Κάννες, Μάιος του 2015, δέκα και μισή. Εχω μόλις βγει, γοητευμένος από την πρώτη, πρωινή προβολή της «Νιότης», της τελευταίας ταινίας του Πάολο Σορεντίνο, και επιστρέφω στο ξενοδοχείο για να προετοιμάσω τις ερωτήσεις μου –στις τέσσερις το απόγευμα συναντώ τον Χάρβεϊ Καϊτέλ, έναν θρύλο του αμερικανικού κινηματογράφου, τον οποίο οι έλληνες θεατές έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν –μαζί με τον Μάικλ Κέιν –από την επόμενη Πέμπτη στους κινηματογράφους. Ελα όμως που στον δρόμο για την προγραμματισμένη μας συνάντηση –των Καννών –βλέπω στα μέιλ μου πως η ώρα συνάντησης έχει αλλάξει αιφνιδίως κι εγώ έχω ήδη καθυστερήσει. Ημουν τυχερός τελικά, αλλά και ο ίδιος ο ηθοποιός εξαιρετικά κατανοητικός –τον προλαβαίνω τη στιγμή ακριβώς που ετοιμάζεται να φύγει.

Ημουν τυχερός που σας πρόλαβα, με συγχωρείτε, αλλά δεν ήξερα πως είχε αλλάξει το ραντεβού μας.

Βλέπω πως πηγαινοέρχεστε τρέχοντας οι κριτικοί εδώ και αναρωτιέμαι αν έχετε χρόνο να σκεφτείτε πόσο τυχεροί είστε που κάνετε αυτή τη δουλειά.

Κι όμως, το πρόγραμμα στις Κάννες είναι εξαντλητικό.

Ναι, αλλά είστε μακριά από την πραγματικότητα, έστω και για λίγες ημέρες. Προσωπικά, το βρίσκω ανεκτίμητο. Ημουν κουρασμένος, είναι η αλήθεια. Το πρόβλημα είναι πως εσείς έχετε όσο χρόνο θέλετε για να προετοιμάσετε τις ερωτήσεις σας κι εγώ οφείλω να σας απαντήσω επί τόπου. Δεν είναι δίκαιο.

Τι σας ενοχλεί περισσότερο σε συνεντεύξεις σαν κι αυτή;

Με ενοχλεί όταν αντιλαμβάνομαι πως, την ώρα που κάποιος μου μιλά, προσπαθεί και να με ψυχαναλύσει. Εκείνη τη στιγμή αισθάνομαι –πώς να σας το πω –σαν τους Ινδιάνους των πρώτων καιρών, που έπαιρναν τα σκαλπ των φωτογράφων που τολμούσαν να τους απαθανατίσουν –γιατί, φυσικά, πίστευαν πως τους έκλεβαν την ψυχή. Οχι πως σκοπεύω να κάνω σ’ εσάς το ίδιο.

Συνήθως ξεκινά κανείς αναλύοντας το σινεμά και, κατ’ επέκταση, τη ζωή του.

Δεν μου αρέσει να αναλύω τη ζωή μου πια –και το σινεμά βέβαια είναι ένα κομμάτι της ζωής μου. Με ρωτούν «πώς ήταν η όλη εμπειρία για εσάς, πώς αντιληφθήκατε το σχόλιο του Σορεντίνο για το μεγάλο σινεμά της δεκαετίας του ’70, πώς αισθάνεστε για όλα αυτά;». Και τους απαντώ, δεν μου λείπει απολύτως τίποτε από εκείνα τα χρόνια, αισθάνομαι υπέροχα, και η κινηματογράφηση της «Νιότης» ήταν μία από τις πιο όμορφες εμπειρίες της ζωής μου. Γυρίζαμε μια ταινία στις Αλπεις, σε ένα υπέροχο μέρος, παρέα με φίλους αγαπημένους. Γιατί πρέπει να υπάρχει κάτι πιο βαθύ σ’ αυτό;

Γνωριζόσασταν και με τον Μάικλ Κέιν;

Η αλήθεια είναι πως όχι. Αν κάνεις τη δουλειά μου όμως, ο Μάικλ Κέιν είναι ένας ηθοποιός που οφείλεις να παρακολουθείς. Δεν υπάρχουν καλύτεροι απ’ αυτόν εκεί έξω –υπάρχουν ίσως εξίσου καλοί, αλλά κανείς που να τον ξεπερνά. Το πιστεύω αυτό. Ο άνθρωπος είναι ένα έμβλημα, το όνομά του είναι από μόνο του μια αναφορά. Τον εκτιμούσα λοιπόν για χρόνια, αλλά όχι, δεν είχαμε κάποια επαφή. Τον γνώρισα στα γυρίσματα του φιλμ.

