Υπάρχει μια Ιταλία της καθημερινότητας και μια των τραγωδιών. Η πρώτη απελπίζεται με τη διαφθορά, με τη συνήθεια πολλών πολιτών να παραβαίνουν τους νόμους και έχει μια γενική ανησυχία ότι δεν στέκεται αντάξια της Ιστορίας, της κουλτούρας και της ομορφιάς της. Η άλλη Ιταλία είναι εκείνη που σπεύδει να βοηθήσει τους πρόσφυγες στη Μεσόγειο ή πολεμά με γυμνά χέρια να βγάλει τους εγκλωβισμένους από τα σπίτια που κατέστρεψε ο σεισμός. Αυτές οι δύο Ιταλίες, η μία που υπάρχει και η άλλη που θα ήθελε να υπάρχει σταθερά, εκπροσωπούνται από τα χωριά Αρκουάτα και Νόρτσα. Οι δύο γειτονικές πόλεις επλήγησαν από τον ισχυρό σεισμό, όμως στην Αρκουάτα έχασαν τη ζωή τους 49 άνθρωποι ενώ στη Νόρτσα που έχει τριπλάσιο πληθυσμό δεν υπήρξε κανένα θύμα. Η απάντηση βρίσκεται στον αντισεισμικό σχεδιασμό.

Οι πυροσβέστες έχουν κηρύξει τις περιοχές των χωριών που καταστράφηκαν «κόκκινη ζώνη» γιατί στους δρόμους τους ακόμα και τα λίγα κτίρια που έχουν μείνει όρθια μπορεί να καταρρεύσουν από λεπτό σε λεπτό. Η Αρκουάτα είναι όλη κόκκινη. Ενα διπλό σχοινί ασφαλείας –το πρώτο έβαλε ο στρατός, το δεύτερο οι καραμπινιέροι –εμποδίζει τους κατοίκους να μπουν στα σπίτια για να αναζητήσουν τα υπάρχοντά τους ή τους δημοσιογράφους να καταγράψουν εικόνες της καταστροφής. «Εάν σας επιτρέψουμε», λένε σε όσους επιμένουν να περάσουν, «θα θέσουμε τη ζωή σας σε κίνδυνο».

Αν και ακούγεται υπερβολικό, δεν είναι. Μια επίσκεψη –με τη συνοδεία πυροσβεστών –στην κόκκινη ζώνη της Αρκουάτα είναι συγκλονιστική για τον δημοσιογράφο της «Ελ Παΐς», καθώς κοιτάζει τα σπίτια που κατέρρευσαν και σκότωσαν τους ιδιοκτήτες τους. Σε κάποιο σημείο μένει μόνο ένας τοίχος όρθιος με ένα παράθυρο από το οποίο ατενίζεις όλη τη γύρω περιοχή. Η Αρκουάτα ήταν κτισμένη ψηλά πάνω σ’ έναν βράχο απ’ όπου οι επισκέπτες απολάμβαναν τη θέα σε δύο εθνικά πάρκα και τις γύρω περιοχές, το Λάτσιο, την Ούμπρια και το Αμπρούτσο. Ο σεισμός κατέστρεψε οικισμούς που έστεκαν εκεί από την εποχή του Μεσαίωνα.

Η άλλη πλευρά του νομίσματος απέχει μόλις 40 χιλιόμετρα. Στην πόλη της Νόρτσα, στην Ούμπρια, όπου κανείς από τους 4.500 κατοίκους δεν σκοτώθηκε. Πολλοί κάνουν λόγο για «θαύμα», όλα όμως οφείλονται στον σωστό σχεδιασμό. Παρότι έχει πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό από το Αματρίτσε με τους 2.500 κατοίκους, από τους οποίους σκοτώθηκαν 230, και την Αρκουάτα ντελ Τρόντο (με 1.300 κατοίκους και 49 θανάτους), η Νόρτσα δεν είχε κανένα θύμα από τον σεισμό της περασμένης Τετάρτης, τον οποίο ακολούθησαν περισσότεροι από 1.000 μετασεισμοί.

