Καθώς πλησιάζει ο ορίζοντας των επόμενων βουλευτικών εκλογών, αλλεπάλληλες δημοσκοπήσεις επιχειρούν να καταγράψουν τους συσχετισμούς δύναμης και να πιθανολογήσουν την έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης. Ανεξάρτητα από τις επιμέρους αποκλίσεις και τη διαφορετική σε ορισμένες περιπτώσεις μεθοδολογία, όλες σχεδόν οι δημοσιευόμενες έρευνες επικεντρώνονται κατά κανόνα στις διακυμάνσεις της συγκυρίας και εστιάζουν κυρίως στη διαφορά μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων. Τα σχετικά ευρήματα είναι όμως χρήσιμο να ενταχθούν σε μια περισσότερο μακροσκοπική θεώρηση του εκλογικού ανταγωνισμού η οποία, εκτός από την πρόθεση ψήφου, να διερευνά επίσης τις σχέσεις που διατηρούν οι πολίτες με τα διάφορα κόμματα.

Κρίσιμη έννοια στο σημείο αυτό είναι η κομματική ταύτιση, δηλαδή η εγγύτητα που αισθάνονται οι ψηφοφόροι με καθένα από τα επιμέρους πολιτικά κόμματα.

Με βάση την προσέγγιση αυτή, το σύνολο του δυνητικού εκλογικού σώματος υποδιαιρείται σε τρεις γενικές κατηγορίες (τα σχετικά στοιχεία προέρχονται από την έρευνα «Τάσεις» της MRB στις αρχές Δεκεμβρίου).

Πρώτον, τους μονοκομματικά ταυτισμένους, δηλαδή εκείνους που αισθάνονται «κοντά» σε ένα μόνο κόμμα και «μακριά» από όλα τα άλλα.

Δεύτερον, τους πολυκομματικούς που αισθάνονται «κοντά» σε δύο ή περισσότερα κόμματα.

Τρίτον, τους α-κομματικούς που αισθάνονται «μακριά» και από τα οκτώ σήμερα κοινοβουλευτικά κόμματα. Εδώ εντάσσονται αναγκαστικά και ορισμένοι ψηφοφόροι που ταυτίζονται με μικρότερα κόμματα (Οικολόγοι, ΑΝΤΑΡΣΥΑ κτλ.), οι οποίοι πάντως δεν πρέπει να ξεπερνούν συνολικά το 2%-3% του εκλογικού σώματος.

Οι μονοκομματικά ταυτισμένοι ψηφοφόροι συνιστούν τον σχετικά σταθερό και αδιαπραγμάτευτο πυρήνα κάθε κόμματος. Στο διάγραμμα παρατίθενται αναλυτικά τα σχετικά ποσοστά για τα οκτώ κόμματα που διαθέτουν σήμερα εκπροσώπηση στη Βουλή ή στο Ευρωκοινοβούλιο.

Συνολικά οι μονοκομματικά ταυτιζόμενοι εξακολουθούν να αποτελούν την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, όμως το αθροιστικό ποσοστό τους (53%) δεν έχει πλέον καμία σύγκριση με ό,τι συνέβαινε σε παλαιότερες εποχές (π.χ. το 2006 ξεπερνούσε το 65%). Βέβαια, η μείωση της κομματικής ταύτισης είχε αρχίσει να καταγράφεται από την αμέσως επόμενη περίοδο (βλ. «ΤΑ ΝΕΑ», 27.12.2008 για τις έρευνες του 2007 και του 2008). Πρόδρομος δείκτης ότι το επί τρεις δεκαετίες παγιωμένο κομματικό σύστημα είχε αρχίσει να εμφανίζει ρωγμές. Η κρίση και κυρίως η πολιτική της διαχείριση μετέτρεψαν τις ρωγμές σε ρήγματα, οδηγώντας στην κονιορτοποίηση του κομματικού συστήματος στις εκλογές του 2012.

Ετσι, σήμερα βρισκόμαστε σε ένα τελείως διαφορετικό κομματικό τοπίο όπου, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, οι μονοκομματικά ταυτισμένοι εκλογείς διαχέονται πλέον σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Πρόκειται για την καλύτερη εικονογράφηση ενός πολυκομματικού συστήματος που βρίσκεται ακόμη σε ασταθή ισορροπία, χωρίς εμπεδωμένη δικομματική πόλωση και με τα μικρότερα κόμματα να διεκδικούν τη διακριτή παρουσία τους.

Συνολικά, περίπου το 20% του εκλογικού σώματος εμφανίζεται μονοκομματικά ταυτισμένο με κάποιο από τα μικρότερα κόμματα, ενώ ένα επιπλέον 5% δηλώνει πολυκομματική ταύτιση αποκλειστικά με κάποια από τα μικρότερα κόμματα (αποκλείοντας δηλαδή ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ). Η ρευστότητα αυτή εντοπίζεται κυρίως στον ασπόνδυλο πλέον και διεκδικούμενο χώρο της Κεντροαριστεράς και έχει ενισχυθεί από την παρουσία του Ποταμιού.

