Το ελληνικό τραγούδι τα τελευταία χρόνια είναι μια διαρκής ζύμωση για τα όρια των ειδών, τους κατά καιρούς διακτινισμούς καλλιτεχνών της μιας όχθης στην άλλη, τα παντρέματα της λεγόμενης έντεχνης με την πιο εμπορική ή λαϊκή πτέρυγα. Και μπορεί κάποτε η συνάντηση του Μάνου Χατζιδάκι με τον Γιάννη Φλωρινιώτη να ερμηνευόταν ως ένα προβοκατόρικο σκεπτικό του μεγάλου δημιουργού, που πάντως είχε νόημα στην εποχή του, το σημερινό όμως ρευστό τοπίο κάνει ακόμη πιο συγκεχυμένες τις προθέσεις και εν μέρει τα αποτελέσματα.

H συναυλία του επόμενου Σαββάτου στη Νέα Σμύρνη, όπου ο Σάκης Ρουβάς θα ερμηνεύσει το «Αξιον εστί» των Μίκη Θεοδωράκη – Οδυσσέα Ελύτη, άναψε φωτιές και υπήρξε το τελευταίο επεισόδιο ενός σίριαλ που φαίνεται πως δεν τελειώνει ποτέ. Μπορεί έναpopidolσαν τονSakisνα αναμετρηθεί με το θρυλικό ορατόριο που στιγμάτισε η φωνή του Μπιθικώτση; Εχει το δικαίωμα, μια και δεν είναι απλώς ένας ακόμη τραγουδιστής, αλλά και φορέας ενός ολόκληρου κόσμου όχι ακριβώς συγγενούς με το μελοποιημένο έπος του 1960; Ή ένα έργο τέτοιου βεληνεκούς δεν κινδυνεύει από καμία επανεκτέλεση, όσο αμφιλεγόμενη κι αν είναι;

Μπορεί επίσης ένας ερμηνευτής «χρωματισμένου» είδους να μεταπηδήσει σε άλλη όχθη έστω και για τις ανάγκες μιας live εκτέλεσης;

Τηρουμένων των αναλογιών, η περίπτωση Τέρη Χρυσού θα μπορούσε στην εποχή της να σηκώσει αντιδράσεις, αλλά προφανώς ήταν άλλο το πλαίσιο και ο εν λόγω συμπαθής καλλιτέχνης δεν είχε ακόμη επιδοθεί στην «Τάκα Τάκα» μυθολογία. Ο Χρυσός συμμετείχε στις δύο θρυλικές συναυλίες του Μίκη στο θέατρο Κεντρικόν, το 1961, ερμηνεύοντας μάλιστα τη «Βαγιά» σε μουσική του τότε πρωτοεμφανιζόμενου Γιάννη Μαρκόπουλου.

Αρχή με Χατζιδάκι

Δεκαοκτώ χρόνια μετά, όμως, τα πράγματα ήταν πιο διακριτά. Και ο ανεξίθρησκος Μάνος Χατζιδάκις τάραξε τα νερά ενός μεταπολιτευτικού και φορτισμένου τοπίου. Ηταν τότε που ο Γιάννης Φλωρινιώτης με τα διαστημικά ρούχα χαλούσε κόσμο στην παραλία των Τζιτζιφιών και η Μελίνα έσυρε τον Μάνο να δουν το πρωτότυπο θέαμα. Ο Χατζιδάκις έπαθε πλάκα και δεν δίστασε να καλέσει σε εκπομπή στο Τρίτο Πρόγραμμα τον εκκεντρικό σόουμαν. «Τον Φλωρινιώτη τον ανακάλυψε ένα είδος τραγουδιών που δεν θα μας απασχολούσε παρά μονάχα σαν ένα εντατικό σύγχρονο κοινωνικό πρόβλημα. Κι όμως! Πλησιάζοντας, ανακαλύψαμε έναν μεγάλο λαϊκό τραγουδιστή της τάξεως Γαρδέλ ή ενός Μουλουτζί! Ο τραγουδιστής σαφώς τραγουδάει με ήθος!» είπε ο μεγάλος δημιουργός στον πρόλογο της εκπομπής του, ενώ στη συνέχεια ανάμεσα σε άλλα κομμάτια ο Φλωρινιώτης ερμήνευσε συνοδεία τσέμπαλου το «Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι» (σ.σ. εξαιρετικά).

