Ο λογαριασμός των αλλαγών στη φορολογία εισοδήματος είναι σχεδόν συμφωνημένος ανάμεσα στην κυβέρνηση και στους δανειστές. Προσεγγίζει τα 2 δισ. ευρώ. Δανειστές και κυβέρνηση όμως έχουν πολλούς ανοιχτούς λογαριασμούς σχετικά με το ποιοι θα κληθούν να πληρώσουν τις νέες επιβαρύνσεις. Η κυβέρνηση στοχεύει στα μεσαία και υψηλά εισοδηματικά κλιμάκια με αύξηση των συντελεστών για όσους έχουν εισοδήματα πάνω από 30.000 ευρώ.

Οι δανειστές γύρισαν τον στόχο ανάποδα. Θέλουν μείωση του αφορολογήτου από τα 9.500 ευρώ στα 7.000 ή στα 8.000 ευρώ το πολύ προκειμένου να διαχυθούν τα νέα βάρη και στα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια, βγάζοντας κόκκινη κάρτα σε νέα αύξηση των ανώτατων συντελεστών. Μέχρι τώρα η ζυγαριά της διαπραγμάτευσης γέρνει προς την πλευρά των δανειστών. Οι επιβαρύνσεις για τη μεσαία τάξη, δεν αποκλείεται ακόμα και να δώσουν τη θέση τους σε μικρές ελαφρύνσεις.

Στην πορεία της διαπραγμάτευσης δεν θα προκαλέσει έκπληξη αν προκύψουν και νέοι αιφνιδιασμοί. Ηδη στο τραπέζι της αναζήτησης πρόσθετων μέτρων κάλυψης του δημοσιονομικού κενού έχει πέσει πρόταση αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης για τους αγοραστές μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, πεδίο στο οποίο όπως σημειώνει κυβερνητική πηγή «φαίνεται να υπάρχουν περιθώρια».
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, το Φορολογικό φέρεται να συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες για συμφωνία σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Στόχος είναι, όπως αναφέρει, «έως το ερχόμενο Σαββατοκύριακο να έχουμε συμφωνήσει σε Φορολογικό, Ασφαλιστικό και λοιπά μέτρα τα οποία θα αποδώσουν συνολικά 3% του ΑΕΠ έως το 2018» ή περίπου 5,5 δισ. ευρώ.

Από αυτά, 1% του ΑΕΠ θα προέλθουν από φόρους, 1% του ΑΕΠ αναζητείται από το Ασφαλιστικό και αναζητούνται επιπλέον 1,8 δισ. ευρώ, μέρος των οποίων θα καλυφθεί από μέτρα τα οποία προβλέπονται αλλά δεν έχουν εφαρμοστεί (π.χ. τα VLTs του ΟΠΑΠ) ή από ορφανά μέτρα, μεταξύ των οποίων ενδεχομένως και η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης για τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα.

Ο λογαριασμός των φόρων

Με βάση την πρόταση των δανειστών από τις αλλαγές στη φορολογία εισοδήματος προκύπτουν πρόσθετα έσοδα 1,9 δισ. ευρώ εφόσον συνυπολογιστούν και τα 900 εκατ. ευρώ από τη μονιμοποίηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης. Η κυβερνητική πρόταση, από την άλλη, οδηγεί σε αύξηση των εσόδων από φορολογία εισοδήματος κατά 1,7 δισ. ευρώ. Στη φιλοσοφία τους οι δύο προτάσεις διαφέρουν ουσιαστικά.

Η κυβέρνηση θέλει να αυξήσει τους ανώτατους συντελεστές διευρύνοντας τις επιβαρύνσεις για όσους έχουν εισοδήματα άνω των 30.000 ευρώ.

Οι δανειστές διαφωνούν. Με τη δική τους πρόταση το αφορολόγητο γίνεται σταθερό και υποχωρεί στα 7.000 – 8.000 ευρώ. Θα το έχουν όλοι οι μισθωτοί και συνταξιούχοι ανεξαρτήτως εισοδήματος. Θα θιγούν όμως, έτσι, όσοι έχουν μηνιαίο εισόδημα λίγο πάνω από το όριο του κατώτατου μισθού αφού μέχρι τώρα η συγκεκριμένη κατηγορία εισοδήματος καλυπτόταν από το –έμμεσο –αφορολόγητο των 9.500 ευρώ. Ετήσιο εισόδημα 7.000 ευρώ έχει μισθωτός ή συνταξιούχος με μηνιαίες αποδοχές 583 ευρώ χωρίς επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας.

Αν κατέβει τόσο χαμηλά το αφορολόγητο, για εισόδημα 8.000 ευρώ ο φόρος διαμορφώνεται στα 220 ευρώ. Σήμερα είναι μηδενικός.

