Επί σχεδόν εξήντα χρόνια, από το 1952 έως το 2011 η Ελλάδα έζησε στον αστερισμό μονοκομματικών κυβερνήσεων, οι οποίες θεωρούσαν απαραίτητο να διαθέτουν αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Το καθοριστικό γεγονός που ανέτρεψε αυτή την παγιωμένη συνήθεια ήταν η πολύπλευρη κρίση του πολιτικού συστήματος, την οποία προκάλεσαν η διαχείριση της οικονομικής κρίσης και η υπαγωγή της Ελλάδας στην επιτήρηση των Μνημονίων. Η εξαέρωση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ κατά τη διετία 2010-2012 απέδειξε τον εύθραυστο χαρακτήρα οποιασδήποτε κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας, ακόμη και όταν αυτή δεν είναι οριακή.

Από τον Νοέμβριο του 2011 εγκαινιάστηκαν επομένως, ως νέο μοντέλο διακυβέρνησης, οι κυβερνήσεις συνεργασίας, περισσότερο εξ ανάγκης παρά ως αποτέλεσμα προγραμματικών συγκλίσεων. Τα θύματα είναι γνωστά: ο ΛΑΟΣ έμεινε εκτός Βουλής το 2012, η ΔΗΜΑΡ καταποντίστηκε στις ευρωεκλογές και το ΠΑΣΟΚ πληρώνει το τίμημα της συμμετοχής του, ως μικρού και αδύναμου εταίρου, σε μια κυβέρνηση που κυριαρχείται από τη ΝΔ.

Με βάση την εμπειρία της τελευταίας τριετίας, το ερώτημα για την επόμενη ημέρα των εκλογών μπορεί επομένως να απαντηθεί σχετικώς εύκολα, αν πρώτο κόμμα αναδειχθεί η ΝΔ: θα επαναληφθεί το προηγούμενο μοντέλο μιας κυβέρνησης συνεργασίας, με τους μικρότερους πιθανούς εταίρους να επιβάλλουν αυστηρότερους όρους λειτουργίας ώστε να μην υποστούν την τύχη της ΔΗΜΑΡ.

Δυσκολότερη είναι η απάντηση αν πρώτο κόμμα αναδειχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, το πιθανότερο σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις ενδεχόμενο. Ιδιαίτερα μάλιστα στην περίπτωση που δεν θα κατορθώσει να υλοποιήσει τον στόχο του για την κατάκτηση μιας, έστω και οριακής αυτοδυναμίας και με δεδομένη τη δυσκολία που διαφαίνεται για τη σύναψη κυβερνητικής συνεργασίας σε προγραμματική βάση.

Ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης μειοψηφίας από το κόμμα που, έτσι κι αλλιώς, θα κυριαρχεί στο Κοινοβούλιο (λόγω του μπόνους των 50 εδρών) θα αποτελούσε απολύτως θεμιτή επιλογή σε οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Μια τέτοια κυβέρνηση θα μπορούσε να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη της Βουλής με την ψήφο ανοχής κάποιου κόμματος ή κάποιων βουλευτών ή ακόμη και με την απουσία τους από την αρχική ψηφοφορία. Στη συνέχεια για τη διεκπεραίωση του νομοθετικού της έργου η κυβέρνηση θα πρέπει να αναζητά κατά περίπτωση τις συμμαχίες της στη λογική μιας μεταβαλλόμενης γεωμετρίας. Κάτι που ενδέχεται να καταστεί απαραίτητο και σε περίπτωση οριακής αυτοδυναμίας. Η εξέλιξη αυτή θα αναβάθμιζε και τον ρόλο του Κοινοβουλίου, ως χώρου παραγωγής πολιτικής, αντί για χώρο επικύρωσης προειλημμένων κυβερνητικών αποφάσεων. Μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που θα στηριζόταν σε μια ισχυρή κοινοβουλευτική ομάδα, με περισσότερους από 140 βουλευτές, θα διαθέτει επιπλέον το πλεονέκτημα ότι ο σχηματισμός μιας αντίπαλης πλειοψηφίας προϋποθέτει τη συμπόρευση όλων των λοιπών κομμάτων, από τη Χρυσή Αυγή μέχρι το ΚΚΕ.

Το ενδεχόμενο που περιγράφτηκε προηγουμένως μπορεί να φαντάζει πολύ ευρωπαϊκό για μια χώρα όπου οι πολιτικές δυνάμεις δεν διαθέτουν αντίστοιχη κοινοβουλευτική κουλτούρα. Ομως, από το 2012 και μετά, με την κατάρρευση του επί τρεις δεκαετίες παγιωμένου κομματικού συστήματος, διανύουμε μια περίοδο ριζικών ανακατατάξεων, οι οποίες είναι πιθανό να μην ολοκληρωθούν ούτε με τις μεθαυριανές εκλογές.

Με την εμπειρία της τελευταίας τριετίας, το ερώτημα για την επόμενη ημέρα των εκλογών μπορεί να απαντηθεί σχετικώς εύκολα, αν πρώτο κόμμα αναδειχθεί η ΝΔ: θα επαναληφθεί το προηγούμενο μοντέλο μιας κυβέρνησης συνεργασίας. Δυσκολότερη είναι η απάντηση αν πρώτο κόμμα αναδειχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα μάλιστα αν δεν κατορθώσει να κατακτήσει μια έστω οριακή αυτοδυναμία