Εγγράφεται στη νεότερη πολιτική Ιστορία της χώρας ως πρόσωπο με αστείρευτες ικανότητες στους χειρισμούς και στην επιβίωση στον άγριο κόσμο της πολιτικής, ακόμη και όταν όλα ήταν εναντίον του. Στα 96 του παραμένει χαλκέντερος και ο τελευταίος μιας γενιάς πολιτικών που έμπαιναν στην πολιτική αφoύ είχαν αποκατασταθεί και πίστευαν σε αυτό που έκαναν.

Πρωτοβγήκε βουλευτής το 1946 σε ηλικία 28 ετών –στα 32 έγινε υφυπουργός του Σοφοκλή Βενιζέλου –και θα μπορούσε να βγαίνει ακόμη, με σταυρό. Δεν είναι μόνο ο μακροβιότερος πολιτικός της μεταπολεμικής περιόδου εν ζωή, αλλά και το πιο ανθεκτικό μέλος της μακροβιότερης πολιτικής δυναστείας της χώρας: άρχισε με τον παππού του Κωστή Μητσοτάκη (18451898) που ίδρυσε το Κόμμα των Ξυπόλητων, το οποίο ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετονόμασε σε Κόμμα των Φιλελευθέρων, και συνεχίζει με την τέταρτη γενιά της.

Βετεράνος πλέον στα 96 του με τις επτά δεκαετίες της συμμετοχής του στον δημόσιο βίο, παραμένει χαλκέντερος «λύκος» της πολιτικής. Οποιος μελετήσει την πολυκύμαντη διαδρομή του, καταλήγει σε αυτό που έλεγαν στην Ιταλία για τον Αντρεότι: «Είναι τόσο ικανός ώστε είναι ικανός για όλα».

Το 1965 του κόλλησε η ρετσινιά του «αποστάτη» και οι διαδηλωτές στη Σταδίου φώναζαν «Μητσοτάκη κάθαρμα». Μια άλλη ρετσινιά που πήγαν να του κολλήσουν πριν από τις εκλογές του 1985 με τη γνωστή (και πλαστή) φωτογραφία που τον παρουσίαζε ως συνεργάτη των Ναζί δεν έπιασε, καθώς τον επόμενο κιόλας χρόνο τον τίμησε για την αντιστασιακή δράση του το βρετανικό Κοινοβούλιο. Σε κάθε περίπτωση, αποδεικνυόταν «πολύ σκληρός για να πεθάνει». Αποσυνάγωγος το 1974 –αφού ο Καραμανλής τον οποίο συναντούσε στον Παρίσι δεν τον συμπεριέλαβε στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας –μπήκε στη Βουλή το 1977 με το δικό του Κόμμα των Φιλελευθέρων και έγινε αρχηγός της ΝΔ το 1984 και πρωθυπουργός το 1990 με 46,88% –το τρίτο μεγαλύτερο ποσοστό της Μεταπολίτευσης.

Αντιλαμβανόμενος ότι η Αποστασία δεν μόνο βάρος για τον ίδιο αλλά και τμήμα του ιδρυτικού μύθου της δυναστείας των Παπανδρέου, έκανε ό,τι μπορούσε για να αναθεωρήσει στο συλλογικό υποσυνείδητο τον απόηχο εκείνων των γεγονότων, για τα οποία προσφέρει την «αυτοκριτική» του: «Εχω μετανιώσει, γιατί θα μπορούσα εκείνη την ώρα, αντί να πάω να ορκιστώ, να κοιτάξω να συμφιλιώσω και πάλι τον βασιλέα με τον Γεώργιο Παπανδρέου». Με τον Γέρο άλλωστε είχε λάβει μέρος στον πρώτο Ανένδοτο Αγώνα μετά τις εκλογές του 1961, άσχετα αν ο δεύτερος έγινε εναντίον του, μετά τα Ιουλιανά του 1965.

Ηττα. Εως τώρα τον νίκησε μόνο η μοίρα της πολιτικής με τα παιχνίδια της. Οπως έριξε την κυβέρνηση του Γέρου που τον είχε σαν παιδί του –προτού εμφανιστεί το πραγματικό παιδί του –έτσι τον έριξε και αυτόν ο Σαμαράς, που τον είχε σαν παιδί του προτού εμφανιστεί το πραγματικό παιδί του, η κόρη του για την ακρίβεια. Η μοίρα του δίνει μακροζωία αλλά τον βασανίζει κιόλας: σήμερα έχει δύο παιδιά και έναν εγγονό «ομήρους» στα χέρια του Σαμαρά. Κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία τον… χειροκροτούσε όρθιος στα 40χρονα της ΝΔ. Στην πραγματικότητα, κανείς δεν κατάλαβε ποτέ τα πραγματικά του αισθήματα για τον σημερινό Πρωθυπουργό. Λίγοι ξέρουν ότι ακόμη και μετά την ανελέητη σύγκρουσή τους το 1993 που του στέρησε την εξουσία, επισκεπτόταν συχνά τον άρρωστο πατέρα του Σαμαρά στην παλαιά πτέρυγα του Ευαγγελισμού. Ενας Θεός ξέρει τι έλεγαν.