Παράλληλα τα σενάρια για ανώτατους συντελεστές 60% στα ρετιρέ των εισοδημάτων από μισθούς και συντάξεις και 40% στα μεγάλα εισοδήματα από ενοίκια έχουν φύγει ήδη από το τραπέζι.

Αντίθετα, πέρασε η κυβερνητική πρόταση για φορολόγηση των αγροτών με βάση την κλίμακα των μισθωτών και συνταξιούχων.

Το αφορολόγητο

Η σφήνα των δανειστών στο Φορολογικό έγινε το μεσημέρι της περασμένης Πέμπτης. Η συζήτηση είχε προγραμματιστεί για το απόγευμα αλλά στις 2 το μεσημέρι οι δανειστές έστειλαν την πρότασή τους για μείωση του αφορολογήτου. Με βάση αυτή την πρόταση, επί της οποίας η κυβέρνηση πλέον παζαρεύει βελτιώσεις για τα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια, η έκπτωση φόρου των 2.1000 ευρώ μειώνεται στα 1.800 ευρώ στην καλύτερη περίπτωση, στα 1.500 ευρώ στη χειρότερη. Η μείωση αυτή οδηγεί το αφορολόγητο από τα 9.500 ευρώ στα 7.000 – 8.000 ευρώ καθώς ο πρώτος συντελεστής παραμένει 22%.
Οι συντελεστές με βάση την πρόταση των δανειστών διαμορφώνονται σε:
* 22% για εισοδήματα έως 22.000 ευρώ (σήμερα ο συντελεστής 22% επιβάλλεται έως τις 25.000 ευρώ).
* 32% για το κλιμάκιο εισοδήματος από 22.001 έως και 42.000 ευρώ (σήμερα ο συντελεστής 32% επιβάλλεται στο κλιμάκιο 25.001 ευρώ έως και 42.000 ευρώ).
* 42% για εισοδήματα από 42.001 έως και 65.000 ευρώ (σήμερα 42% για εισοδήματα άνω των 42.000 ευρώ).
* 50% για εισοδήματα άνω των 65.000 ευρώ.

Τώρα, το παζάρι από την πλευρά της κυβέρνησης γίνεται για τη διάσωση όσο το δυνατό μεγαλύτερου αφορολογήτου αλλά και για το ύψος των συντελεστών. Το πού είναι πιθανό «να κάτσει η μπίλια» της διαπραγμάτευσης προκύπτει από την εκτίμηση κυβερνητικής πηγής με γνώση των συζητήσεων. «Θα είναι επιτυχία αν η έκπτωση φόρου των 2.100 ευρώ κοπεί μόνο κατά 100 – 200 ευρώ» σημειώνει.

Αξίζει να σημειωθεί ότι κάθε εκατό ευρώ συρρίκνωσης της έκπτωσης φόρου των 2.100 ευρώ συνεπάγεται αύξηση των εσόδων κατά 200 εκατ. ευρώ.

Τα ενοίκια

Στο μέτωπο της φορολόγησης των εισοδημάτων από ενοίκια, οι αποφάσεις θεωρούνται κλειδωμένες. Θα υλοποιηθεί η πρόβλεψη του Μνημονίου για αύξηση των συντελεστών από 11% στο 15% (για εισοδήματα έως 12.000 ευρώ) και από το 33% στο 35% (για εισοδήματα άνω των 12.000 ευρώ), με στόχο την αύξηση των εσόδων κατά 150 εκατ. ευρώ. Οι δανειστές απέρριψαν την πρόταση καθιέρωσης νέου ανώτατου συντελεστή 40% ή και 45% που είχε εισηγηθεί η κυβέρνηση για κλιμάκιο εισοδήματος άνω των 40.000 ευρώ.

Αγρότες και ελεύθεροι επαγγελματίες

Την κλίμακα των μισθωτών και συνταξιούχων θα μοιράζονται εφεξής και οι αγρότες. Και σε αυτό το μέτωπο υπάρχει συμφωνία ανάμεσα στις δύο πλευρές. Το Μνημόνιο προέβλεπε αύξηση του συντελεστή φορολόγησης των αγροτικών κερδών από το 13% στο 26% προκειμένου να προκύψουν έξτρα έσοδα 32 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με τη νέα πρόταση, οι αγρότες χάνουν το αφορολόγητο των 12.000 ευρώ το οποίο ισχύει σήμερα μόνο για τις επιδοτήσεις. Εφεξής οι επιδοτήσεις θα αθροίζονται στο συνολικό φορολογητέο εισόδημα, στο οποίο όμως θα εφαρμόζεται η κλίμακα των μισθωτών και συνταξιούχων με το αφορολόγητο των 7.000-8.000 ευρώ.

Την ίδια κλίμακα με τους μισθωτούς – συνταξιούχους και αγρότες χωρίς όμως αφορολόγητο θα μοιράζονται και οι ελεύθεροι επαγγελματίες.