Για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο έμαθα πίσω από μια κλειστή κουρτίνα στα εξωτερικά ιατρεία στο νοσοκομείο Αλεξάνδρα. Από μια ομάδα φοιτητών της Ιατρικής και τον καθηγητή τους, που ανάγκασαν τον φρουρό αστυφύλακα να μείνει έξω απ’ την πόρτα. Ενώ μ’ εξέταζαν, απαντούσα σε βιαστικές ερωτήσεις: το όνομά μου, από ποια φυλακή και υπόθεση, ποιοι άλλοι μαζί. Στα ενδιάμεσα έπεφταν βροχή θραύσματα μιας «έξω» πραγματικότητας. Αυτής που στους πέντε μήνες κράτησής μου στη Γενική Ασφάλεια της οδού Μεσογείων, τους τέσσερις σε απομόνωση, μου είχε γίνει τόσο ξένη, ώστε να αισθάνομαι σαν πλάσμα στον βυθό της θάλασσας που του αφηγούνται τι γίνεται πάνω απ’ το νερό. Τη λαχανιασμένη πληροφόρηση διέτρεχε μια κοινή αίσθηση: τα πράγματα ήδη αλλάζουν.

Επιστρέφοντας στο κιγκλίδωμα των πολιτικών κρατουμένων στη γυναικεία πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού, τις βρήκα όλες σε αναταραχή: δεκατρία κορίτσια έως 25 χρονών –ανάμεσά τους, κόντευα τα 20, ήμουνα η μικρότερη, «ανήλιξ επί κακουργήματι», όπως έγραφε στο εξώφυλλο ο ατομικός μου φάκελος, που είδα σε ηλεκτρονική μορφή τρεις δεκαετίες αργότερα: οι δέκα υπόδικες απ’ τη δική μας υπόθεση (ΚΚΕ/ΚΝΕ) και οι τρεις ήδη καταδικασμένες λίγους μήνες πριν –δύο της ΟΣΕ και μία αναρχική. Και η Μίνα Γιάννου, βουλευτής της ΕΔΑ και μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ: στις 8 Ιουλίου 1974 μας είχαν μεταφέρει απ’ την Ασφάλεια στον ανακριτή στο Ρουφ. Αυτός είχε δώσει εντολή προφυλάκισης μέχρι να περάσουμε στρατοδικείο με τον Ν. 509 του Εμφυλίου, για «απόπειρα βίαιης ανατροπής του καθεστώτος». Μια δίκη που δεν έγινε ποτέ, καθώς είχε οριστεί για τον Σεπτέμβρη του 1974.

Η κατάρρευση της χούντας και η πολιτική αλλαγή

Καταστροφή στην Κύπρο. Επιστράτευση. Κατάρρευση της χούντας. Και η πολιτική αλλαγή, με τον τρόπο που έγινε από τον αστικό πολιτικό κόσμο και τους Αμερικανούς. Ολα τα μάθαμε τις επόμενες ημέρες «σπαστά», ψήγμα ψήγμα, κυρίως από τη Μίνα Γιάννου. Σχεδόν τυφλή από παλιό χτύπημα στη Χαράδρα στη Μακρόνησο, στη φυλακή τής διαβάζαμε τα πάντα. Μόλις όμως μεταφερθήκαμε στον Κορυδαλλό, απέκτησε πρόσβαση σε ένα παράνομο τρανζιστοράκι (ό,τι πιο πολύτιμο και κυνηγημένο τότε σε μια φυλακή), που είχαν κρύψει «για μας» οι προηγούμενες πολιτικές κρατούμενες, όταν αποφυλακίστηκαν έναν χρόνο πριν με την αμνηστία του Παπαδόπουλου, με στόχο την πολιτικοποίηση της δικτατορίας –αυτή που τίναξε στον αέρα το Πολυτεχνείο.

