Είχε κοντά μισό αιώνα να απονείμει η Σουηδική Ακαδημία το Νομπέλ της σε συγγραφέα μη μυθοπλαστικών έργων. Είτε γιατί στην εποχή μας ό,τι δεν είναι μυθιστόρημα ή ποίηση (άντε και θέατρο, αν θυμηθούμε λ.χ. τον Ντάριο Φο και τον Χάρολντ Πίντερ) θεωρείται παρακατιανός πεζός λόγος είτε γιατί ο όρος «λογοτεχνία» ερμηνεύεται στενά, δεν υπήρξε άλλη περίπτωση τελευταία. Τις πρώτες δεκαετίες ιστορίας του βραβείου, πάντως, ήταν αλλιώς. Το δεύτερο μόλις βραβείο, το 1902, δόθηκε στον ιστορικό και νομικό Τέοντορ Μόμσεν, ενώ αργότερα το πήραν ο φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ και ο Γουίνστον Τσόρτσιλ για τα απομνημονεύματά του.

Κι όμως στις μέρες μας ο δοκιμιακός λόγος, επιστημονικός ή δημοσιογραφικός, ανθεί. Προς τη μεριά του δεύτερου ανήκει το φετινό Νομπέλ που ανακοινώθηκε χθες, στη Λευκορωσίδα Σβετλάνα Αλεξίεβιτς. Βέβαια και πάλι, η εκπρόσωπος της Ακαδημίας που ανακοίνωσε το βραβείο, αισθάνθηκε την ανάγκη να πει ότι η Αλεξίεβιτς στα βιβλία της δεν γράφει ιστορία γεγονότων αλλά ιστορία συναισθημάτων.

Οπως και να ‘χει, η γεννημένη το 1948 στην Ουκρανία από ουκρανή μητέρα και λευκορώσο πατέρα, η Αλεξίεβιτς έχει γράψει για το Τσερνόμπιλ –όπου πήρε το ρίσκο να περιηγηθεί για δύο χρόνια μετά το ατύχημα του 1986 προκειμένου να συλλέξει μαρτυρίες –αλλά και για τον σοβιετικό πόλεμο στο Αφγανιστάν με μαρτυρίες επιζησάντων. Το δε πρώτο της βιβλίο το έγραψε παίρνοντας εκατοντάδες συνεντεύξεις από γυναίκες που συμμετείχαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δημοσιογράφος στο επάγγελμα, δεν δίστασε να ασκήσει κριτική στο σοβιετικό καθεστώς, γεγονός που κατά καιρούς της στοίχισε εξορίες και απαγορεύσεις. Και σήμερα ακόμη, οι δηλώσεις της συχνά είναι αντιρωσικές.

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ. Αν θέλει κάποιος να βρει και πολιτικές αιτίες, τις οποίες έχουμε συνηθίσει να αναζητούμε πίσω από τις εκάστοτε επιλογές της Σουηδικής Ακαδημίας, θα μπορούσε να βρει αρκετές: είναι η πολιτική έξαρση στην Ουκρανία, η κατάληψη στην Κριμαία, η προσπάθεια αντίστασης σε αυταρχικά ή ημιαυταρχικά καθεστώτα, είτε πρόκειται για τη Σοβιετική Ενωση είτε για τη σημερινή Ρωσία. Υπάρχει μια εσάνς επιβράβευσης αντιφρονούντος με την παλιά έννοια σε αυτή την επιλογή και η ίδια η Αλεξίεβιτς φρόντισε ήδη από τις πρώτες της δηλώσεις μετά τη βράβευση να το υπογραμμίσει –εμμέσως πλην σαφώς. Παραφράζοντας τον Πούτιν που συνηθίζει να λέει τη φράση «μου αρέσει ο ρωσικός κόσμος», εκείνη ανήρτησε: «Μου αρέσει ο ρωσικός κόσμος όταν είναι καλοπροαίρετος και ανθρωπιστικός. Οχι ο κόσμος του Λένιν, του Στάλιν και του Πούτιν», βάζοντάς τους όλους στην ίδια νοητή γραμμή. Και για όποιον δεν κατάλαβε, συμπλήρωσε: «Υπάρχει ένα πεδίο δόξης λαμπρόν στην ενασχόληση με την ιστορία της ΕΣΣΔ, στα 70 της χρόνια ύπαρξης και στα 70 εκατομμύρια θύματά της».

