ε εισιτήριο επτά δραχμές πλατεία και πέντε δραχμές εξώστης, το σινεμά στη δεκαετία του ’70 ήταν η κύρια διασκέδαση στην Ελλάδα. Τότε δηλαδή που η χώρα γνώριζε τον οργασμό της αντιπαροχής, που το Σάββατο ήταν μέρα εργάσιμη και τις Κυριακές όλοι φορούσαν τα καλά τους και γέμιζαν τις πλατείες, τα καφενεία και από νωρίς το μεσημέρι τους κινηματογράφους. Στις μεγάλες αίθουσες τα γουέστερν και οι ελληνικές ταινίες, με κορυφαία τα μιούζικαλ του Δαλιανίδη, σχεδόν μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον. Τα συνοικιακά σινεμά, όμως, κυρίως στις συνοικίες όπου έσφυζαν από τις αναμνήσεις της προσφυγιάς, εκεί όπου οι γιαγιάδες μιλούσαν ακόμη μια ανάμεικτη γλώσσα, με πολλές τουρκικές λέξεις, εκεί όπου το απόγευμα λεγόταν ακόμη «κεντί» και τα μωρά «γιαβρί» και «τζιέρι», παιζόταν ένα άλλο παιχνίδι.

Οι «θεές» τους ήταν η Χούλια Κοτσιγίτ και η Τουρκάν Σοράι. Την πρώτη μάλιστα, την αποκαλούσαν Βουγιουκλάκη της Τουρκίας (η Σοράι είχε το παρατσούκλι η Μάρθα Βούρτση του Πέραν). Οι ταινίες τους, σχεδόν παρόμοιες με όσα σήμερα πραγματεύονται τα σύγχρονα τουρκικά σίριαλ, έσπαγαν κάθε ρεκόρ προσέλευσης θεατών: Η φτωχή κοπέλα που αγαπάει τον πλούσιο νέο, του οποίου η οικογένεια αρνείται κάθε πιθανότητα να έλθουν τα παιδιά εις γάμου κοινωνία ή το πλουσιοκόριτσο που ερωτεύεται τον φτωχό πλην τίμιο νέο, για τον οποίο η οικογένειά της δεν θέλει ούτε να το σκέφτεται! Στους κινηματογράφους το σουξέ είναι θεαματικό: δεν πέφτει καρφίτσα. Πέφτει όμως κλάμα.

Γιατί μπορεί τις περισσότερες φορές να είχαμε χάπι-εντ, αλλά υπήρξαν και περιπτώσεις θανάτων, αυτοκτονιών ή άλλων μελοδραματικών καταστάσεων, που έκαναν τα μαντίλια να υγραίνονται και τις γιαγιάδες, που συνήθως συνόδευαν τα εγγόνια τους, να μονολογούν στα τουρκικά κάτι σαν «άφεριμ μπακαλούμ».

Γεννημένη το 1947 στην Κωνσταντινούπολη, η Κοτσιγίτ σπούδασε παράλληλα θέατρο και μπαλέτο και το 1963 ένας διαγωνισμός ομορφιάς τής χαρίζει το εισιτήριο για το ντεμπούτο της στο σινεμά με την ταινία του 1964 «Susuz Yaz», που κερδίζει τη Χρυσή Αρκτο στο 14ο Φεστιβάλ του Βερολίνου. Σε αυτό το φιλμ θα χτιστεί η μετέπειτα καριέρα της σε μελοδράματα μάλλον καλοφτιαγμένα.

Κύριος διανομέας των εν λόγω ταινιών, η εταιρία Ακρόπολις Φιλμ –η οποία μάλιστα, στο πλαίσιο προώθησης των προϊόντων της, φέρνει την Κοτσιγίτ στην Ελλάδα. Και γίνεται ο κακός χαμός. Το πλήθος ξεπέρασε κάθε προσδοκία και, για να αποτραπούν ατυχήματα, οι διοργανωτές αλλάζουν πλάνο. Ετσι, αντί για την προγραμματισμένη κινηματογραφική αίθουσα, επιλέγεται το… γήπεδο του Αιγάλεω! Οι δε τσαμπατζήδες σκαρφάλωναν στους κτισμένους με τσιμεντόλιθο γύρω τοίχους. Την ίδια στιγμή ανάρπαστες γίνονται οι κασέτες με τα τραγούδια του Ζεκίν Μουρέν (αυτός πάλι ήταν… ο Καζαντζίδης της Τουρκίας), στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου στην Ομόνοια, στα ΚΤΕΛ ή στις λαϊκές αγορές. Οχι πως δεν υπήρχε ήδη η εξοικείωση με τα τουρκικά άσματα.

ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ – ΤΟΥΡΚΑΝ ΣΟΡΑΪ. Πάρτε, για παράδειγμα, το τραγούδι «Bekledim de Gelmedin», που ακούστηκε για πρώτη φορά στην ελληνική ταινία «Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου» σε σκηνοθεσία Απόστολου Τεγόπουλου, με τον Νίκο Ξανθόπουλο να ψάχνει απεγνωσμένα τον χαμένο του πατέρα στη Μικρασία. Συνθέτης του, ο γεννημένος στη Δράμα Γιεσαρί Αρσίμ Αρσόι, ενώ τους στίχους έγραψε ο Στέλιος Καζαντζίδης: «Περίμενα μα δεν ήρθες / Δεν γνώριζες την αγάπη μου / Τo δάκρυ μου δεν το ‘σβησες / Δεν μ’ αγάπησες καθόλου;». Στίχοι… αφιερωμένοι στην Τουρκάν Σοράι. Της οποίας τα μαύρα μάτια μάγεψαν τον Καζαντζίδη όταν το 1960 πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να δώσει μια σειρά από συναυλίες. Το φλερτ δεν κράτησε πολύ… Ηταν τέτοια όμως η επίδραση του φαινόμενου Στέλιος στην Τουρκία που ο Ζεκίν Μουρέν θα δηλώσει δακρυσμένος πως «τέτοια φωνή δεν έχει ξαναβγάλει ο κόσμος».

Στην Ελλάδα, πάντως, η εισβολή των πρωταγωνιστριών εκ Τουρκίας κράτησε σχεδόν για μια γεμάτη πενταετία. Μετά, έπεσε η χούντα, ήρθε το Κυπριακό, άρχισαν τα «σινεμά ποιότητας» και το γυρίσαμε, απότομα ως συνήθως, κυρίως στο πολιτικό, και στον Βάιντα… Το ενδιαφέρον είναι πως την ίδια στιγμή το ζευγάρι Βουγιουκλάκη – Παπαμιχαήλ έσκιζε στην Τουρκία! Και φυσικά, η «αγάπη» στα δράματα των γειτόνων δεν ξεχάστηκε. Η ραγδαίως αναπτυσσόμενη αγορά του βίντεο, άλλωστε, ζητούσε επίμονα υλικό για να τραφεί. Η Ακρόπολις Φιλμ μετονομάστηκε σε «Ακρόπολις Βίντεο» και οι Τουρκάν Σοράι και Χούλια Κοτσιγίτ επέστρεψαν ως τα αστέρια του χώρου. Επειδή όμως η αγορά είχε μεγαλώσει επικίνδυνα, κι άλλοι «δευτέρας κατηγορίας» πρωταγωνιστές άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους, όπως ο Ισμαήλ Μερσινλί και η Χούλια Ναζίρ.

Στα δε οπισθόφυλλα των βιντεοκασετών, οι «υπεύθυνοι» δίνουν ρέστα. Σ’ αυτό της ταινίας «Η δική μας αγάπη» (Yoksul), διαβάζουμε: «Πόσες οικογένειες δεν ήρθαν μεταξύ τους σε σύγκρουση όταν γονείς διαφωνούσαν για την επιλογή των παιδιών τους; Οταν ο έρωτας όμως είναι δυνατός, δεν γνωρίζει φραγμό και μπαίνει πιο πάνω από τους γονείς». Προσέξτε όμως τον λυρισμό στη σύνοψη του φιλμ «Το τελευταίο πρωινό» (Son Sabah) –τονίζω πως αντιγράφω κατευθείαν από τη συσκευασία της βιντεοκασέτας: «… Οταν φεύγεις σε ποθώ, κι όταν έρχεσαι πονώ… Κι όμως ήτανε γραφτό να σε χάσω ένα πρωινό…». Κλάμα, από το οπισθόφυλλο! Μην απορείτε λοιπόν για την επιτυχία των τουρκικών σίριαλ στη χώρα μας. Η μαγιά υπάρχει εδώ και μισόν αιώνα.