Η έντυπη έκδοση του βρετανικού «Ιντιπέντεντ» δεν θα προλάβει να γιορτάσει την επέτειο των τριάντα χρόνων της. Η εφημερίδα, που άρχισε να κυκλοφορεί τον Οκτώβριο του 1986 με σκοπό να ταράξει τα νερά της δημοσιογραφίας, θα υπάρχει μόνο στην ηλεκτρονική μορφή από τον επόμενο μήνα.

Το σχόλιο της Λίζα Μάρκγουελ, διευθύντριας του κυριακάτικου «Ιντιπέντεντ», μπορεί να ακουστεί και σαν κραυγή πόνου, που μπορεί να αισθανθεί κάθε δημοσιογράφος ενώ δεν αφήνει αδιάφορο κανέναν αναγνώστη: «Μας φαινόταν πάντα εξαιρετικά απογοητευτικό το γεγονός ότι ο κόσμος πλήρωνε ευχαρίστως 3,7 λίρες για έναν απαίσιο καφέ ενώ δεν είναι διατεθειμένος να πληρώσει 1,6 ή 2,2 την Κυριακή για ένα καταπληκτικό δείγμα γραφής άξιο ενός μυθιστορήματος» έγραψε.

ΤΟ ΤΙΡΑΖ του «Ιντιπέντεντ» ήταν 56.000 φύλλα την ημέρα. Κι αν δεν γίνει κάποιο θαύμα, τόσα θα συνεχίσει να πουλάει πάνω κάτω ώς τις 26 Μαρτίου οπότε θα κυκλοφορήσει το τελευταίο φύλλο. Ο ρώσος ολιγάρχης Εβγκένι Λέμπεντεφ, τελευταίος ιδιοκτήτης της εφημερίδας, αποφάσισε να σταματήσει την οικονομική αιμορραγία δίνοντας μια γεύση των προθέσεών του για το μέλλον: «Η βιομηχανία του Τύπου αλλάζει και αυτή η αλλαγή προήλθε από τους αναγνώστες, οι οποίοι μας δείχνουν πως το μέλλον είναι ψηφιακό» εξήγησε. «Διατηρούμε τον τίτλο που μας επιτρέπει να επενδύσουμε σε ένα περιεχόμενο ενημέρωσης υψηλού επιπέδου». Αυτό που δεν είπε ο ρώσος ολιγάρχης είναι ότι το κλείσιμο της εφημερίδας θα συνοδευτεί από απολύσεις. Περίπου 100 δημοσιογράφοι θα χάσουν τη δουλειά τους, αριθμός που αντιστοιχεί στο μισό του δυναμικού της σύνταξης. Παράλληλα, προβλέπονται 25 προσλήψεις για την ενίσχυση του σάιτ.

Η ΑΠΟΦΑΣΗ για το λουκέτο δεν έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. Οι πωλήσεις της εφημερίδας είχαν γνωρίσει τα τελευταία χρόνια καταστροφική πτώση. «Ο «Ιντιπέντεντ» πουλάει τόσο λίγα φύλλα που δεν έχει και πολύ νόημα να συνεχίσει να εκδίδεται» είπε στο BBC ο Στίβεν Γκλόβερ, ένας από τους ιδρυτές του. Αντίθετη είναι η πορεία της ηλεκτρονικής έκδοσης: το σάιτ σφύζει από υγεία καθώς δέχεται περισσότερες από 58 εκατομμύρια μοναδικές επισκέψεις τον μήνα.

Εντονη είναι η δραστηριότητα της εφημερίδας και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτές οι καλές επιδόσεις όμως –καταγγέλλουν πολλοί δημοσιογράφοι του εντύπου –επιτεύχθηκαν εις βάρος της ποιότητας. Η καλή δημοσιογραφία υπέκυψε στην ανάγκη των κλικ. Ενα παράδειγμα; Το θέμα που εμφανίστηκε στο σάιτ της εφημερίδας την περασμένη Παρασκευή με τίτλο «Δέκα απίστευτες ιστορίες που αποδεικνύουν ότι τα οικόσιτα ζώα είναι οι καλύτεροι φίλοι του ανθρώπου».

Από την άλλη πλευρά, οι δημοσιογράφοι της εφημερίδας δέχονται επικρίσεις για το γεγονός ότι δεν ανέβηκαν στο τρένο της ψηφιακής μετάβασης. Από κάποιους θεωρούνται πολύ κολλημένοι στο παρελθόν, πολύ επιφυλακτικοί απέναντι στην πιθανότητα να κάνουν ποιοτική δημοσιογραφία στο Διαδίκτυο. Η Λίζα Μάρκγουελ πάλι δεν αρκείται στη νοσταλγία για τη χρυσή εποχή του χαρτιού, προσπαθεί να φανεί και ρεαλίστρια: «Τα μέσα ενημέρωσης πρέπει να αποδεχθούν ότι έτσι έχουν τα πράγματα και να κατανοήσουν ότι το να παρέχεις ονλάιν ενημέρωση σε ανθρώπους που δεν πληρώνουν τίποτε είναι ένα μη βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο».
Είναι κάτι που θα φανεί. Οι νοσταλγοί του εντύπου, πάντως, θα θυμούνται τον χάρτινο «Ιντιπέντεντ» σαν ένα από τα καινοτόμα εγχειρήματα στη Βρετανία. Θα θυμούνται επίσης το ελεύθερο πνεύμα του που του εξασφάλισε και τη γρήγορη επιτυχία: στις αρχές του ’90 είχε φτάσει να πουλάει 400.000 φύλλα. Η ιλιγγιώδης άνοδος έφτασε να τρομάξει ακόμη και τον μεγιστάνα των μέσων ενημέρωσης Ρούπερτ Μέρντοκ. Τόσο ώστε έσπευσε να μειώσει την τιμή των «Τάιμς».

Χρώμα και ταμπλόιντ

Το 2004 ο «Ιντιπέντεντ» είχε χάσει ήδη τη μισή κυκλοφορία του σε σχέση με τις καλές ημέρες και προσπάθησε να σταματήσει την αιμορραγία με δύο τρόπους. Ο ένας ήταν να βάλει χρώμα στις σελίδες του. Ο άλλος, να κυκλοφορήσει σε σχήμα ταμπλόιντ – ο πρώτος από τις «σοβαρές» εφημερίδες.