Οταν έθεσε τον εαυτό του αυτοβούλως εκτός Βουλής, συνέχισε τις δημόσιες εμφανίσεις του και κατάφερε να γίνει σεβαστό από όλους το δικαίωμά του στην υστεροφημία. Την άρχισε με τη ανολοκλήρωτη «Πολιτική βιογραφία» του, με δύο τόμους που έγραψαν δύο διαφορετικοί συγγραφείς. Συνέχισε με το Ιδρυμα Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και την έδρα Ελληνικών Σπουδών με το όνομά του στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, που χρηματοδότησε η οικογένεια Τσακοπούλου. Ακολούθησε το βιβλίο «Μπροστά από την εποχή της –Η κυβέρνηση της ΝΔ 1990-1993», που επιμελήθηκε ο Γιάννης Παλαιοκρασσάς, με το οποίο προέβαλε το «αξίωμά» του: αν η κυβερνητική θητεία του δεν είχε διακοπεί απότομα, πολλά από τα δεινά που επακολούθησαν θα είχαν αποτραπεί.

Απέδωσε την κατάρρευσή του το 1993 στα «διαπλεκόμενα εκδοτικά και οικονομικά συμφέροντα» και στην «έξαλλη πολιτική της αντιπολίτευσης». Ομως, αν άρχισε την πρωθυπουργία του σε κλίμα πολιτικής έντασης, το καλλιέργησε ο ίδιος προηγουμένως προκειμένου να νικήσει τον Ανδρέα Παπανδρέου (αξιοποιώντας υπαρκτά και ανύπαρκτα σκάνδαλα, την ασθένεια και τον προσωπικό βίο του) μέχρι να τον στείλει στο Ειδικό Δικαστήριο.

Αντιφάσεις. Αλλωστε η θητεία του από τη μια έχει πράγματι ριζοσπαστικές για την εποχή διακηρύξεις, αλλά από την άλλη κακούς χειρισμούς, σκάνδαλα και αποτυχίες. Εμφάνισε πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά αύξησε το χρέος από 80,7% του ΑΕΠ το 1990 στο 111,6% σε τρία χρόνια! Αντικατέστησε τους «πρασινοφρουρούς» με τα «δικά μας παιδιά». Και οι αντίπαλοί του έλεγαν: «Οχι μόνο είναι ικανός να πουλήσει και την Ακρόπολη, αλλά θα την πουλήσει μισοτιμής».

Η πώληση της ΑΓΕΤ και οι υποκλοπές Μαυρίκη (για τα οποία η Βουλή τον έστειλε στο Ειδικό Δικαστήριο, αλλά το σταμάτησε ο Ανδρέας Παπανδρέου), η δολοφονία Τεμπονέρα στην Πάτρα, η εκποίηση της Πειραϊκής Πατραϊκής, η εκχώρηση των αστικών λεωφορείων σε ψηφοφόρους της ΝΔ, το Σκοπιανό, οι δραστηριότητες του στρατηγού Γρυλλάκη και της περίφημης «κλαδικής αποστράτων», η οικογενειοκρατία που έφτασε μέχρι την παραίτηση του Σταύρου Δήμα όταν δέχθηκε παρατήρηση από μέλος της οικογένειας, η ανοχή της περιοδείας του τέως βασιλιά που παρέπεμπε στο «ανφέρ» που είχε πει για το δημοψήφισμα του 1974 και άλλα, επικάλυψαν τις προσπάθειες που έκαναν στην Οικονομία ο Στέφανος Μάνος, ο Γιώργος Σουφλιάς και στο Ασφαλιστικό ο Δημήτρης Σιούφας.
Εκτός από τον Αντώνη Σαμαρά, από ένα σημείο και πέρα όλοι ήταν απέναντί του: το ΠΑΣΟΚ, η Αριστερά, οι συνδικαλιστές της ΝΔ, ο αντιπρόεδρός του Αθανάσιος Κανελλόπουλος, ο Εβερτ, ο Γεώργιος Ράλλης που παραιτήθηκε από βουλευτής, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και όπως απεδείχθη και οι πολίτες. Δεν μπορεί να είχαν όλοι άδικο.

Ανεξάρτητα όμως από τις επικρίσεις ή τους επαίνους που έχει δεχτεί κατά καιρούς, ο Κων. Μητσοτάκης δεν παύει να είναι ο τελευταίος των Μοϊκανών, εκπροσωπώντας ένα είδος πολιτικού που έχει εκλείψει. Αυτοί οι πολιτικοί είχαν τις αδυναμίες τους –και συχνά ήταν το μόνο… προτέρημα που είχαν –αλλά έμπαιναν στην πολιτική αφού είχαν αποκατασταθεί και πίστευαν σε αυτό που έκαναν.