Λέτε φέτος να είναι η χρονιά «μας»; Και βάζω τη λέξη σε εισαγωγικά, μιας και αμφιβάλλω αν η όποια νίκη του Γιώργου Λάνθιμου και του «Αστακού» του πρέπει, σώνει και ντε, να χρεωθεί στην Ελλάδα. Για πολλούς λόγους: πρώτον, πρόκειται για μια συμπαραγωγή Ιρλανδίας, Αγγλίας, Γαλλίας, Ολλανδίας και Ελλάδας, γυρισμένη στην αγγλική γλώσσα (με μια μικρή δόση γαλλικών) και, φυσικά, γυρισμένη στο εξωτερικό. Δεύτερον, ο Γιώργος Λάνθιμος προσέφερε πολύ περισσότερα στη χώρα απ’ ό,τι εκείνη σε αυτόν: ο «Κυνόδοντας» έφτασε στην πεντάδα των ξενόγλωσσων Οσκαρ, βραβευμένος φυσικά με τη διάκριση των Καννών στο τμήμα «Ενα κάποιο βλέμμα» το 2009, και ο σκηνοθέτης υποχρεώθηκε να γυρίσει τις «Αλπεις» του με δανεικά. Αλλωστε το είπε και ο ίδιος στη συνέντευξη Τύπου με τον πιο γλαφυρό τρόπο: «Γύρισα τον «Αστακό» ακολουθώντας την ίδια μεθοδολογία με τις προηγούμενες ταινίες μου, απλώς αυτή τη φορά πληρώσαμε το συνεργείο!». Και ας μην κρυβόμαστε. Χάρη στο σουξέ του «Κυνόδοντα» η ελληνική παραγωγή γνώρισε μια μεγάλη αποδοχή στα φεστιβάλ του εξωτερικού, που και αυτά με τη σειρά τους βρήκαν ένα νέο «εξωτικό φρούτο» προς μελέτη. Για όλους αυτούς τους λόγους, λοιπόν, κρατώ από τώρα ένα μειδίαμα για τα μελλοντικά «ζήτω!» που θα ακουστούν απ’ όλους εκείνους που επιμένουν να ποδοσφαιροποιούν ό,τι αξιοσημείωτο συμβαίνει στον χώρο των Γραμμάτων και των Τεχνών.

Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΛΑΝΘΙΜΟΥ. Τι είναι όμως ο «Αστακός»; Πρώτα απ’ όλα είναι μια ταινία του Γιώργου Λάνθιμου –δηλαδή, ένας φιλμικός γρίφος. Ανδρας κατηφής γίνεται δεκτός σ’ ένα παράξενο ξενοδοχείο, του οποίου οι διάδρομοι φέρνουν σε αυτό της κιουμπρικικής «Λάμψης». Εχει 45 μέρες για να βρει το ιδανικό του ταίρι ανάμεσα στους θαμώνες. Ειδάλλως, θα μεταμορφωθεί σε ένα ζώο της επιλογής του. Εξω από το ξενοδοχείο ζει και δρα η κοινότητα των «μοναχικών» που εχθρεύεται τους «ζευγαρωμένους» και τούμπαλιν.

Μέχρι που ο Κόλιν Φάρελ ερωτεύεται τη Ρέιτσελ Βάις –ένας έρωτας καταραμένος μιας και οι δυο τους ανήκουν σε διαφορετικά στρατόπεδα.

Μέχρι εδώ, όλα καλά. Και το πρώτο μισό της ταινίας είναι απολύτως καθηλωτικό.

Σε επίπεδο καλλιτεχνικής διεύθυνσης όλα λειτουργούν ρολόι, οι απονευρωμένες ερμηνείες εδώ βρίσκουν τον στόχο τους περισσότερο από ποτέ, το δε χιούμορ (κοινός τόπος στις ταινίες του Λάνθιμου) σταθερά αποτελεσματικό (μεγάλη ευθύνη για την επιτυχία του φέρουν οι Αντριάν Λαμπέντ και Αγγελική Παπούλια).

Στο δεύτερο μισό, όμως, έχεις την αίσθηση πως η κρυπτογραφική δραματουργία του σκηνοθέτη φτάνει στα όριά της, καθώς το σασπένς του «Αστακού» δείχνει να πατάει στα σημεία εκείνα όπου η πλοκή έπρεπε να είχε αποσαφηνιστεί.

