά χρειάζεται και να ανακατασκευάσω άλλες τόσες λεπτομέρειες.

Ποιο ήταν τελικά το κυρίαρχο συναίσθημα πίσω από τον «Αγώνα»: ο φόβος, η αυτοπεριφρόνηση ή ο αυτοθαυμασμός;

Η αυτοπεριφρόνηση. Ξεκίνησα να γράφω ακριβώς για να αντιμετωπίσω έναν εαυτό τον οποίο απεχθανόμουν. Με κάποιον τρόπο έπρεπε να πάρω θέση απέναντί του.

Οι αναγνώστες είναι εξοικειωμένοι με τη φιγούρα του αυταρχικού και απρόβλεπτου πατέρα σας. Τι γίνεται, όμως, με τη δοτική μητέρα σας; Είναι η παραγνωρισμένη ηρωίδα της σειράς;

Δεν θα έλεγα παραγνωρισμένη. Είναι, όπως είπατε, η γενναιόδωρη μητέρα που δίνει πράγματα στον γιο της. Ισως δεν έχει τόσο λογοτεχνικό ενδιαφέρον όσο το να περιγράψεις έναν πατέρα που αφαιρεί πράγματα. Ας πούμε ότι οι πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες στην παγκόσμια λογοτεχνία είναι οι αρνητικοί.

Γκουγκλάρετε το όνομά σας;

Οχι. Το έκανα πριν από τον «Αγώνα», κατά την έρευνα στοιχείων, και δεν πρόκειται να το ξανακάνω. Ηταν σαν να πέφτεις στην άβυσσο: τρομερό, φριχτό!

Αν μια ευρωπαϊκή εφημερίδα σάς ανέθετε αποστολή, πού θα προτιμούσατε να ταξιδέψετε: στην Κένυα για το παράνομο εμπόριο όπλων ή στην Κίνα για την οικονομική μεγέθυνση;

Στην Κένυα. Μου ακούγεται πιο προκλητικό, ακριβώς επειδή είναι κάτι στοχευμένο και μάλλον πιο χειροπιαστό. Νιώθω ότι εκεί θα μπορούσα να συγκεντρώσω πληροφορίες για να γράψω το κομμάτι.

Πηγαίνετε στον κινηματογράφο; Αν λείπει κάτι από τα βιβλία σας, είναι οι τίτλοι ταινιών.

Εχετε δίκιο. Μου αρέσουν πολλές ταινίες, αλλά όντως δεν πηγαίνω στον κινηματογράφο επειδή μένω στην ύπαιθρο της Νορβηγίας, όπου δεν υπάρχουν αίθουσες.

Τα ονόματα των συγκροτημάτων και των μουσικών πέφτουν επίσης σαν τη βροχή, αλλά πουθενά ο Μπομπ Ντίλαν ή ο Λου Ριντ.

Ναι, επειδή δεν δίνω βαρύτητα στους στίχους. Προτιμώ την καθαρή μουσική. Και επειδή ο Ντίλαν, ο Ριντ και τόσοι άλλοι είναι οι ποιητές των στίχων, δεν θα πήγαινα προς τα εκεί.

Τι έχετε γύρω σας στο δωμάτιο αυτή τη στιγμή που μιλάμε;

Κατ’ αρχάς να πω ότι μπορώ να περιγράψω το δωμάτιο επειδή το καθάριζα επί δύο ημέρες. Αν μιλούσαμε νωρίτερα, δεν θα μπορούσα γιατί εδώ επικρατούσε το χάος! Λοιπόν, ο περισσότερος χώρος καταλαμβάνεται από βιβλία: Σελίν, Φουκό, Πολ Μπόουλς και το «Nutshell», το τελευταίο μυθιστόρημα του Ιαν ΜακΓιούαν –εξαιρετικό, με την ευκαιρία. Κατά τ’ άλλα, έχω στον τοίχο μια γκραβούρα του 1702 από μια ακτή της Νορβηγίας, την οποία αγαπώ πολύ, ζωγραφιές με φυτά, επίσης του 18ου αιώνα, μια φωτογραφία μου την οποία έχει τραβήξει ένας αγαπημένος φίλος, ένα σετ με ντραμς και μια ηλεκτρική κιθάρα Gretsch. Δεν είμαι κιθαρίστας, αλλά μου αρέσει πολύ ως αντικείμενο.

Θα ξαναγίνετε ο ήρωας σε ένα από τα επόμενα βιβλία σας;
Εχω βρει τον πρωταγωνιστή του επόμενου μυθιστορήματος και δεν είμαι εγώ. Το δουλεύω αυτή την περίοδο, αλλά δεν μπορώ να αποκαλύψω τίποτε ακόμη επειδή είμαι στην αναζήτηση.

