Είχε διαφημιστεί ως το άνοιγμα που θα γκρέμιζε τις κομματικές γραφειοκρατίες. Ομως η εκλογή αρχηγού από τη βάση έχει παρενέργειες όχι μόνο για τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, αλλά παντού όπου έχει εφαρμοστεί. Πώς άλλαξε η αμεσοδημοκρατική φόρμουλα το ελληνικό πολιτικό σύστημα; Γιατί οι ειδικοί τη θεωρούν εκλογή χωρίς εκλογικό σώμα; Και τι προοιωνίζεται για την εκλογή στη ΝΔ το σύνδρομο Κόρμπιν;

«Ντόρα, δεν γίνεται. Δεν μπορούμε

να κάνουμε αλλιώς».

Ηταν Οκτώβριος του 2009, λίγες ημέρες μετά την ήττα της ΝΔ με δέκα μονάδες διαφορά από το ΠΑΣΟΚ. Ο Κώστας Καραμανλής ανακοίνωνε στην Ντόρα Μπακογιάννη την απόφασή του να στηρίξει το αίτημα για εκλογή αρχηγού από τη βάση. Η ΝΔ θα άλλαζε άρον άρον το καταστατικό της. Θα υιοθετούσε το –όχι συνηθισμένο για συντηρητικό κόμμα –αμεσοδημοκρατικό πρότυπο που είχε πρώτο καθιερώσει το νεοπαπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ.

Σήμερα η ΝΔ αναζητεί τον όγδοο πρόεδρο της ιστορίας της μέσα από την ίδια διαδικασία. Πρόκειται για μια διαδικασία που εισήγαγε ως νεωτερισμό το 2004 ο Γιώργος Παπανδρέου –με μοναδικό υποψήφιο τον ίδιο –και δοκιμάστηκε υπό συνθήκες γνήσιου πολιτικού ανταγωνισμού τρία χρόνια μετά στην αναμέτρηση με τον Βαγγέλη Βενιζέλο.

Ακολουθώντας το πρότυπο των αμερικανικών primaries, των προκαταρκτικών εκλογών με τις οποίες τα δύο μεγάλα κόμματα στις ΗΠΑ επιλέγουν τους υποψηφίους τους για τα δημόσια αξιώματα και για την προεδρία, η άμεση εκλογή προοριζόταν να γκρεμίσει τις κομματικές γραφειοκρατίες. Θα υπερέβαινε τους μηχανισμούς δίνοντας τον λόγο στη βάση. Ομως η πείρα δείχνει ότι προκάλεσε πολλές παρενέργειες στα δύο (κάποτε) μεγάλα κόμματα της Μεταπολίτευσης. Και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πώς θα λειτουργήσει τώρα σε ένα περιβάλλον διάχυτης αντισυστημικής οργής.

Οταν «χάζεψε το σύστημα»

Τον Οκτώβριο του 2009 η Ντόρα ήταν κάτι παραπάνω από φαβορί –θεωρούνταν σχεδόν βέβαιη διάδοχος του Κώστα Καραμανλή. Μέχρι που, με επισπεύδοντα τον Δημήτρη Αβραμόπουλο, άνοιξε η συζήτηση για αλλαγή του καταστατικού και εκλογή από τη βάση.

Ηταν, όπως λέγεται, μια ιδέα που δεν ενθουσίαζε τον ίδιο τον Καραμανλή, ο οποίος επί της προεδρίας του δεν είχε δείξει καμία προτίμηση σε τέτοια αμεσοδημοκρατικά πειράματα. Θεωρείται ωστόσο ότι προωθήθηκε παρασκηνιακά από την παλαιά φρουρά των καραμανλικών για να μη φανεί ότι «το κόμμα παραδίδεται στην κόρη του Μητσοτάκη».

Το επιτελείο της Μπακογιάννη στην αρχή αντιστάθηκε, με το επιχείρημα ότι οι κανόνες της κομματικής λειτουργίας δεν μπορεί να διαμορφώνονται ανάλογα με τη συγκυρία. Είχε δει την παγίδα. Η πίεση όμως ήταν πολύ μεγάλη. Οπως θυμάται πρόσωπο που έζησε από μέσα την εσωκομματική αναμέτρηση, «αρνούμενη την εκλογή από τη βάση, η Ντόρα κινδύνευε να εμφανιστεί ως φοβική και οπισθοδρομική».

