Τα λάθη του παρελθόντος εξακολουθούν να στοιχειώνουν το τραπεζικό σύστημα της Ιρλανδίας, παρά το γεγονός ότι έχει περάσει μια ολόκληρη δεκαετία από το τραπεζικό κραχ που σημειώθηκε στη Δυτική Ευρώπη. Τα αποτελέσματα των τεστ κοπώσεως που ανακοίνωσε στα τέλη Ιουλίου η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή έδειξαν ότι η Bank of Ireland και η Allied Irish Banks είχαν από τις χειρότερες επιδόσεις. Η Standard & Poor’s ανέφερε την προηγούμενη εβδομάδα ότι περίπου το ένα πέμπτο των δανείων που έχουν ληφθεί στην Ιρλανδία δεν έχει ακόμη αποπληρωθεί πλήρως και ότι τώρα οι τράπεζες της χώρας θα πρέπει να αντιμετωπίσουν και τα προβλήματα που δημιουργεί η απόφαση της Βρετανίας να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ενωση.

«Μπορεί οι τράπεζες της Ιρλανδίας να έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο, αλλά παραμένουν ευάλωτες» ανέφερε ο Ντριβ Ρόι που είναι αναλυτής της S&P στο Λονδίνο. Οι προκλήσεις αυτές έχουν συσσωρευτεί καθώς η κυβέρνηση ετοιμάζεται να προχωρήσει στην πώληση της Allied Irish Banks, σε μια προσπάθεια να ανακτήσει τα 21 δισ. ευρώ, χρήματα των φορολογουμένων που δαπανήθηκαν για να σωθεί η τράπεζα κατά τη διάρκεια της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης που έζησε η Ιρλανδία το 2010.

Η κυβέρνηση της χώρας διασφάλισε ότι οι τράπεζές της διασώθηκαν, αλλά το πρόγραμμα σωτηρίας των τραπεζών δεν έλυσε το πρόβλημα της ποιότητας και ποσότητας των δανείων. Ο λόγος χρέους προς διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της Ιρλανδίας διαμορφωνόταν στα τέλη του 2015 στο 168%, σύμφωνα με τη S&P. Για λόγους σύγκρισης, αναφέρεται ότι ο λόγος αυτός διαμορφώνεται στο 127% στη Βρετανία και στο 64% στην Ιταλία.

Τα τελευταία τεστ κοπώσεως από την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή δείχνουν πού βρίσκονται οι αδυναμίες. Στο δυσμενές σενάριο των τεστ κοπώσεως η κεφαλαιακή επάρκεια της Allied Irish Banks υποχώρησε στο 4,3%, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη χειρότερη θέση στη λίστα μετά την ιταλική Monte dei Paschi di Siena. Η κεντρική τράπεζα της Ιρλανδίας στήριξε πάντως τα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα χαρακτηρίζοντας τη θέση τους ως «ισχυρή».

© Bloomberg News