Είπε και άλλα σε αυτή την πανηγυρική συνέντευξή της χθες στο Μινσκ: «Τα βιβλία μου δεν αναφέρονται στη Λευκορωσία, οι ήρωές τους είναι Σοβιετικοί και τα θέματά τους φιλοσοφικά, ανθρώπινα». «Η αγάπη, τα γηρατειά, η απώλεια, το τέλος της ζωής. Ιδού τα βασικά θέματα των έργων μου». «Ο απολυταρχισμός καταστρέφει ταυτόχρονα το θύμα και τον δήμιο. Είμαστε όλοι θύματα, με τα τραύματα της σοβιετικής εμπειρίας». Και για την ανοχή στο διαφορετικό: «Το διαπίστωσα δουλεύοντας το θέμα του Τσερνόμπιλ: «Τα μολυσμένα ραδιενεργά μήλα δεν έχουν εθνικότητα»».

Αναλυτές επισημαίνουν ότι τα βιβλία της κινούνται σε αυτό το όριο, ανάμεσα στη μυθοπλασία και στο δοκίμιο, που έχει δώσει και άλλα Νομπέλ –τις άλλες φορές όμως το βάρος έπεφτε στη μυθοπλασία, που ταυτόχρονα μπορούσε να χρησιμοποιεί με αφηγηματική δύναμη και τις αρετές του δοκιμιακού λόγου. Εδώ έχουμε για πρώτη φορά το ανάποδο: πρόκειται για ντοκιμαντερίστικο λόγο με ακρίβεια στην περιγραφή των γεγονότων, που όμως μπολιάζεται από άλλες πεζογραφικές αρετές όπως η φαντασία. Εξού και η Σουηδική Ακαδημία δήλωσε ότι βράβευσε την Αλεξίεβιτς για «το πολυφωνικό έργο της, μνημείο πόνου και θάρρους στην εποχή μας».

Χαρακτηριστική της (απαισιόδοξης) σκέψης της για το μέλλον της ανθρωπότητας, είναι μια απάντηση που έδωσε το 2011 στη γαλλική εφημερίδα «Λιμπερασιόν, αμέσως μετά τα γεγονότα της Φουκουσίμα: «Στα «Ονειρα» του Ακίρα Κουροσάβα εκρήγνυνται όλα τα ιαπωνικά πυρηνικά εργοστάσια. Οι άνθρωποι συνεχίζουν τη ζωή τους, πίνουν τσάι, αλλά είναι ήδη καταδικασμένοι. Αυτός ο αόρατος θάνατος διεισδύει ήδη στο αίμα τους, στο σώμα τους. Αυτή η ταινία ήταν προφητική. Πληρώνουμε ένα τίμημα υπερβολικά υψηλό για την πρόοδο, για έναν πολιτισμό χτισμένο στα θεμέλια της άνεσης. Η υψηλή τεχνολογία έχει τεθεί στην υπηρεσία της ανθρώπινης αδυναμίας. Αλλά αυτός ο πολιτισμός της κατανάλωσης δεν μπορεί να είναι αιώνιος, θα τελειώσει με τραγικό τρόπο. Είναι ενδιαφέρον, σχεδόν μυστικιστικό: την ημέρα της τραγωδίας στην Ιαπωνία, οι άνθρωποι περίμεναν υστερικοί στην ουρά όλη τη νύχτα για να αγοράσουν ένα καινούριο γκάτζετ της Apple. Και κατά τη διάρκεια αυτής της αναμονής συνέβη το φοβερό ατύχημα. Για να θυμίσει ότι το παλιό σύστημα αξιών δεν είναι πια λειτουργικό. Είμαστε στον δρόμο της αυτοκαταστροφής. Με τις πρώτες εικόνες της Φουκουσίμα είδα μπροστά στα μάτια μου το Τσερνόμπιλ, τους ασφαλτοστρωμένους δρόμους και τα ηλεκτρικά καλώδια που δεν οδηγούσαν πουθενά. Δεν έμενε παρά το χορτάρι, τα δένδρα, η φύση».

INFO

Βιβλία της στα ελληνικά: «Οι μολυβένιοι στρατιώτες – Μαρτυρίες Σοβιετικών για τον πόλεμο στο Αφγανιστάν», μτφ.: Γιάννης Κοτσιφός, Εκδ. Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2002, σελ. 373, τιμή: 16,66 ευρώ. «Τσερνόμπιλ – Ενα χρονικό του μέλλοντος», μτφ.: Ορέστης Γεωργιάδης, Εκδ. Περίπλους, 2001, σ. 423 (εμφανίζεται ως εξαντλημένο)