«Τι θα συμβεί αν εξαφανιστούν οι μέλισσες; Φαντάζεστε το καλοκαίρι χωρίς καρπούζι, πεπόνι, αγγουράκι, κολοκυθάκι και μελιτζάνα; Και όχι μόνο αυτά, αλλά και δεκάδες άλλα αγαπημένα μας φρούτα και λαχανικά που εξαρτώνται από τις μέλισσες για την επικονίασή τους, δηλαδή τη γονιμοποίηση του άνθους για να παραχθεί ο καρπός τους;».

Αυτό διαβάζει κανείς στη διαδικτυακή εκστρατεία της περιβαλλοντικής οργάνωσης Greenpeace με τίτλο «Σώσε τις μέλισσες» (savethebees.gr). Με ελκυστικά γραφικά και φωτογραφίες που δείχνουν μέλισσες πάνω σε φυτά, η οργάνωση προσπαθεί να ευαισθητοποιήσει τους πολίτες τονίζοντάς τους πως πρέπει να εφαρμοστούν νόμοι που θα απαγορεύουν τη χρήση των χημικών, τα οποία αφανίζουν τις μέλισσες.

Ο θάνατος των μελισσών είναι ένα φαινόμενο όχι μόνο ελληνικό ή ευρωπαϊκό αλλά παγκόσμιο. Απασχολεί επιστήμονες, περιβαλλοντικές οργανώσεις και βέβαια τους μελισσοκόμους που βλέπουν πολλές φορές τα μελίσσια τους να καταστρέφονται και έτσι να ξεκινούν από την αρχή. Σε πρόσφατη έρευνά της η Greenpeace ανέφερε πως μόνο στην Ευρώπη τους τελευταίους χειμώνες η θνησιμότητα των μελισσών έφτασε το 20% κατά μέσο όρο και σε κάποιες χώρες έφτασε ακόμη και το 53%. Αλλά και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στην Αμερική, έρευνες έχουν δείξει πως από το 2006 και μετά χάνονταν κάθε χρόνο περίπου 30% των εκτρεφόμενων μελισσών.

Ενδεικτικό της ανησυχίας είναι ότι η καμπάνια του ελληνικού γραφείου της Greenpeace που ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια, συνεχίζεται. Στόχος της οργάνωσης είναι να απαγορευτούν επτά νεονικοτινοειδή φυτοφάρμακα για τα οποία υπάρχουν επαρκή στοιχεία –όπως δείχνουν μελέτες –ότι κάνουν κακό στις μέλισσες.

Σημειώνεται ότι πριν από δύο χρόνια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε αποφασίσει να απαγορευτούν τρία νεονικοτινοειδή φυτοφάρμακα (imdacloprid, clothianidin, thiamethoxam), όμως μόνο για δύο χρόνια (η προθεσμία λήγει στο τέλος του 2015). Τώρα, η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) συγκεντρώνει νέα στοιχεία προκειμένου να καθορίσει τη στάση της σχετικά με την κυκλοφορία των φυτοφαρμάκων αλλά προς το παρόν δεν έχει καταλήξει σε απόφαση.

«Οι κίνδυνοι για τις μέλισσες εξακολουθούν να υπάρχουν. Γι’ αυτό η εκστρατεία μας συνεχίζεται. Τα φυτοφάρμακα απαγορεύτηκαν για μία διετία, αυτό ήταν ένα πρώτο βήμα, αλλά χρειάζονται πολλά παραπάνω. Πρέπει τα νεονικοτινοειδή να απαγορευτούν μόνιμα» τονίζει στα «ΝΕΑ» η υπεύθυνη εκστρατείας κατά των μεταλλαγμένων από το ελληνικό γραφείο της Greenpeace Ελενα Δανάλη. Οπως προσθέτει, η εκστρατεία της οργάνωσης έχει επεκταθεί «με στόχο να απαγορευτούν όλα τα νεονικοτινοειδή φυτοφάρμακα με υψηλή τοξικότητα, όχι μόνο επειδή σκοτώνουν τις μέλισσες, αλλά και επειδή κάνουν πολύ κακό στον άνθρωπο».

Κινδυνεύει η διατροφή µας

Οπως επισημαίνει η Greenpeace, χρειάζεται μία μέλισσα για να γίνει το λουλούδι πεπόνι, αγγουράκι, κολοκυθάκι και μελιτζάνα. «Αν όμως εξαφανιστούν οι μέλισσες, δεν θα γίνει τίποτα! Η επικονίαση, η γονιμοποίηση δηλαδή του άνθους για να γίνει καρπός, είναι το πολυτιμότερο αγαθό που προσφέρουν οι μέλισσες στον άνθρωπο και στο περιβάλλον. Χωρίς την επικονίαση, η τροφή που καταλήγει στο πιάτο μας θα ήταν πολύ λιγότερη, καθώς το 1/3 των καλλιεργειών βασίζεται σε αυτήν» αναφέρουν οι υπεύθυνοι της οργάνωσης. Και συνεχίζουν: «Εάν οι μέλισσες αφανιστούν, οι 71 από τις 100 πιο σημαντικές φυτικές καλλιέργειες παγκοσμίως που επικονιάζονται από τις μέλισσες, θα αρχίσουν να εξαφανίζονται και αυτές. Ειδικότερα, καρποί όπως τα μήλα, οι φράουλες και τα αμύγδαλα θα εμφανίσουν απότομη πτώση. Η εξαφάνιση των μελισσών όμως θα έχει και καταστροφικές επιπτώσεις στην οικονομία, αν αναλογιστούμε ότι η οικονομική αξία της επικονίασης των μελισσών αποτιμάται σε 265 δισ. ευρώ τον χρόνο παγκοσμίως».

