«Μα πού πήγαν; Τι απέγιναν; Γιατί δεν τους ακούμε;». Υπήρχε μια αγωνία στον τρόπο που διατύπωνε τις προάλλες αυτά τα ερωτήματα η «Monde». Τη δικαιολογούσε η ερώτηση του τίτλου: «Υπάρχουν ακόμη αριστεροί διανοούμενοι;». Στη χώρα που πιστώνεται την εφεύρεση του «δημόσιου διανοουμένου» ως πνευματικού καθοδηγητή της κοινωνίας, στη χώρα που δεν γέννησε απλώς, αλλά αφουγκράστηκε και τίμησε τον Σαρτρ, τον Αρόν και τον Φουκό, ο δημόσιος λόγος μοιάζει να έχει γίνει εδώ και καιρό μονοπώλιο των «νεοαντιδραστικών» –συγγραφέων, φιλοσόφων, ιστορικών, δημογράφων, ακόμα και οικονομολόγων οι οποίοι διατυπώνουν ξαφνικά, ή και λιγότερο ξαφνικά, τόσο συντηρητικές ιδέες, που κατηγορούνται (όχι αβάσιμα) πως παίζουν το παιχνίδι της Ακροδεξιάς.

Είναι και αυτό ένα σημείο των καιρών. Γιατί στη Γαλλία κανείς δεν πιστεύει πια στα «αύριο που τραγουδούν», όπως στα πρώτα χρόνια του Φρανσουά Μιτεράν. Οι κυβερνώντες Σοσιαλιστές έχουν απογοητεύσει, η Αριστερά είναι τόσο κατακερματισμένη και ανήμπορη να ανταποκριθεί στις προκλήσεις των καιρών που συχνά – πυκνά κάποιος προαγγέλλει τον θάνατό της, η Δεξιά έχει χαθεί κάπου ανάμεσα στις εσωτερικές της έριδες και τις μεγαλομανίες του Νικολά Σαρκοζί και στο μεταξύ, η ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν συγκεντρώνει στις δημοσκοπήσεις για τον πρώτο προεδρικό γύρο ποσοστό 30%, μεγαλύτερο από κάθε άλλον, και επτά στους 10 πολίτες δηλώνουν πως υπάρχουν «υπερβολικά πολλοί ξένοι» στη χώρα.

Τα πρόσωπα και τα αγκάθια

Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, ένας γνωστός (και θεωρούμενος ως προσκείμενος στη ριζοσπαστική Αριστερά) οικονομολόγος, ο Ζακ Σαπίρ, ζήτησε τη συγκρότηση ενός «μετώπου εθνικής απελευθέρωσης» εναντίον του ευρώ, με τη συμμετοχή του Εθνικού Μετώπου. Ενας γνωστός ιστορικός, ο Εμανουέλ Τοντ, υπέγραψε ένα βιβλίο όπου υποστήριζε πως «η Γαλλία που έχει τα ηνία (η Γαλλία του «Je suis Charlie») είναι εκείνη που υπήρξε άλλοτε εναντίον του Ντρέιφους και υπέρ του Βισί». Ενας γνωστός συγγραφέας, ο Μισέλ Ουελμπέκ, περιέγραψε στο τελευταίο του βιβλίο μια μελλοντική Γαλλία με πρόεδρο μουσουλμάνο και ισλαμικό νόμο. Ενας γνωστός φιλόσοφος, ο Αλέν Φινκλεκρότ, υπερασπίστηκε μια πρώην υπουργό του Σαρκοζί, τη Ναντίν Μορανό, που επέμενε πως η Γαλλία είναι μια χώρα «της λευκής φυλής». Και ένας γνωστός (θεωρούμενος ως ακροαριστερός) φιλόσοφος, ο Μισέλ Ονφρέ, αμφισβήτησε τη γνησιότητα της φωτογραφίας του μικρού Αϊλάν, του τρίχρονου Σύρου που ξεβράστηκε σε παραλία της Τουρκίας, υπερασπιζόμενος παράλληλα το αίσθημα περιθωριοποίησης και προδοσίας που ενδεχομένως να νιώθουν οι Γάλλοι της «παλιάς σχολής» λόγω της εισροής προσφύγων.

Η «πολιτική ορθότητα»

Και είναι αυτοί, και άλλοι σαν αυτούς, που άλλοτε χαρακτηρίζονται «νεοαντιδραστικοί» και άλλοτε «μηντιακοί ψευτοδιανοούμενοι», οι οποίοι κυριαρχούν στα εξώφυλλα των γαλλικών περιοδικών και των εφημερίδων, στο prime time της γαλλικής τηλεόρασης, στις λίστες με τα ευπώλητα βιβλία. Ειδικά οι δηλώσεις του Ονφρέ πυροδότησαν μια μεγάλη συζήτηση. Η «Libération» τον κατηγόρησε πως εγκατέλειψε τα ιδανικά της Αριστεράς και έγινε ένας «αντικειμενικός σύμμαχος» της Ακροδεξιάς. Εκείνος την κατηγόρησε για «μίσος» και προανήγγειλε δημόσια αντεπίθεση στην «πολιτική ορθότητα». Στο θυελλώδες δημόσιο «ντεμπά» που ακολούθησε, ωστόσο, η αριστερή ιντελιγκέντσια φάνηκε απούσα. Εξού και το αγωνιώδες ερώτημα όχι μόνο της «Monde», αλλά του προοδευτικού τμήματος της γαλλικής κοινωνίας στο σύνολό του.