Οπου και ενσαρκώνετε έναν σκηνοθέτη παθιασμένο με την τελευταία του ταινία. Εχω την αίσθηση πως απολαμβάνετε τους οριακούς χαρακτήρες, από την εποχή του «Ταξιτζή» μέχρι το «Bad Lieutenant» του Εϊμπελ Φεράρα.

Δεν ξέρω αν με ενδιαφέρει να ενσαρκώνω οριακούς χαρακτήρες, όσο με ενδιαφέρει το να τους καταλαβαίνω.

Οι ταινίες – μνημεία της έβδομης τέχνης αφθονούν στη φιλμογραφία του Χάρβεϊ Καϊτέλ: «Bad Timing», «Ταξιτζής», «Η Αλίκη δεν μένει πια εδώ», «Τελευταίος πειρασμός», «Μαθήματα πιάνου», «Pulp Fiction», «Καπνός» –η λίστα δεν έχει τελειωμό. Και σε καθεμία εξ αυτών μια ερμηνεία που, είτε αναφέρεται σε πρωταγωνιστικό ρόλο είτε όχι, «απελευθερώνει» την ταινία –και ο ηθοποιός κλέβει την παράσταση. «Παλιά, στο Actor’s Studio ξενυχτούσαμε στις πρόβες μέχρι να βρούμε μια στιγμή αλήθειας, μια στάλα ακεραιότητας, για να δώσουμε πνοή στο κείμενο, στον ήρωα. Ας πούμε, δεν θα είχα ποτέ μου αντιληφθεί τον Ιούδα (σ.σ.: ο Καϊτέλ τον ενσάρκωσε στον «Τελευταίο πειρασμό» του Μάρτιν Σκορσέζε) αν δεν είχα διαβάσει το κείμενο του Καζαντζάκη. Τι ξέραμε για τον Ιούδα πριν; Πως πρόδωσε τον Ιησού για τριάντα αργύρια. Ε, δεν το λες και σοβαρή δικαιολογία (σ.σ.: λέει με σαρκαστική διάθεση). Αντιλαμβάνομαι τα πάθη και αυτή η δουλειά δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Αλλά είναι κάτι που το αναζητώ, αν και θα χρησιμοποιούσα μια άλλη λέξη –ή φράση. Ας πούμε, προτιμώ τον χαρακτηρισμό «επιθυμητή εμμονή». Και πιστέψτε με, είναι πολύ όμορφη, αν μπορείς να αντέξεις τον πόνο που τη συνοδεύει».

Παρακολουθούσατε το σινεμά του Σορεντίνο;

Βεβαίως. Οταν διάβασα το σενάριο, μπορούσα να δω ξεκάθαρα πως επρόκειτο για τον ίδιο καλλιτέχνη που υπέγραψε το «Il Divo» και την «Τέλεια ομορφιά». Ξέρετε, εγώ ήμουν αυτός που τον προσέγγισε –μέσω του ατζέντη μου φυσικά. Πείτε μου σοβαρά, ποιος ηθοποιός δεν θα ήθελε να δουλέψει με αυτόν τον άνθρωπο; Αλλά, στ’ αλήθεια, δεν μπορώ να προσδιορίσω την ταινία –όπως και δεν θα μπορούσα να προσδιορίσω μια ταινία του Τεό (σ.σ.: εννοεί τον Θόδωρο Αγγελόπουλο). Μιλάμε για κινηματογραφιστές με γιγαντιαίο όραμα. Κάπου, κάποιος χαρακτήρισε «ομηρικό» τον κινηματογράφο του Αγγελόπουλου, και το σινεμά του Σορεντίνο διακατέχεται από ένα τέτοιο αφηγηματικό πάθος.

ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟ

«Κοιμήθηκαστο “Τοπίοστην ομίχλη”»

Η κουβέντα οδηγείται κάποια στιγμή στη συνεργασία του Καϊτέλ με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο για το «Βλέμμα του Οδυσσέα» που γύρισαν το 1995. Οι διαφωνίες τους στο πλατό, έντονες. Μέσα από αυτές, όμως, τελικά προέκυψε μια βαθιά κατανόηση και μια φιλία που κράτησε μέχρι τον αιφνίδιο θάνατο του Τεό. Σύμφωνα με τα λόγια του Χάρβεϊ Καϊτέλ: «Γνωριστήκαμε πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη όταν ήρθε στο σπίτι μου για να δούμε μαζί, παρέα φυσικά με τον παραγωγό, το “Τοπίο στην ομίχλη”. Δυστυχώς, κοιμήθηκα στο πρώτο πεντάλεπτο. Ο παραγωγός με σκούντηξε, και τον είδα απέναντι μου, χαμογελαστό. Και είπα το “ναι”! Αφοβος άνθρωπος ο Τεό. Σκληρός όσο και ευαίσθητος. Παραλίγο να πλακωθούμε στα γυρίσματα. Για τα γυρίσματα μιας σκηνής, πολύ απαιτητικής για όλους μας – η σκηνή που μιλάω με τη μητέρα μου. Και σε αυτή τη σκηνή εγώ και ο Τεό δεθήκαμε. Η Στέλλα Αγκνιου, δασκάλα μου στο Actor’s Studio, είχε πει κάποτε για τη μεγάλη Αννα Μανιάνι πως “αυτή η γυναίκα δεν είναι ηθοποιός, είναι ένα δέντρο!”. Ο Τεό μπορεί να λείπει, αλλά ανήκει σε αυτό το δάσος».

Σας λείπει σήμερα ο Θόδωρος Αγγελόπουλος;

Δεν υπάρχει ημέρα που να μην τον σκέφτομαι. Φυσικά και μου λείπει – τον αγαπούσα και τον σεβόμουν. Λυπάμαι που ο Τεό δεν είναι πια μαζί μας. Θα ήθελα πολύ να ήταν εδώ σήμερα, να του συστήσω τον Σορεντίνο. Είμαι βέβαιος πως θα τον συμπαθούσε και πως θα συμπαθούσε και τη Νιότη. Είμαι επίσης βέβαιος πως, στο τέλος, θα προτιμούσε το δικό του σινεμά. Ημασταν εδώ, το 1995, για το «Βλέμμα του Οδυσσέα» και του έδωσαν το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής, το δεύτερο βραβείο ουσιαστικά. Και θυμάμαι πόσο απογοητευμένος ήταν – ανέβηκε στη σκηνή κρατώντας το με χέρια χαλαρά και είπε στο μικρόφωνο: «Δεν περίμενα αυτό το βραβείο». Μόνο ο Τεό θα είχε τα κότσια να κάνει κάτι τέτοιο στις Κάννες, δεν το πίστευα! Ημουν στην κηδεία του εκείνη την ημέρα, ήσασταν εκεί;

Ναι ήμουν. Ξέρετε πως στο σενάριο της «Αλλης θάλασσας» υπήρχε μια σεκάνς που διαδραματιζόταν στο ίδιο νεκροταφείο και μάλιστα με ημερομηνία γυρίσματος πολύ κοντά στην ημέρα της κηδείας;

Αλήθεια; Τι να πω; Συμπτώσεις! Ξέρετε, δεν μου πάει η μεταφυσική. Για μένα ο Θεός και ο Διάβολος κατοικούν στη γη, μέσα μας.

INFO

Η ταινία «Νιότη» (Youth) του Πάολο Σορεντίνο με τους Χάρβεϊ Καϊτέλ, Μάικλ Κέιν (μαζί στη φωτογραφία), Ρέιτσελ Βάις, Πολ Ντέινο, Τζέιν Φόντα, Aλεξ ΜακΚουίν θα προβάλλεται από την Πέμπτη στις ελληνικές αίθουσες.