Ερχεται ωστόσο ένα πραγματικά υπέροχο φινάλε και σε αποζημιώνει (ακούγεται και το «Τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη» από τη Σοφία Λόρεν, όπως ακουγόταν στο «Παιδί και το δελφίνι»). Ναι, ο «Αστακός» είναι άλλη μια αξιόλογη προσθήκη στη φιλμογραφία του Λάνθιμου και είναι πολύ πιθανό να φύγει από εδώ με κάποιο μεγάλο βραβείο (άρεσε σε όλους τους ξένους κριτικούς –με εξαίρεση τους Γάλλους). Δεν είναι όμως η καλύτερη ταινία του.

ΔΙΑΣΗΜΕΣ ΠΑΡΟΥΣΙΕΣ. Πέραν αυτού, τι άλλο συμβαίνει στις Κάννες; Κατ’ αρχάς, έχουμε ωραίες παρουσίες. Εκανε την περαντζάδα της η Σαρλίζ Θέρον (για το «Mad Max» βεβαίως), την έκανε και ο Μάθιου ΜακΚόναχι (για το Sea of trees» του Γκας βαν Σαντ που έφαγε χοντρό κράξιμο), όπως και η Κέιτ Μπλάνσετ.

Η τελευταία πρωταγωνιστεί στο «Κάρολ» του Τοντ Χέινς πλάι στη Ρούνεϊ Μάρα. Το δε φιλμ αποτελεί ένα λεσβιακό ρομάντζο σκηνοθετημένο από τον Τοντ Χέινς με στυλ που παραπέμπει στο χολιγουντιανό μελόδραμα της δεκαετίας του 1950. Αν όμως στο ανάλογο πείραμα του «Far from there» με την Τζούλιαν Μουρ το σημείο αναφοράς ήταν ο Ντάγκλας Σερκ, εδώ είναι ο Τζορτζ Στίβενς και το «Μια θέση στον ήλιο» (οι παλαιότεροι σινεφίλ θα το θυμούνται). Το αποτέλεσμα;

Μια αβάσταχτα τρυφερή ταινία, για την οποία θα γράψουμε περισσότερα όταν διανεμηθεί στις αίθουσες. Με ρομάντζο διεκδικεί τον Χρυσό Φοίνικα και η Μαϊγουέν παρουσιάζοντας το φιλμ «Ο βασιλιάς μου», με τον Βενσάν Κασέλ στον ρόλο άπιστου συζύγου. Ρεαλιστικές οι καταστάσεις, έντονο το χιούμορ και κάπως αδούλευτες οι ανατροπές –ο πρωταγωνιστής ωστόσο είναι απολαυστικός και το φιλμ είναι δίχως αμφιβολία το καλύτερο της σκηνοθέτριας μέχρι σήμερα.

Το ενδιαφέρον μάς κράτησε και ο νέος Γούντι Αλεν που κέρδισε και πάλι τις εντυπώσεις. Εδώ, ο Χοακίν Φίνιξ, καθηγητής Φιλοσοφίας μονίμως βασανισμένος από υπαρξιακά ερωτήματα, βρίσκει τη λύση στο έγκλημα.

ΝΑΝΙ ΜΟΡΕΤΙ. Κράτησα το καλύτερο για το τέλος. Γιατί πέραν των συμβολισμών, των καλοδουλεμένων αναφορών, των μεγάλων ονομάτων και των φεστιβαλικών τάσεων η καλύτερη ταινία παραμένει εκείνη που θα σε συνταράξει. Οχι εκείνη που θα σε χτυπήσει κάτω από τη μέση για να σου κλέψει τα δάκρυά σου, αλλά εκείνη που θα της τα χαρίσεις επειδή κλαίει μαζί σου. Και αυτή η ταινία, μέχρι τώρα, είναι η τελευταία του Νάνι Μορέτι με τίτλο «Η μητέρα μου». Οπου μια σκηνοθέτρια (Μαργκερίτα Μπούι) τυραννιέται με τον χολιγουντιανό σταρ της νέας της ταινίας (ένας ξεκαρδιστικός Τζον Τορτούρο) ενώ η μητέρα της αργοπεθαίνει –δίπλα της, ο αδελφός της, που ενσαρκώνει ο Μορέτι.

Φιλμ λεπτών αποχρώσεων, αλλά δυνατών συγκινήσεων που έρχονται απροειδοποίητα, υπό μορφή ξεσπασμάτων καθ’ όλα ανθρώπινων. Ισως και να μην κερδίσει κάποιο βραβείο, κέρδισε όμως την αγάπη μου. Κάτι είναι κι αυτό.