Το κλειδί κρατούσε βέβαια ο Καραμανλής. Με νωπό ακόμη το τραύμα της ήττας, ο Καραμανλής δεν ήθελε να εμπλακεί ενεργά στη διαδοχή του. Τάχθηκε ωστόσο υπέρ της αλλαγής του τρόπου εκλογής. Λέγεται ότι είπε στην Ντόρα ότι «δεν μπορούμε να αρνηθούμε την πρόοδο».

Αν ο Καραμανλής είχε κρατήσει αντίθετη στάση, αν είχε πει να τηρηθεί το ισχύον καταστατικό, εικάζεται ότι το θέμα θα είχε κλείσει. Γιατί ενέδωσε;

«Η ήττα είχε χτυπήσει τον μεγάλο καπετάνιο. Ο ίδιος δεν είχε τη δύναμη να πάει κόντρα στο ρεύμα. Το σύστημα είχε χαζέψει» λέει χαρακτηριστικά στέλεχος που μετείχε τότε στις διεργασίες. Η πλευρά της Μπακογιάννη στην αρχή ήλπιζε ότι θα νικούσε ακόμη και στη μεγάλη κάλπη. Γρήγορα διαπίστωσε ότι έπρεπε να τα αλλάξει όλα. Ο,τι είχε προετοιμάσει –ως στρατηγική, ως καμπάνια, ως μήνυμα –ήταν πια βάρος. Το κοινό είχε αλλάξει. «Το πουλόβερ», όπως λέγεται χαρακτηριστικά, «είχε ξεχειλώσει». Ανεπανόρθωτα.

Ξεχειλώνοντας το πουλόβερ

Αυτό το «ξεχείλωμα» είναι και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των ανοιχτών εκλογών που επισημαίνουν πρώτο όλοι, πολιτικοί και παρατηρητές. Αυτοί που ψηφίζουν σε μια τέτοια διαδικασία συνιστούν, όπως το περιγράφει στα «ΝΕΑ» ο Ρωμανός Γεροδήμος, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Bournemouth, «ad hoc, στιγμιαίο, ουσιαστικά ανύπαρκτο, σώμα ψηφοφόρων, τα κίνητρα και ο βαθμός εμπλοκής των οποίων είναι αμφίβολα».

Οι διηγήσεις για το τι συνέβη το 2009 στη Νέα Δημοκρατία επιβεβαιώνουν αυτόν τον ορισμό. Τότε οι εκτιμήσεις επιτελών του κόμματος ήταν ότι θα προσέρχονταν στην κάλπη περίπου 350.000, όσοι ήταν και οι εγγεγραμμένοι ως μέλη του κόμματος. Τελικώς ψήφισαν 800.000. «Δεν περιμέναμε τόσους. Γι’ αυτό και το σύστημα δεν άντεξε. Επεσε στις 11 το πρωί. Μετά η διαδικασία ήταν χειρόγραφη και η μπάλα χάθηκε» θυμάται ένας από αυτούς.

Η εμπειρία στο ΠΑΣΟΚ είναι κάπως διαφορετική. Εκεί όλες οι πλευρές φαίνεται να συμφωνούν ότι ούτε το 2007 ούτε, βέβαια, τον Ιούνιο του 2015 θα ήταν διαφορετικό το αποτέλεσμα, αν η εκλογή είχε γίνει από συνέδριο και όχι από τη βάση. Τουλάχιστον ο νικητής θα ήταν ο ίδιος.

Δημοψήφισμα της στιγμής

Και τα δύο κόμματα πάντως έχουν επιλέξει το μοντέλο που στις ΗΠΑ ονομάζεται open primary –ανοιχτή προκαταρκτική εκλογή -, όπου μπορούν να ψηφίσουν και μη μέλη του κόμματος. Αυτού του τύπου οι εκλογές έχουν τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά από τις λεγόμενες κλειστές ή ημίκλειστες προκριματικές, όπου το εκλεκτορικό σώμα είναι από πριν καθορισμένο.

