«Χωρίς να γνωρίζω τι ακριβώς προσάπτει ο υπουργός στον κ. Χατζάκη απαντώ επί της αρχής» σημειώνει ο Γιώργος Κουρουπός, καλλιτεχνικός διευθυντής του Μεγάρου Μουσικής. «Βρίσκω άκομψο από μια κυβέρνηση όταν αναλαμβάνει να ζητάει την παραίτηση κάποιου καλλιτεχνικού διευθυντή για δύο λόγους: Πρώτον, εξισώνει τους καλλιτεχνικούς διευθυντές με επιλογές λόγω κομματικής ταυτότητας. Πράγμα που δεν είναι σωστό γιατί οι καλλιτεχνικοί διευθυντές επιλέγονται με άλλα κριτήρια.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι όταν ένας άνθρωπος αναλαμβάνει και υπογράφει κάτι διαμορφώνει τη θέση του και τη ζωή του με τρόπο που σχετίζεται με αυτή την υπογραφή. Υπό αυτή την έννοια μοιάζει να είναι αντιδεοντολογικό. Ενας άνθρωπος μπορεί να έχει εγκαταλείψει μια πόλη, μια άλλη θέση σε μία άλλη χώρα για να αναλάβει ένα τέτοιο πόστο. Από την άλλη, η αίσθησή μου είναι η εξής: όταν δεν υπάρχει η εμπιστοσύνη του υπουργού που εποπτεύει τον χώρο τότε δεν μπορείς να κάνεις κάτι καλό. Αν ο κ. Χατζάκης σκεφτόταν όπως σκέφτομαι εγώ θα έπρεπε να είχε υποβάλει την παραίτησή του».

Ο Ντένης Ζαχαρόπουλος, καλλιτεχνικός διευθυντής του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης προσεγγίζει το ζήτημα από την άποψη της καλλιτεχνικής αξίας: «Το θέμα είναι πώς παίρνεις τη θέση, αν μπαίνεις δηλαδή με το σπαθί σου ή αν διορίζεσαι. Διότι αν έχεις πάρει τη θέση με το έργο σου ή με διαγωνισμό δύσκολα σε κουνάει κάποιος. Αν πάλι σε έχει διορίσει ένας υπουργός θα πρέπει να το περιμένεις ότι θα απομακρυνθείς από τον επόμενο. Είναι όπως με τους γάμους. Αν είναι από συνοικέσιο το ξέρεις ότι η πεθερά θα κανονίσει ποια θα είναι η νύφη. Αν είναι από έρωτα κανείς δεν μπορεί να ανακατευτεί και να χωρίσει το ζευγάρι. Αναλόγως αν μπαίνεις από το παράθυρο ή από την πόρτα, από εκεί και θα βγεις».

Σε ανάλογο μήκος κύματος και ο Βασίλης Λαμπρινουδάκης, ομότιμος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην μέλος του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου: «Οταν κάποιος είναι επιτυχημένος σε μια θέση πρέπει να παραμένει. Βασικό στοιχείο της επιτυχίας άλλωστε είναι το να μπορεί να υλοποιεί όχι μόνο το δικό του όραμα, αλλά και το όραμα των άλλων. Αν δεν μπορεί να το καταφέρει αυτό τότε πρέπει να φεύγει. Ολα κρίνονται στην ουσία των πραγμάτων».

Υπέρ της αλλαγής προσώπων σε θέσεις ευθύνης τάσσεται ο Νίκος Διαμαντής, καλλιτεχνικός διευθυντής του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. «Μια αξιοκρατική χώρα δημιουργεί σαφείς, διαφανείς και αξιοκρατικές συνθήκες αλλαγής σε όλους τους δημόσιους οργανισμούς και όχι μόνο στον χώρο του Πολιτισμού. Φοβάμαι πως στην Ελλάδα είμαστε φοβικοί με την αλλαγή προσώπων. Υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες που περιμένουν από την Πολιτεία να τους δώσει χώρο να εκφραστούν. Σε κάθε περίπτωση πάντως, όταν το υπουργείο αναθεωρεί μια επιλογή του, πιστεύω ότι τα εμπλεκόμενα πρόσωπα για ηθικούς λόγους πρέπει να υπακούν και να διευκολύνουν με αυτόν τον τρόπο το όραμα των αρμοδίων».

Η Εύα Στεφανή, αντιπρόεδρος στο ΔΣ του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, θεωρεί «αυτονόητο όταν σου δείχνουν την έξοδο να ακολουθείς προς αυτή την κατεύθυνση», κάτι που βρίσκει σύμφωνη και την καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεάτρου Τέχνης Μαριάννα Κάλμπαρη. «Και η δική μου θητεία είναι τριετής και θα ήθελα πολύ να την εξαντλήσω. Εάν ωστόσο κριθεί πως θα πρέπει να απομακρυνθώ θα το κάνω. Οι θέσεις σε θεσμικούς φορείς είναι πολιτικές, το γνωρίζουμε. Εάν οι φορείς αυτοί εποπτεύονται από το ΥΠΠΟ δεν μπορείς παρά να ακολουθήσεις το όραμά τους και να απομακρυνθείς, αν και κατά τη γνώμη μου δεν θα έπρεπε να επηρεάζονται τα πρόσωπα και οι θέσεις από την αλλαγή πολιτικής ηγεσίας».

Η επιστολή Χατζάκη: «Διατελών εις τον γύψον»

Η απάντηση Χατζάκη σημειολογικά (λόγω ύφους) παραπέμπει στη χούντα: «Με απόφασιν του Αναπληρωτού Υπουργού Πολιτισμού, επαύθην από Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, σήμερον, 21ην Απριλίου 2015. Ανευ Διαγγέλματος. Ζήτω ο Αναπληρωτής Υπουργός. Ζήτω το Εθνος. Διατελών εις τον γύψον, αναμένω οδηγίας διά πιθανήν μετάβασίν μουεις την πολιτιστικήν Μακρόνησον, όπως κατά το παρελθόν, εις την πραγματικήν, είχε σταλεί ο πατήρ μου».