Ο λόγος είναι ότι στη Νόρτσα, αντίθετα με τα υπόλοιπα χωριά στη σεισμική ζώνη, ελήφθησαν τα σωστά μέτρα έπειτα από τον μεγάλο σεισμό του 1979 κατά τον οποίο είχαν σκοτωθεί 5 άνθρωποι. Τότε αποφασίστηκε ένα σχέδιο ανοικοδόμησης και προστασίας απέναντι στον σεισμό. Ολα τα σπίτια κτίσθηκαν βάσει των αντισεισμικών προδιαγραφών και τα ήδη υπάρχοντα ενισχύθηκαν. Η Νόρτσα έγινε η πρώτη πόλη στην Κεντρική Ιταλία που έλαβε αντισεισμικά μέτρα. Ο σημερινός δήμαρχος Νικολά Αλεμάνο τονίζει ότι η πρόληψη πηγαίνει πέρα από τεχνικές αποφάσεις: «Πρέπει να αρχίζει από τα σχολεία, όταν τα παιδιά είναι μικρά. Είναι ο μοναδικός τρόπος να γίνει μέρος της κουλτούρας όλων. Η πρόληψη δεν είναι υλικό ζήτημα, είναι πολιτισμικό».

Ο δήμαρχος σημειώνει την ανάγκη στην αντισεισμική προστασία να συμμετέχουν όλοι: οικοδόμοι και κάτοικοι που κάνουν τις αναγκαίες κινήσεις με δικά τους χρήματα και δεν αφήνουν την ασφάλειά τους στα χέρια της κυβέρνησης. «Στη Νόρτσα», εξηγεί, «μπήκαν και ιδιωτικά κεφάλαια για να αντιμετωπισθεί το κόστος της ανοικοδόμησης. Αυτά τα μέτρα, που τα πήραμε πολύ σοβαρά, έσωσαν ζωές. Κάποια σπίτια υπέστησαν ζημιές αλλά κανένα δεν κατέρρευσε». Και έτσι η Νόρτσα έμεινε όρθια, οι δρόμοι όμως γύρω της που έπεσαν θύματα κακοτεχνιών όπως και τα γειτονικά χωριά έχουν σχεδόν καταστραφεί, αφήνοντάς την απομονωμένη.

Η Νόρτσα παραμένει εξαίρεση. Ο Φιλίπο ντελε Πιάνε, μηχανικός και πρόεδρος της ένωσης κατασκευαστών, δίνει τα στοιχεία: «Από τα 5.800 νοσοκομεία της Ιταλίας, σε ποσοστό άνω του 30% έχουν εντοπισθεί σεισμικοί κίνδυνοι ενώ 2.000 σχολεία είναι παλιά. Πλέον δεν μπορούμε να αναβάλλουμε τους ελέγχους για την ασφάλεια στα κτίρια της χώρας. Η Ιταλία ξοδεύει 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως σε βοήθειες έκτακτης ανάγκης, όπως πλημμύρες και σεισμούς. Είμαστε πρώτοι στην εισροή ευρωπαϊκών κεφαλαίων για έκτακτη ανάγκη. Αυτό κάτι σημαίνει».

Η κατάσταση αυτή ανησυχεί πλέον σοβαρά την κυβέρνηση, στελέχη της οποίας παραβρέθηκαν το Σάββατο σε κάποιες από τις κηδείες των 290 θυμάτων στην Ασκολι Πιτσένο. Ο πρόεδρος Σέρζιο Ματαρέλα και ο πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι συνομίλησαν με τις οικογένειες των θυμάτων αλλά δέχθηκαν και προτροπές για μέτρα από τους παρισταμένους. Ο Ρέντσι υποσχέθηκε ότι η κυβέρνηση «είναι και θα είναι» στο πλευρό τους. Αυτό ζήτησε και από τον πρόεδρο Ματαρέλα ο δήμαρχος του Αματρίτσε Σέρζιο Πιρότσι, δείχνοντάς του τις καταστροφές. «Μπορείτε να μείνετε στην Ιστορία», του είπε, «ως ο πρώτος πρόεδρος της χώρας που ανοικοδομεί μια περιοχή σε χρόνο-ρεκόρ. Μη χάσετε αυτή την ευκαιρία».