Και μπορεί η όλη ιστορική συνάντηση να έμεινε στο πεδίο μιας ραδιοφωνικής «περφόρμανς», τα επόμενα όμως χρόνια τα «παντρέματα» καλλιτεχνών σχεδόν έγιναν must και πολλές φορές με ιστορικά αποτελέσματα. Ηταν ας πούμε το 1988 όταν ο Λάκης Παπαδόπουλος πρότεινε στον τότε γείτονά του Δημήτρη Μητροπάνο να πει μια ερωτική ροκ μπαλάντα. Ο δεύτερος, προερχόμενος από άλλον μουσικό κόσμο και με μεγάλες λαϊκές επιτυχίες με συνθέτες τύπου Μουσαφίρη ή Παπαβασιλείου, δέχθηκε αλλά με τον όρο να την πουν μισή μισή μαζί. Το «Για να σε εκδικηθώ» πέρασε στην ιστορία και ως το σημείο στροφής για τον μεγάλο τραγουδιστή, αφού θα ακολουθούσαν πολλές του συμπράξεις με ελαφρούς ή έντεχνους δημιουργούς (το 1991 ακολούθησε το «Κλείνω κι έρχομαι» με τον Πορτοκάλογλου).

Το 1993 και σε μια εποχή που τα «στρατόπεδα» μοιάζουν να έχουν ξεκαθαρισμένα τα πεδία τους, οι Πυξ Λαξ δίνουν το «Ασ’ τη να λέει» στον πούρο λαϊκό Βασίλη Καρρά και το κοινό ανακατεύεται (εκατέρωθεν καψουρεμένο), ενώ οι «αντίπαλοι» έντεχνοι και λαϊκοί ανταμώνουν πάλι και λίγο αργότερα στην περίπτωση που ο Φοίβος Δεληβοριάς το 1998 συνερμηνεύει το «Ο άνδρας της ζωής μου» με την Καίτη Γαρμπή στον δίσκο «Χάλια». Εδώ η ειρωνεία της ιστορίας θέλει το «παιδί» του Χατζιδάκι (ο Φοίβος εξέδωσε στον Σείριο του Μάνου την πρώτη του δουλειά, την «Παρέλαση») να συμπράττει με την άλλοτε συνεργάτιδα του Φλωρινιώτη, που παρεμπιπτόντως είχε συνευρεθεί στη ραδιοφωνική συνάντηση του εκκεντρικού ερμηνευτή με τον συνθέτη.

Καλομοίρα και Νιόνιος

Από εκεί και πέρα τα παράδοξα προξενιά πύκνωσαν, τα 00s ρευστοποίησαν κι άλλο το μουσικό τοπίο, η Ρεμπούτσικα γράφει για τη Νατάσσα Θεοδωρίδου, ο Νταλάρας συνεργάζεται σε κέντρο με τον Ρέμο («με παράσυρε ο Ρέμος» είπαν διάφοροι αστειευόμενοι και παραφράζοντας το τσιτσανικό άσμα για μια συνεργασία πάντως που δεν είχε και την ευτυχέστερη κατάληξη), ενώ ακόμη και η Μαριώ, που υπηρέτησε με συνέπεια το ρεμπέτικο, επέλεξε να συμπράξει με την ιέρεια της pop Αννα Βίσση σε κέντρο. Τα παραδείγματα δεν χωρούν εδώ, ο Μαργαρίτης με τους 667 του Θοδωρή Μανίκα είναι ένα ακόμη, υπάρχει όμως μια ξεχωριστή στιγμή που θυμόμαστε και ενοποίησε για λίγο δύο κόσμους: η εμφάνιση της Καλομοίρας στα 40χρονα του Διονύση Σαββόπουλου στο Ηρώδειο το 2004, εκτός από απόλυτη προβοκάτσια του συνθέτη που εικονοποιούσε μια αντίφαση, ήταν και μια πλήρως απενοχοποιημένη πράξη. Εντασσόταν όμως σε ένα σχέδιο απενοχοποίησης του ευφυούς τροβαδούρου και φαντάζει ήδη μακρινή σήμερα, που και το σχέδιο χάθηκε, και η πολλή απενοχοποίηση κινδυνεύει να μας πνίξει.