Τρεισήμισι μήνες πριν ξεκινήσει από την Αϊοβα ο μαραθώνιος των προκριματικών εκλογών για το χρίσμα, έναν χρόνο και κάτι πριν από τις επόμενες αμερικανικές προεδρικές εκλογές, ένα πράγμα μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα: τα δύο μεγάλα κόμματα των ΗΠΑ, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί, ζουν σε διαφορετικούς πλανήτες. Η Αμερική της Χίλαρι Κλίντον, του φαβορί για το δημοκρατικό χρίσμα, έχει τόση σχέση με την Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ, του φαβορί για το ρεπουμπλικανικό χρίσμα, όσο και ένα σοβαρό πολιτικό τοκ σόου με ένα γελοίο ριάλιτι σόου. Δεν είναι τυχαίο που ο Τραμπ χαρακτήρισε γιορτή της υπνηλίας το πρώτο ντιμπέιτ που πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στους Δημοκρατικούς υποψηφίους την Τρίτη. Ηταν μια ζωντανή συζήτηση περί ιδεών, μια αξιοπρεπής ανταλλαγή απόψεων γύρω από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Ολα όσα δεν ήταν τα δύο ντιμπέιτ – κλωτσοπατινάδες που έχουν οργανώσει μέχρι στιγμής οι Ρεπουμπλικανοί.

Πολλοί ρίχνουν την ευθύνη για την εικόνα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στον Τραμπ, τον λαϊκιστή δισεκατομμυριούχο που εξακολουθεί να προηγείται, κόντρα στις ελπίδες ότι επρόκειτο για φούσκα, από τους υπόλοιπους 14 διεκδικητές του χρίσματος –και προηγείται με αρκετά μεγάλη διαφορά από τον δεύτερο, τον νευροχειρουργό Μπεν Κάρσον (27%-21%) και διψήφια διαφορά από όλους τους υπόλοιπους. Αλλοι πάλι θεωρούν τον μελοδραματικό, οργίλο, φωνακλά, αποκρουστικό Τραμπ το σύμπτωμα και όχι την αιτία. Μεταξύ των πολλών (μελο)δραμάτων που ζουν, οι Ρεπουμπλικανοί δεν μπορούν επί του παρόντος να συμφωνήσουν ούτε καν στο ποιος θα είναι ο επόμενος πρόεδρος της Βουλής. Και εντούτοις, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως οι ψηφοφόροι τους «βλέπουν» στον Τραμπ ισχυρές ηγετικές ικανότητες και 7 στους 10 δηλώνουν έτοιμοι να τον στηρίξουν, έστω και με επιφυλάξεις, αν κερδίσει το χρίσμα του υποψηφίου για την προεδρία.

«Η Χίλαρι Κλίντον θα έτρωγε ζωντανό τον Ντόναλντ Τραμπ σε ένα ντιμπέιτ» διαβεβαίωνε τις προάλλες ο Εντ Ρότζερς στη «Washington Post». Πριν φθάσουμε εκεί, ωστόσο, η πρώην Πρώτη Κυρία, γερουσιαστής και υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ πρέπει να κερδίσει το δημοκρατικό χρίσμα. Στις αρχές του χρόνου, οι «New York Times» το θεωρούσαν αυτό «αναπότρεπτο». «Η νίκη της Χίλαρι είναι πιθανή, αλλά όχι αναπόφευκτη» αποφάνθηκαν μερικούς μήνες αργότερα οι «Los Angeles Times». Λίγες ημέρες πριν από το ντιμπέιτ, οι δημοσκοπήσεις ήθελαν το προβάδισμά της επί του μεγαλύτερου προς το παρόν αντιπάλου της, του 74χρονου γερουσιαστή του Βερμόντ, και αυτοχαρακτηριζόμενου ως «σοσιαλιστή Δημοκρατικού», Μπέρνι Σάντερς, να έχει συρρικνωθεί στις 13 ποσοστιαίες μονάδες (41%-28%) από 60 μονάδες τον περασμένο Μάιο.

Η εντυπωσιακή παρουσία της Κλίντον στο πρώτο ντιμπέιτ, με τη βοήθεια και του Σάντερς, που της έκανε το δώρο να διατρανώσει πως η Αμερική «έχει σιχαθεί» να ακούει για τον προσωπικό λογαριασμό e-mail που χρησιμοποιούσε κόντρα στους κανονισμούς, η Χίλαρι ως υπουργός Εξωτερικών έδωσε νέα ώθηση στην υποψηφιότητά της. Τα αμερικανικά μέσα την ανακήρυξαν παμψηφεί νικήτρια. «Ηταν σαν την Μπιγιονσέ. Ηταν αψεγάδιαστη» σχολίασε ένας πολιτικός αναλυτής κάνοντας μια χαρακτηριστικά αμερικανική δήλωση.

«Πώς θα μπορούσε η Χίλαρι να χάσει;» ήταν το ερώτημα που έθεσε προ ημερών σε πολλούς διαφορετικούς πολιτικούς αναλυτές το «Politico». Πολλοί επισήμαναν πως αν μπει τελικά στη μάχη ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν –διαμήνυσε χθες πως «θα αποφασίσει σύντομα» –τότε θα κλέψει ψήφους από τη Χίλαρι, όχι από τον Σάντερς, και τα δεδομένα ενδεχομένως να αλλάξουν. Οι περισσότεροι πάντως συμφώνησαν πως η Χίλαρι Κλίντον δύσκολα θα ξαναχάσει το χρίσμα, όπως συνέβη πριν από οκτώ χρόνια. Σημαίνει αυτό απαραίτητα πως η Αμερική θα αποκτήσει στις 20 Ιανουαρίου 2016 την πρώτη της γυναίκα πρόεδρο; Ο δρόμος είναι ακόμη πολύ μακρύς.

Ο Μπέρνι Σάντερς

Πρόσφατες δημοσκοπήσεις ήθελαν τον Μπέρνι Σάντερς να ισοψηφεί με τη Χίλαρι στην πρώτη πολιτεία που ψηφίζει στις προκριματικές εκλογές, την Αϊοβα, και να προηγείται κατά 10% στη δεύτερη, το Νιου Χάμσαϊρ. Σε διαδικτυακές δημοσκοπήσεις του CNN, του «Slate» και του «Time», μάλιστα, οι χρήστες τον ανακήρυξαν νικητή του ντιμπέιτ, επιβραβεύοντας την ανωτερότητα που επέδειξε αυτός ο θιασώτης του «σκανδιναβικού μοντέλου».