Ηταν πριν από είκοσι χρόνια σαν σήμερα –που τραγουδούν κι οι Beatles στο «Sgt Pepper’s». Αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν. Ηταν λίγο παραπάνω από μια εικοσαετία. Φοιτητής στο Λονδίνο είχα πάει να συναντήσω τον Τσαρλς Μορ στα γραφεία της «Daily Telegraph» στο Κανάρι Γουόρφ, στις αποβάθρες δίπλα στον Τάμεση. Ηταν μια περιοχή γεμάτη ουρανοξύστες, εμβληματική ενός οικοδομικού μπουμ που συνεχίζεται ώς σήμερα. Εκεί είχαν μετεγκατασταθεί πολλές εφημερίδες –όπως οι «Times» και οι «Sunday Times» του Ρούπερτ Μέρντοκ –φεύγοντας από τη Φλιτ Στριτ με τις γραφικές παμπ.

Ο Μορ δεν ήταν καν σαράντα. Νεότερος διευθυντής στην ιστορία της «Telegraph», όπως και νεότερος διευθυντής –στα 28 του! –του «Spectator», φίλος του πρίγκιπα Κάρολου και ίσως η καλύτερη πένα –συντηρητικής ματιάς –του βρετανικού Τύπου. Ο Μορ ήταν ο πρύτανης των ευρωσκεπτικιστών. Μια αντίθεση προς την Ευρώπη βαθιά ιδεολογική και όχι άσχετη με τις φιλελεύθερες πολιτικές τής Θάτσερ τη δεκαετία του ’80 που ήταν ράπισμα στην Ευρώπη του Μιτεράν και του Κολ. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ανάθεμα για τους Eurosceptics ήταν το Μάαστριχτ. Εκτοτε το ρήγμα βάθυνε. Ο ευρωσκεπτικισμός ήταν –θα το καταλάβατε –ένα πρόβλημα των Συντηρητικών –της βρετανικής Δεξιάς. Η Ευρώπη σκότωσε τη Θάτσερ –που βιογράφος της έγινε ο Μορ –όπως σκότωσε και τον «λίγο» Τζον Μέιτζορ. Τα χρόνια των Εργατικών δεν υπήρξε αντίστοιχο πρόβλημα. Μπλερ και Μπράουν κυριάρχησαν πρώτα στο κόμμα τους και μετά στο Ουεστμίνστερ. Αμφότεροι ήταν ευρωπαϊστές. Οταν όμως οι Συντηρητικοί επανήλθαν στην εξουσία το 2010 είχαν σε μια από τις βαλίτσες τους και το πρόβλημα με την Ευρώπη. Σήμερα ξέρουμε ότι η βαλίτσα αυτή έμελλε να σκάσει στα χέρια του Ντέιβιντ Κάμερον.

Το δημοψήφισμα για το Brexit ήταν πάγιο αίτημα των ευρωσκεπτικιστών. Μπλερ και Μπράουν δεν το συζητούσαν. Ο Κάμερον το υποσχέθηκε για να ενώσει τους Συντηρητικούς ενόψει των εκλογών του 2015. Τις κέρδισε –αλλά έχασε τη χώρα! Αποδεικνύεται έτσι ότι το να βάζεις την εσωτερική πολιτική στην ίδια ζυγαριά με την Ευρώπη είναι καταστροφικό. Το έκανε η Ανγκελα Μέρκελ το 2010 με την ελληνική κρίση δανεισμού, καθυστερώντας κρίσιμους χειρισμούς ενόψει τοπικών εκλογών στη Γερμανία. Και είναι γνωστό τι κόστισε αυτό και στην Αθήνα και στην Ευρώπη. Το κάνουν και πολλοί άλλοι –για τους δικούς τους λόγους. Το αποτέλεσμα όμως είναι το ίδιο. Η Ευρώπη δεν μπορεί να ενσωματώσει τις επιμέρους εθνικές σκοπιμότητες. Αυτές λειτουργούν διαλυτικά.

Στην Ελλάδα έχουμε εθισθεί να βλέπουμε την κάθε κρίση με το πρίσμα της ευρωζώνης ως αντίδραση στη λιτότητα. Μπορεί να ισχύει στη Γαλλία, στην Ισπανία ή στην Πορτογαλία. Δεν ισχύει στην Ιταλία –όπου οι ψηφοφόροι τα ‘χουν βάλει με τη διαφθορά και την ανικανότητα του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος. Και ισχύει ακόμη λιγότερο στη Βρετανία που η οικονομία της πάει καλά και η οποία ωφελείται από το ευρώ και την κοινή αγορά, όντας έξω από την ευρωζώνη. Η αντίδραση της μικρομεσαίας Αγγλίας με προβοκατόρικη υποκίνηση της αντιευρωπαϊκής πτέρυγας των Συντηρητικών –όπως ο Μπόρις Τζόνσον που ξεκίνησε κι αυτός ως διευθυντής του «Spectator»! –έχει να κάνει με θέματα εθνικής κυριαρχίας. Οι Βρετανοί δεν θέλουν τις Βρυξέλλες στη ζωή τους –σε θέματα νόμου και ρυθμιστικού πλαισίου, άμυνας αλλά και μετανάστευσης –όπως θέλουν να συνεχίσουν να οδηγούν από αριστερά. Ενας παρωχημένος, μεταϊμπεριαλιστικός εθνικισμός που διατρέχει ένα μέρος της Δεξιάς και τις μεγαλύτερες ηλικίες. Αντιθέτως, οι νέοι, το City και οι δυναμικές τάξεις είναι φιλευρωπαίοι. Το Brexit είναι άλλο ένα σύμπτωμα της εκδίκησης ενός πολιτικού επαρχιωτισμού που –για να θυμηθούμε και τον μακαρίτη –βρήκε τρόπο να βγει από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Τα ζούμε και εδώ –έστω κι αν γλιτώσαμε πέρυσι το Grexit –τηρουμένων των αναλογιών.