Ετσι μοιραστήκαμε με έμμεσο τρόπο τις διαδηλώσεις του λαού που ξεχύθηκε στους δρόμους, την τρελή χαρά και τους γιορτασμούς εκατομμυρίων ανθρώπων: με μια «θαμπή» αίσθηση για το τι ζούσε η χώρα, αρχίσαμε να πολιορκούμε τον διευθυντή των φυλακών με αίτημα την απελευθέρωσή μας. Συνεχίζαμε όμως και την καθημερινή ρουτίνα: ακόμα και το πρόγραμμα των πολιτικών και άλλων μαθημάτων (είχα αναλάβει τη διδασκαλία των αγγλικών κι είχα γεμίσει ήδη ένα τετράδιο-αυτοσχέδιο διδακτικό εγχειρίδιο). Και βέβαια την ενημέρωση –μέσω σημειώσεων –από το παράνομο ραδιοφωνάκι.

Η αντίστροφη µέτρηση για την απελευθέρωση

Βράδυ στις 24 Ιούλη, εγκαταστάθηκε στο γραφείο του διευθυντή ένα «συνεργείο» δικαστικών κι άρχισαν να μας φωνάζουνε μία μία: επιβεβαιώνανε τα στοιχεία μας, απαγγέλλανε τα άρθρα της νομοθεσίας, για παραβίαση των οποίων ήμασταν υπόδικες, και την πράξη αποφυλάκισής μας λόγω της χορήγησης Γενικής Πολιτικής Αμνηστίας για όσους είχαν κατηγορηθεί με τον Ν. 509 του Εμφυλίου για «απόπειρα βίαιης ανατροπής του καθεστώτος».

Ολη την ημέρα της 25ης Ιουλίου περιμέναμε να μας απελευθερώσουν. Εμείς μέσα. Φίλοι και συγγενείς μ’ ένα πανό απέξω. Μάταια. Αρχισαν να μοιράζουν αποφυλακιστήρια μόλις ντάλα μεσημέρι της 26ης. Κι εκεί, στον δρόμο έξω απ’ την κεντρική πύλη, κάτω από έναν ήλιο-πυρπολητή, βρήκαμε να μας περιμένουνε φίλοι και συγγενείς. Μαζί και οι τρεις δεκάδες αγόρια συγκρατούμενοί μας, που ακούγαμε τις φωνές τους από τα κελιά στην Ασφάλεια. Που τους «μιλούσαμε» με τα χτυπήματα στους τοίχους χωρίς να τους γνωρίζουμε πριν από τη σύλληψή μας –και είχαν αποφυλακιστεί από τις ανδρικές φυλακές λίγο πριν από μας. «Τα παιδιά του Φλεβάρη», σύμφωνα με τον τίτλο πρόσφατου βιβλίου.

Τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης

Περάσαμε τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης παλεύοντας στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες χωρίς ματιά προς τα πίσω –εξαίρεση η δίκη των βασανιστών στη Χαλκίδα, όπου και αποχώρησαν όλοι ελεύθεροι με μια κατάπτυστη απόφαση, που στην ουσία έλεγε «βασάνιζαν, αλλά κατά λάθος» (Γ.Α. Μαγκάκης). Με την αίσθηση των μεγάλων επικείμενων ανατροπών, που δεν ήρθαν ποτέ όπως τις φανταζόμασταν. Σήμερα, που σε άλλες συνθήκες και με άλλους όρους ανοίγονται δυνατότητες για ν’ αλλάξουν ριζικά τα πράγματα, δεν αποφεύγουμε τη σκέψη: έχει δίκιο ο Γκαίτε όταν γράφει στον «Φάουστ» «ό,τι έγινε έχει γίνει πια, ρίξου σε πράγματα καινούργια, γι’ αυτά έχουμε μονάχα φούρια». Ομως κοιτάζοντας με τόση δίψα πάντα μπρος, χρειάζεται να ρίχνουμε καμιά ματιά και προς τα πίσω. Δεν μπορούμε να είμαστε εξόριστοι από ένα παρελθόν που ακόμα καθορίζει το παρόν και το μέλλον μας: όταν η δημοκρατία ασφυκτιά. Οταν ο τουρκικός στρατός κατοχής βρίσκεται ακόμα στην Κύπρο. Οταν ο φασισμός έχει σηκώσει κεφάλι και απειλεί. Οταν η εθνική μας ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια δοκιμάζονται…

* Η Νάντια Βαλαβάνη είναι βουλευτής Β’ Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