«Οι ανοιχτές παίρνουν πάντα έναν χαρακτήρα δημοψηφισματικό. Και έχουμε δει ποιοι καθορίζουν το αποτέλεσμα σε μια δημοψηφισματική κάλπη: οι ψηφοφόροι που είναι περισσότερο θυμωμένοι» λέει στα «ΝΕΑ» ο Cas Mudde, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια, που παρακολουθεί πολύ στενά τα τελευταία χρόνια τα πολιτικά πράγματα στην Ελλάδα.

Ο ίδιος εξηγεί ότι αυτού του είδους οι διαδικασίες που κινητοποιούν ευρύτερα ακροατήρια ευνοούν συνήθως τους υποψηφίους που προβάλλονται ως αντισυστημικοί ενάντια στην κομματική ελίτ.

Αυτή η δυναμική φαίνεται ότι οδήγησε και τον Τζέρεμι Κόρμπιν στην ηγεσία των Εργατικών, και συγκεκριμένα η απέχθεια ενός μέρους της βάσης προς την απαξιωμένη ελίτ των μπλερικών. Οπως παρατηρεί ο Mudde, το ανοιχτό σύστημα έφερε στο κόμμα πολλούς ανένταχτους αριστερούς –που κινούνταν αριστερότερα των Εργατικών. Πρόκειται για το σύστημα «one member, one vote» που σχεδιάστηκε και εφαρμόστηκε μετά το 2014 με στόχο τον εκδημοκρατισμό του κόμματος και ιδίως τον περιορισμό της επιρροής των συνδικάτων. Το αποτέλεσμα ήταν να αποκτήσουν δικαίωμα ψήφου πάνω από 200.000 μη μέλη του κόμματος (ως προσκείμενοι –affiliated –ή εγγεγραμμένοι «υποστηρικτές»), καταβάλλοντας το αντίτιμο των τριών στερλινών που προέβλεπε το νέο καταστατικό.

Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Ενας υποψήφιος που ήταν περιθωριοποιημένος ως ακραίος και δυσκολεύτηκε να συγκεντρώσει τις 35 υπογραφές βουλευτών, πήρε στην κάλπη περισσότερες ψήφους απ’ όσες πήραν και οι τρεις αντίπαλοί του μαζί. «Ηταν σαν ατύχημα. Σαν δημοψήφισμα. Το κάνεις μία. Αλλά δεν μπορείς να το επαναλάβεις. Αυτοί που ψήφισαν δεν θα εμφανιστούν την επομένη να ξαναψηφίσουν» λέει ο Mudde.

Η δημοκρατία του ενός

Μπορεί οι εκλογικές συνθήκες σε μια τέτοια διαδικασία να είναι στιγμιαίες, το κόμμα όμως αλλάζει μετά για πάντα. «Το κόμμα γίνεται περισσότερο αρχηγικό. Ο αρχηγός που έχει εκλεγεί από τη βάση έχει πολύ μεγαλύτερη νομιμοποίηση από τους βουλευτές του και τα στελέχη του, που δεν μπορούν πια εύκολα να τον αμφισβητήσουν» παρατηρεί στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. Με την άποψη αυτή συμφωνεί και ο Γεροδήμος. «Το άνοιγμα του κόμματος σε ένα απροσδιόριστο σώμα «περαστικών» ουσιαστικά ακυρώνει τη συνοχή του ως συντεταγμένου οργανισμού με βάση αρχές, διαδικασίες και ιεραρχική πυραμίδα» λέει. «Τα εσωκομματικά όργανα χάνουν τον λόγο ύπαρξής τους και το κόμμα καταλήγει να γίνεται ένα κέλυφος προσωπικής σχέσης του ηγέτη με τους ψηφοφόρους».

Συνέβη κάτι τέτοιο στο ΠΑΣΟΚ και στη ΝΔ; Η αλήθεια είναι ότι μετά την εκλογή του 2009 η ΝΔ δεν ασχολήθηκε ξανά με τα οργανωτικά και το καταστατικό της. Οπως επισημαίνεται, «υιοθετήσαμε τότε βιαστικά ένα μοντέλο, υπό το βάρος των εκλογικών σκοπιμοτήτων. Αλλά το κόμμα δεν επέστρεψε ποτέ για να το αξιολογήσει πιο νηφάλια».