Η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ. Από τα μικρότερα κόμματα πάντως, αυτό που παρουσιάζει την ισχυρότερη μονοκομματική ταύτιση είναι η Χρυσή Αυγή η οποία, όπως φάνηκε και στις διπλές εκλογές του Μαΐου (περιφερειακές και ευρωεκλογές), έχει κατορθώσει να συγκροτήσει έναν συμπαγή και στεγανοποιημένο πυρήνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ στις εκλογές του Ιουνίου 2012 μόνον οι μισοί ψηφοφόροι της ΧΑ δήλωναν ότι αισθάνονται «κοντά» της (δηλαδή περίπου το 3,5% του εκλογικού σώματος) σήμερα το αντίστοιχο ποσοστό προσεγγίζει το 6%. Η διάρρηξη αυτού του πυρήνα αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την πολιτική απονομιμοποίηση της ΧΑ και οφείλει να αναγορευθεί σε άμεση προτεραιότητα όλων των δυνάμεων του συνταγματικού τόξου.

Την ισχυρότερη μονοκομματική ταύτιση διαθέτουν, όπως είναι αναμενόμενο, τα δύο κόμματα που διεκδικούν την εξουσία, ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ. Και στο σημείο αυτό εντοπίζεται η επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος, αν και ουσιαστικά νεοπαγές κόμμα, έχει κατορθώσει να διαμορφώσει έναν συμπαγή πυρήνα που προσεγγίζει πλέον το 20% και σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία είναι ευρύτερος από τον αντίστοιχο πυρήνα της ΝΔ, ένα κόμμα με ιστορία σαράντα χρόνων. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη των δύο τελευταίων χρόνων, δεδομένου ότι η απότομη διεύρυνση της εκλογικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ το 2012 δεν πραγματοποιήθηκε στη βάση μιας προϋπάρχουσας κομματικής ταύτισης. Ακόμη και την ημέρα των εκλογών του Ιουνίου, μόνο οι μισοί ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ δήλωναν πως αισθάνονται «κοντά» στο κόμμα που μόλις είχαν ψηφίσει.

Η ηλικιακή σύνθεση των δύο μονοκομματικών πυρήνων αντανακλά άλλωστε και τη χρονικά διαφοροποιημένη συγκρότησή τους και μάλιστα με πολύ μεγαλύτερη ένταση, σε σύγκριση με την αντίστοιχη (και ήδη πολλαπλά σχολιασμένη) ηλικιακή διαφοροποίηση της εκλογικής τους βάσης. Μέχρι την ηλικία των 64 ετών οι μονοκομματικά ταυτισμένοι με τον ΣΥΡΙΖΑ αντιπροσωπεύουν περίπου το 20% και είναι διπλάσιοι από τους μονοκομματικά ταυτισμένους με τη ΝΔ, ενώ η εικόνα αντιστρέφεται πλήρως στους 65 ετών και άνω (ΝΔ 29% και ΣΥΡΙΖΑ μόλις 9%).

Στο σημείο αυτό πρέπει πάντως να υπογραμμισθεί η τεράστια απόσταση που χωρίζει τον υπό διαμόρφωση νέο δικομματισμό από τον πάλαι ποτέ κραταιό δικομματισμό της προηγούμενης περιόδου. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000 τα δύο (τότε) μεγάλα κόμματα, το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, διέθεταν μία μονοκομματικά δομημένη επιρροή που κάλυπτε περίπου το 60% του εκλογικού σώματος, γεγονός που μεταφραζόταν στην κάλπη σε ένα αθροιστικό ποσοστό μεταξύ 80% και 85%.

Αντίθετα, σήμερα οι αδιαπραγμάτευτοι πυρήνες τους οποίους διαθέτουν οι δύο διεκδικητές της εξουσίας μετά βίας καλύπτουν το ένα τρίτο (1/3) του εκλογικού σώματος. Πρόκειται για την κρισιμότερη διαφορά σε σύγκριση με το παρελθόν, η οποία επηρεάζει και την εκλογική στρατηγική που θα ακολουθήσουν, αλλά και μακροπρόθεσμα τις κυβερνητικές επιλογές που θα κληθούν να υλοποιήσουν.

ΔΕΞΑΜΕΝΗ ΨΗΦΩΝ. Πράγματι η εκλογική δυναμική που θα αναπτύξουν τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ δεν μπορεί να έχει πλέον ως κύρια αναφορά τούς εκ των προτέρων πεπεισμένους. Και οι δύο οφείλουν να στοχεύσουν στις δύο άλλες δεξαμενές, τις οποίες συγκροτούν αφενός οι ταλαντευόμενοι ψηφοφόροι που αυτοπροσδιορίζονται ως «πολυκομματικοί» και αφετέρου οι αποστασιοποιημένοι από όλα τα κόμματα.

Από τις δύο αυτές δεξαμενές, η πρώτη εμφανίζεται ευνοϊκότερη για τον ΣΥΡΙΖΑ, αφού περίπου οι μισοί τον αντιμετωπίζουν ως δυνητική επιλογή ψήφου. Παρουσιάζει όμως μια μείζονα δυσκολία λόγω έντονης ετερογένειας: μια σημαντική μερίδα, περίπου 4% του συνολικού εκλογικού σώματος, ταλαντεύεται μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ, ενώ μια αντίστοιχη και ελαφρώς μεγαλύτερη ταλαντεύεται μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και σχημάτων της Κεντροαριστεράς (πρωτίστως Ποτάμι, αλλά ακόμη και ΠΑΣΟΚ). Οσον αφορά τη δεύτερη και ποσοτικά πολυπληθέστερη δεξαμενή αποτελεί κατά κυριολεξία τον σκοτεινό χώρο της ψήφου.