Οταν τον Ιανουάριο του 2014 άνοιξε και πάλι το θέατρο Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής, που φέρει πια το όνομα του Λευτέρη Βογιατζή στον τίτλο του ως δείγμα τιμής στην πολύχρονη δημιουργική παρουσία του στον χώρο, τα εγκαίνια συνοδεύτηκαν από πλήθος θεατροκεντρικών εκδηλώσεων στη μνήμη του. Το αφιέρωμα στον μεγάλο σκηνοθέτη και ηθοποιό συνεχίζεται, αλλά αυτή τη φορά επιστρατεύτηκε η όπερα, είδος που θα παρουσιαστεί πρώτη φορά στην ιστορία του συγκεκριμένου θεάτρου.

Η ομάδα λυρικού θεάτρου Ραφή ανεβάζει από τις 6 Ιουνίου την όπερα σε τρεις πράξεις «Αλτσίνα» του Γκέοργκ Φρίντριχ Χέντελ στη δεύτερη παρουσίασή της ενώπιον του ελληνικού κοινού (η πρώτη ήταν το 2005 σε παραγωγή της Λυρικής). «Είναι πρωτοβουλία τόσο της συντρόφου του Ειρήνης Λεβίδη όσο και της ομάδας, καθώς ήταν ένα μουσικό είδος που ο Λευτέρης Βογιατζής λάτρευε» δηλώνει ο σκηνοθέτης της Θέμελης Γλυνάτσης. Αλλωστε, ο αδελφός του Σταμάτης ήταν διάσημος τενόρος και ο ίδιος σχεδίαζε να σκηνοθετήσει το «Ετσι κάνουν όλες» του Μότσαρτ σε σκηνική επιμέλεια της Χλόης Ομπολένσκι λίγο πριν από τον θάνατό του.

Μιας και στις μουσικές επιρροές του Βογιατζή ξεχώριζαν τα μπαρόκ ακούσματα, οι άνθρωποι της Ραφής αποφάσισαν να δουλέψουν με την «Αλτσίνα», αντιπροσωπευτικό έργο του είδους. «Θέλαμε να καταπιαστούμε με κάτι μεγάλο, κάτι που πραγματικά θα μας προκαλούσε μουσικά και σκηνικά, θα μας οδηγούσε να κάνουμε διαφορετική και καλύτερη δουλειά» τονίζει ο σκηνοθέτης. Το έργο βασίζεται στον ομηρικό μύθο της Κίρκης και διηγείται την ιστορία μιας εγκαταλειμμένης μάγισσας, που ξελογιάζει και ξελογιάζεται από έναν θαλασσοπόρο θνητό. Ενα στοιχείο που όπως λέει ο Γλυνάτσης θέλησε να αναδείξει με τη σκηνοθεσία του. «Ξεκίνησα να χτίζω μια σκηνοθεσία που από τη μια σέβεται τον μυθικό και συχνά παιγνιώδη χαρακτήρα της όπερας, αλλά από τη άλλη υπογραμμίζει τη βαθύτατη συγκίνηση και την αδιαμφισβήτητη τραγικότητα της ιστορίας. Κυρίως όμως είναι η προσωπική μου, ενστικτώδης αντίδραση στη μουσική του Χέντελ».

ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ. Προκειμένου να το πετύχει αυτό, λοιπόν, ανέβασε στη σκηνή τους απαραίτητους μουσικούς και μια ομάδα ηθοποιών που συμπράττουν μαζί τους.

«Ηθελα να χρησιμοποιήσω ηθοποιούς για να κατασκευάσω ένα τοπίο σωμάτων, των παγιδευμένων εραστών της Αλτσίνα, που είναι καταδικασμένοι να ζουν τη ζωή στοιχείων της φύσης μετά τη μεταμόρφωσή τους –σώματα που έχουν αναλωθεί και έχουν πεταχτεί στην άκρη, μέρη ενός τοπίου, το οποίο οι βασικοί χαρακτήρες σπάνια παρατηρούν» αναφέρει ο σκηνοθέτης. «Ηθελα όμως επίσης να δείξω την εκδίκησή τους –στο φινάλε της όπερας, οι πέτρες του μαγικού νησιού της Αλτσίνα μεταμορφώνονται πάλι σε ανθρώπους».

Για τον χώρο

Ελευθερία για πειραματισμό

Η παράσταση δεν στήνεται σε έναν χώρο που θεωρείται «κατάλληλος» για σχετικές παραγωγές, όπως το Μέγαρο Μουσικής ή η Λυρική, αλλά σ’ ένα θέατρο. Γεγονός που εξ ορισμού καθιστά το εγχείρημα ιδιαίτερο. «Ολα είναι διαφορετικά – θεωρώ πως υπάρχει μεγαλύτερη δυνατότητα πειραματισμού, μεγαλύτερη ελευθερία, μεγαλύτερη ευελιξία, ακριβώς επειδή ο χώρος είναι τόσο καθοριστικός παράγοντας μιας παράστασης. Ο χώρος είναι μέρος της ταυτότητας μιας παράστασης – υπό αυτή την έννοια η κάθε παράσταση είναι site specific, μια και η σκηνοθεσία, η σκηνογραφία, ο φωτισμός και η υποκριτική αναπόφευκτα προκύπτουν από αλλά και επηρεάζουν τον χώρο της παράστασης» υπογραμμίζει ο δημιουργός. Και το γεγονός αυτό δεν τον φοβίζει στο αν τελικά η «Αλτσίνα» θα βρει το κοινό που της αναλογεί ανάμεσα στους θεατρόφιλους που συνηθίζουν να περνούν την πόρτα του θεάτρου Οδού Κυκλάδων. «Θεωρώ πως η όπερα και το μουσικό θέατρο σαφώς και πρέπει να παίζονται σε μεγάλους χώρους. Από την άλλη, πρέπει να αποδεσμευτούν από συγκεκριμένες πρακτικές ή χώρους σε μια προσπάθεια “ανοίγματός” τους σε ένα διαφορετικό κοινό, σε καινούργιες πρακτικές, με νέους καλλιτέχνες» καταλήγει.