Πότε αισθανθήκατε πιο άνετα σ’ αυτήν τη συνέντευξη; Οταν μιλήσαμε για ποτά ή για τη μεγάλη λογοτεχνία;

Για τη λογοτεχνία.

Ποια διαφορά βλέπετε ανάμεσα στον εαυτό σας και σε έναν συγγραφέα όπως ο Τόμας Μαν;

Ο Τόμας Μαν είναι μεγαλειώδης και απλησίαστος, ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς όλων των εποχών. Στο «Μαγικό βουνό» κατάφερε να αποδώσει μια ολόκληρη εποχή, ένα σύμπαν, μέσα από έναν χαρακτήρα και μια τοποθεσία. Είναι το απόλυτο αριστούργημα, όπως και ο «Δόκτωρ Φάουστους», το καλύτερο βιβλίο που έχω διαβάσει για την πτώση της Γερμανίας. Ο Μαν καταφέρνει εκεί ό,τι o Χέρμαν Μέλβιλ στον «Μόμπι Ντικ» και ο Κάφκα στον «Πύργο» ή στη «Δίκη». Συγγραφείς όπως ο Τόμας Μαν, που δημιουργούν ολόκληρους κόσμους από έναν ή δύο χαρακτήρες, είναι το μέτρο που ξέρω ότι δεν θα πλησιάσω ποτέ. Επειδή εγώ είμαι το ακριβώς αντίθετο: χάνομαι στο αχανές τοπίο του εαυτού. Προσπαθώ να δώσω υπόσταση στις λεπτομέρειες του κόσμου, όχι να τον ξαναχτίσω.

Ο «Αγώνας» ξεκινά με την περιγραφή μιας καρδιακής ανακοπής. Θυμάστε την αρχή ενός βιβλίου που σας επηρέασε;

Ναι. Ο «Θάνατος του Βιργιλίου» του Χέρμαν Μπροχ περιέχει ένα από τα συγκλονιστικότερα ανοίγματα που έχω διαβάσει. Την περιγραφή της Ιταλίας από τον ετοιμοθάνατο Βιργίλιο, τον οποίο μεταφέρουν στην αποβάθρα από το πλοίο. Πρέπει να βρείτε πώς ξεκινά…

Με την παραίνεση του Κνάουσγκορντ, λοιπόν, ιδού: «Χαλυβδοκύανα κι αλαφριά, από άνεμο σπρωγμέν’ ανάποδο, αλλ’ άνεμο απόσιγο, άνεμο αργοσάλευτο, τα κύματα έρρεαν της θάλασσας της Αδριατικής στην αυτοκρατορική νηοπομπή ενάντια, ενώ δοιακίζονταν τα καράβια προς του Βρινδησίου το λιμάνι κάνοντας τους γηλόφους των ακτών της Καλαβρίας να ‘ρχονται ολοένα πιο σιμά τους, τώρα που η ηλιόφαιδρη (θάνατο μολονότι προοιωνίζουσα) ερημία του πόντου παραχωρούσε τη θέση της στη μακάρια ευφροσύνη της ανθρώπινης δράσης, καθώς οι γαληνοστιλβωμένες απ’ την παρουσία ανθρώπων και τη γειτονία τους με κατοικημένη χώρα ροές των υδάτων επανδρώθηκαν με λογής λογής άρμενα, με πλοία λόγου χάρη, που ορμίζονταν κι εκείνα στο λιμάνι, όπως και με πλοία που ξεπελαγίζαν, τώρα, που όλα τα ψαροκάικα είχανε κάνει κιόλας με τα καφεδιά πανιά τους κάβο απ’ τους μικρούς μόλους των χωριών κι από τ’ αραξοβόλια τ’ ασφαλή και τα σίγουρα ολάκερης της ασπρουδερής ακτογραμμής για να φέρουνε τη βραδινή ψαριά, τώρα που το νερό κόντευε να γίνει σαν τον καθρέφτη ίσιο…» («Ο θάνατος του Βιργιλίου», εκδ. Gutenberg, μετάφραση Γιώργου Κεντρωτή).

Karl-Ove Knausgaard

Ενας θάνατος στην οικογένεια

(Ο αγώνας μου 1)

Μτφ. Σωτήρης Σουλιώτης

Εκδ. Καστανιώτη 2015, σελ. 544

Τιμή: 19 ευρώ

Karl-Ove Knausgaard

Ενας ερωτευμένος άντρας

(Ο αγώνας μου 2)

Μτφ. Σωτήρης Σουλιώτης

Εκδ. Καστανιώτη 2015, σελ. 736

Τιμή: 21 ευρώ

Karl-Ove Knausgaard

Το νησί της εφηβείας

(Ο αγώνας μου 3)

Μτφ. Σωτήρης Σουλιώτης

Εκδ. Καστανιώτη 2016, σελ. 544

Τιμή: 19 ευρώ