Τον κώδωνα του κινδύνου για τις μέλισσες και τη ζημιά που προκαλείται στα έντομα από τα συγκεκριμένα φυτοφάρμακα κρούει και η Ομοσπονδία Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδος (ΟΜΣΕ). Η Ομοσπονδία ζητάει να αποσυρθούν και τα επτά νεονικοτινοειδή φυτοφάρμακα που κυκλοφορούν στην Ευρώπη και να βρεθούν εναλλακτικά φυτοφάρμακα, επισημαίνοντας ταυτόχρονα πως αυτά τα φυτοφάρμακα αποτελούν έναν από τους παράγοντες που ευθύνονται για τους θανάτους μελισσών.

«Τα μελίσσια στην Ελλάδα μπορεί να αυξάνονται –είχαμε 50,22% αύξηση το 2013 σε σύγκριση με το 1995 -, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι μέλισσες δεν πεθαίνουν» λέει με νόημα η κτηνίατρος και μελισσοκόμος από την ΟΜΣΕ Κατερίνα Καρατάσου. «Το κόστος της εξαφάνισης των μελισσών μετακυλίεται στον μελισσοκόμο. Οταν χάσεις το 1/3 ή και τα μισά σου μελίσσια, για να μην πάψεις να είσαι μελισσοκόμος, θα πρέπει με τα δικά σου έξοδα να τα ξαναφτιάξεις από την αρχή».

Η Κατερίνα Καρατάσου διευκρινίζει πως οι απώλειες των μελισσών δεν μπορούν να αποδοθούν 100% στα νεονικοτινοειδή. Πρόκειται όμως για έναν από τους κύριους παράγοντες που κάνουν ζημιά στις μέλισσες, λέει. «Οι απώλειες μελισσών που παρατηρούμε οφείλονται στην κλιματική αλλαγή (τις ξηρασίες και τις πλημμύρες), στο σύστημα μονοκαλλιεργειών (η μέλισσα δεν παίρνει γύρη από πολλά διαφορετικά λουλούδια για να βρει τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά που χρειάζεται, εξασθενεί η άμυνά της και είναι πιο ευάλωτη σε ασθένειες) αλλά κυρίως στα φυτοφάρμακα που χρησιμοποιούνται στις καλλιέργειες. Το πραγματικό ερώτημα είναι, αφού γνωρίζουμε πως νεονικοτινοειδή βεβαιωμένα προκαλούν απώλειες, γιατί να μη βγάλουμε αυτόν τον παράγοντα από τη μέση;».

Σε πολλά επίπεδα η ζημιά

Σύμφωνα με την κτηνίατρο της ΟΜΣΕ, η ζημιά από τα νεονικοτινοειδή φυτοφάρμακα στις μέλισσες είναι συνολική, σε πολλά επίπεδα. «Τα νεονικοτινοειδή σκοτώνουν άμεσα στον αγρό (οξεία τοξίκωση) αλλά και μήνες μετά (υποθανατηφόρα τοξίκωση). Υπάρχουν μελέτες που έχουν δείξει ότι αυτά τα φυτοφάρμακα επηρεάζουν το σύστημα προσανατολισμού των μελισσών, την ικανότητα να τρέφονται, τον καρδιακό ρυθμό, την ανάπτυξη των υποφαρυγγικών αδένων που παράγουν τον βασιλικό πολτό, τη γονιμότητα και μειώνουν την άμυνα των μελισσών που γίνεται ευάλωτη σε διάφορα παθογόνα».

Σε επιστολή που είχε στείλει το 2013 η Ομοσπονδία στον τότε υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης Θανάση Τσαυτάρη, τόνιζε πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα μπορούσε να ήταν πιο ριζοσπαστική και να πρότεινε την πλήρη απαγόρευση της χρήσης των νεονικοτινοειδών. Κι αυτό, σημείωνε, έχοντας ως δεδομένα «την υψηλή τοξικότητα των προϊόντων αυτών (7.000 φορές περισσότερο απ’ ό,τι του DDT, στην κλίμακα ng –δισεκατομμυριοστά του γραμμαρίου –του φυτοφαρμάκου ανά μέλισσα), τη μεγάλη διάρκεια παραμονής αυτών των φυτοφαρμάκων στο περιβάλλον (μήνες ή έτη) ή το γεγονός ότι αυτά τα φυτοφάρμακα είναι υδατοδιαλυτά και έχουν ήδη βρεθεί σε υπόγεια ύδατα».

Πάντως και σήμερα επιθυμία της ΟΜΣΕ –όπως τονίζει η Καρατάσου –είναι «η απόσυρση όλων των νεονικοτινοειδών φυτοφαρμάκων. Μπορεί να βρεθούν και ήδη υπάρχουν εναλλακτικά φυτοφάρμακα για τις καλλιέργειες. Η γεωργία ευημερούσε και πριν βγουν αυτά τα φυτοφάρμακα στην αγορά. Εξάλλου, καμία γενιά φυτοφαρμάκων δεν διαρκεί αιώνια αλλά μόνο μέχρι να γίνουν ανθεκτικά σε αυτήν τα παράσιτα». Επίσης, η Κατερίνα Καρατάσου συμπληρώνει πως χώρες που είχαν απαγορεύσει πριν από κάποια χρόνια τη χρήση νεονικοτινοειδών φυτοφαρμάκων, ανάμεσά τους η Ιταλία, η Γερμανία, η Σλοβενία, η Γαλλία, είχαν ανάκαμψη στην παραγωγή μελιού τα επόμενα χρόνια.