Την άποψη ότι η ανάκαμψη των επενδύσεων στη ζώνη του ευρώ είναι πιθανόν να παραμείνει υποτονική στο εγγύς μέλλον διατυπώνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο μηναίο δελτίο που την Παρασκευή στη δημοσιότητα.

Σύμφωνα με τους αναλυτές της ΕΚΤ, σε σύγκριση με προηγούμενες χρηματοπιστωτικές και συστημικές κρίσεις, η βραδεία ανάκαμψη των επενδύσεων που παρατηρήθηκε κατά την πιο πρόσφατη κρίση συνέπεσε με ορισμένες οικονομικές συνθήκες που δεν έχουν παρατηρηθεί άλλοτε. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν:

Πρώτον, η δημόσια επενδυτική δαπάνη – συμπεριλαμβανομένων των δαπανών επενδύσεων σε υποδομές – ήταν χαμηλή λόγω της δημοσιονομικής εξυγίανσης και της ανάγκης για απομόχλευση του δημόσιου χρέους. Μετά την εκδήλωση της μεγάλης κρίσης, ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ κυμάνθηκε σε επίπεδα άνω του 90% στη ζώνη του ευρώ, ήταν δηλαδή πολύ υψηλότερος από τον αντίστοιχο μέσο όρο πριν από προηγούμενες κρίσεις. Αυτό περιόρισε το ήδη στενό δημοσιονομικό περιθώριο για τόνωση των επενδύσεων και μάλλον οδήγησε τις κυβερνήσεις να προβούν σε εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών από νωρίς.

Δεύτερον, όπως και σε προηγούμενες συστημικές κρίσεις, οι επενδύσεις σε κατοικίες περιορίστηκαν σημαντικά, αλλά ακόμη δεν υπάρχει ουσιαστικά καμία ένδειξη ανάκαμψης. Πρέπει να σημειωθεί ότι το αρχικό επίπεδο που χρησιμοποιήθηκε ως συγκριτικό στοιχείο, δηλ. η κορύφωση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο του 2008, αντανακλά την άνοδο των επενδύσεων σε κατοικίες σε μη διατηρήσιμα επίπεδα πριν από την κρίση σε ορισμένες χώρες της ζώνης του ευρώ. Επιπλέον, η υπό εξέλιξη προσαρμογή των επενδύσεων σε κατοικίες αναμένεται να συνεχιστεί για κάποιο διάστημα, γεγονός που ασκεί καθοδική πίεση στις συνολικές επενδύσεις.

Τρίτον, η υποτονική δυναμική των επιχειρηματικών επενδύσεων κατά την κρίση δημόσιου χρέους μπορεί να σχετίζεται εν μέρει με την εξέλιξη των εξαγωγών. Στον απόηχο της συγχρονισμένης παγκόσμιας ύφεσης, οι εξαγωγές μειώθηκαν σημαντικά το 2008 και στη συνέχεια ανέκαμψαν πιο σταδιακά από ό,τι μετά από συνήθεις υφέσεις. Εν γένει, οι προηγούμενες χρηματοπιστωτικές και συστημικές κρίσεις ήταν πιο περιορισμένες γεωγραφικά και η σχετικά ανεπηρέαστη παγκόσμια ανάπτυξη παρείχε τη βάση για μια πιο στέρεη ανάκαμψη με κύριο προωθητικό παράγοντα τις εξαγωγές.

Γιατί μειώνονται οι επενδύσεις

Οι αναλυτές της ΕΚΤ σημειώνουν πως η αυξημένη αβεβαιότητα, συμπεριλαμβανομένης της αβεβαιότητας για τις μελλοντικές οικονομικές πολιτικές των εθνικών κυβερνήσεων, αποτελεί σημαντικό παράγοντα ανάσχεσης των επιχειρηματικών επενδύσεων υπό τις παρούσες συνθήκες.

«Έρευνες σχετικά με την αβεβαιότητα ως προς τις ασκούμενες πολιτικές στις πέντε μεγαλύτερες ευρωπαϊκές οικονομίες δείχνουν ότι η αβεβαιότητα έχει αυξηθεί από την έναρξη της κρίσης και γενικά παραμένει σε πολύ υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με την προ της κρίσης περίοδο. Ωστόσο, λόγω έλλειψης στοιχείων, δεν είναι δυνατή η σύγκριση του σημερινού επιπέδου αβεβαιότητας με τα επίπεδα προηγούμενων υφέσεων», αναφέρεται στην έκθεση.

Ή Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα υπογραμμίζει πως η έντονη μείωση των επενδύσεων στη ζώνη του ευρώ είναι γενικευμένο φαινόμενο για όλες τις συνιστώσες των επενδύσεων. Όπως τονίζεται, οι δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν λόγω του πολύ περιορισμένου δημοσιονομικού περιθωρίου ελιγμών, ενώ όσον αφορά τις επενδύσεις σε κατοικίες, ουσιαστικά δεν υπάρχουν ενδείξεις ανάκαμψης και η υπό εξέλιξη διαδικασία προσαρμογής στην αγορά κατοικιών αναμένεται να εξακολουθήσει να αποτελεί σημαντικό ανασχετικό παράγοντα. Μια ακόμη πτυχή που αναδεικνύει η ΕΚΤ είναι ότι οι παρατηρούμενες χαμηλές επιχειρηματικές επενδύσεις συμπίπτουν με ιδιαίτερα «πενιχρές» εξαγωγικές επιδόσεις.

Όσον αφορά στο μέλλον, λαμβάνοντας υπόψη τη συγκρατημένη αύξηση του ΑΕΠ, την ανάγκη για περαιτέρω απομόχλευση στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και τις αυξημένες γεωπολιτικές εντάσεις η ΕΚΤ επισημαίνει πως η ανάκαμψη των επενδύσεων είναι πιθανόν να παραμείνει υποτονική στο εγγύς μέλλον.

Σύμφωνα με την ΕΚΤ η ανάκαμψη των επενδύσεων θα εξαρτηθεί από καθοριστικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που (α) ενισχύουν την παραγωγή, (β) δημιουργούν ζήτηση για υλικό κεφάλαιο και (γ) περιορίζουν τις ακαμψίες των αγορών εργασίας και προϊόντων, βελτιώνοντας έτσι τις επιχειρηματικές προοπτικές στη ζώνη του ευρώ και δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για ισχυρότερη οικονομική ανάκαμψη.