Είναι ένα γνωστό ιντερλούδιο, σχολίαζε πρόσφατα στο «Slate» η Αν Λοριό: κάθε φορά που υπάρχει κρίση, καταγγέλλουμε τη σιωπή των διανοουμένων. «Τριάντα χρόνια τώρα, πολιτικοί, αρθρογράφοι, ακαδημαϊκοί διεκδικούν την –αδύνατη ή δύσκολη; –επιστροφή των πνευματικών καθοδηγητών». Για του λόγου το αληθές, η Λοριό επικαλούνταν ένα άρθρο των δημοσιογράφων Ρενό Ντελί και Ερβέ Νατάν από το 2003: «Πυκνή ομίχλη σήμερα και εκείνοι που θα μπορούσαν να τη διαλύσουν μένουν στην άκρη, όπως ο Πιερ Ροζανβαγιόν ή ο Ζακ Ντεριντά, ή δεν είναι πλέον εδώ, όπως ο Πιερ Μπουρντιέ». Η ίδια διακρίνει μια κυκλική συζήτηση· και αναμένει τώρα με αισιοδοξία το επόμενό της στάδιο, την «κινητοποίηση των στρατευμάτων». Μόλις πρόσφατα, επιχειρηματολόγησε, δεν συνυπέγραψαν στη «Monde» ο συγγραφέας Εντουάρ Λουίς και ο κοινωνιολόγος Ζοφρέ ντε Λαγκανερί άρθρο με τίτλο «Διανοούμενοι της Αριστεράς, στρατευτείτε εκ νέου!»;

Από τη σιωπή στην ανασύνταξη

Τελικά, όμως, «υπάρχουν ακόμη αριστεροί διανοούμενοι;». Και η «Monde», και η «Libé» απαντούν με ένα εκκωφαντικό «φυσικά». Ο καθένας στον τομέα του, στα πανεπιστήμια, τα ιδρύματα, τους συλλογικούς φορείς, «επαγρυπνεί, στοχάζεται, θέτει ερωτήματα, αναδιατυπώνει προτάσεις». Απλώς δεν ακούγονται –και σε αυτό δεν φταίει μόνο «ο παραμορφωτικός καθρέφτης της τηλεόρασης και η συρρίκνωση του δημόσιου λόγου σε μηντιακούς αγώνες πάλης» –φταίνε και οι ίδιοι. Προ ημερών, η «Libé» θέλησε, ακριβώς, να αναδείξει τη νέα γενιά των αριστερών διανοουμένων. Και έδωσε πράγματι τον λόγο σε δέκα εκπροσώπους της, από την κινηματογραφίστρια Σελίν Σιαμά μέχρι τον ιστορικό Παπ Ντιαγέ, ζητώντας τους ένα «κιτ επιβίωσης σε περιόδους ιδεολογικά ταραγμένες». Οπως επισήμαινε ωστόσο η εφημερίδα, περισσότεροι ήταν εκείνοι που αρνήθηκαν να απαντήσουν. Και αυτοί χρησιμοποίησαν λίγο – πολύ το ίδιο επιχείρημα, διεκδίκησαν το ίδιο «δικαίωμα προσωρινής υποχώρησης»: «Δέχομαι αρκετές επιθέσεις επί του παρόντος ως «ιδεολόγος», «αριστεριστής», «αφελής» για διάφορες θέσεις μου. Δεν έχω πρόβλημα να μιλήσω στον Τύπο για θέματα που άπτονται της ειδικότητάς μου. Αλλά όχι για ένα πολιτικό coming out. Οχι ακόμα».

Μέχρι λοιπόν να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους, να ξεπεράσουν την εσωστρέφειά τους και να περάσουν επιτέλους στην επίθεση οι πραγματικοί, και όχι «αριστεροί», διανοούμενοι, ώστε να πάψουν να κυριαρχούν οι κραυγές των «νεοαντιδραστικών» στη δημόσια σφαίρα, μπορεί κανείς να αναζητήσει παρηγοριά σε έναν αφορισμό του γάλλου συγγραφέα Ζορζ Μπερνανός: «Ο διανοούμενος είναι τόσο συχνά ανόητος, που πρέπει πάντα να τον θεωρούμε ανόητο μέχρι αποδείξως του εναντίου».