Στο ΠΑΣΟΚ, πάλι, η διαδικασία εκτιμάται ότι επηρέασε το κόμμα όχι μόνο οργανωτικά αλλά και ιδεολογικά. «Ο Παπανδρέου του 2004 δεν ήταν ίδιος με τον Παπανδρέου του 2007» λέει στέλεχος που είχε υποστηρίξει την υποψηφιότητα Βενιζέλου. Η εκτίμησή του είναι ότι ο εσωκομματικός ανταγωνισμός ανάγκασε τον Παπανδρέου να εγκαταλείψει ορισμένες εκσυγχρονιστικές του θέσεις που δεν ήταν πλειοψηφικές. Και τον παρέσυρε σε μια πιο λαϊκιστική ατζέντα που εξέφραζε παραδοσιακά πασοκικά ακροατήρια, όπως οι συνδικαλιστές. «Θυμάμαι εκείνο το δείπνο στην Πετρούπολη, όπου είχε δίπλα του τους προέδρους της ΓΣΕΕ, της ΑΔΕΔΥ, της ΠΑΣΕΓΕΣ, της ΓΣΕΒΕΕ. Δεν ήταν πια ο ίδιος ΓΑΠ».

Χάπια για τη μαλάρια

Σήμερα δεν υπάρχουν καν αυτά τα δίκτυα, που επέτρεπαν μια κάποια χαρτογράφηση της πρόθεσης ψήφου. Η μόνη σταθερά είναι το κλίμα αποχής και απονομιμοποίησης.

Πρόκειται για ένα κλίμα που ευνοεί τους υποψηφίους που προβάλλονται ως αντισυστημικοί. «Σημαντικά κομμάτια της κοινωνίας κινούνται πλέον με αποκλειστικό γνώμονα το να πλήξουν αυτό που εκείνοι θεωρούν ως καθεστηκυία τάξη –δηλαδή τους insiders του πολιτικού συστήματος, τους οποίους θεωρούν υπεύθυνους για τα προβλήματά τους» επισημαίνει ο Γεροδήμος. Με την άποψη αυτή συμφωνεί και ο Mudde. Θεωρητικά, λέει, στη ΝΔ δεν υπάρχει ιδεολογική αντιπαράθεση. Θα μπορούσε κάποιος να κερδίσει και χωρίς να καταφύγει σε λαϊκισμούς, μόνο με μια πλατφόρμα μεταρρυθμίσεων. Ομως, όπως έχουν διαμορφωθεί τα πολιτικά συμφραζόμενα στην Ελλάδα, είναι αδύνατο για έναν υποψήφιο να πολιτευτεί μόνο με βάση τα επιτεύγματά του ή το πρόγραμμά του. «Δεν φταίει το μήνυμα» λέει. «Φταίνε οι κομιστές του, που εκλαμβάνονται ως συστημικοί».

Ο μεγάλος άγνωστος εξακολουθεί να είναι αυτό που αποκαλούμε «βάση». Τι θα τη διαμορφώσει; Σύμφωνα με έμπειρο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, κρίσιμο ρόλο θα μπορούσε να παίξει και το ντιμπέιτ, αν τελικώς πραγματοποιηθεί. «Μπορεί να αφυπνίσει ψηφοφόρους που διαφορετικά δεν θα πήγαιναν να ψηφίσουν».

Στη ΝΔ δεν είναι όλοι τόσο αισιόδοξοι. «Πάμε να κάνουμε εκλογή από τη βάση, ενώ πριν από τρεις εβδομάδες στις εκλογές δεν βρίσκαμε καν εκλογικούς αντιπροσώπους» λέει βουλευτής, πρώην υπουργός της ΝΔ. Η νεοδημοκρατική αναμέτρηση μοιάζει έτσι να κινείται σε έναν πολιτικό χάρτη χωρίς συντεταγμένες –σαν αυτόν που επέτρεψε την ανάδυση του Κόρμπιν. Σαν αυτόν που έκανε τα ηγετικά στελέχη των Εργατικών να παραμιλάνε την επομένη της εκλογής. «Είναι σαν παραίσθηση» έλεγε ένας βουλευτής των Εργατικών στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς». «Σαν κακό τριπάκι. Νιώθω όπως τότε που είχα πάρει κάτι χάπια για την ελονοσία και νόμιζα ότι είχαν μπει κλέφτες στον κήπο».